Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Και ξάφνου την περασμένη βδομάδα, το άνευρο και ακίνητο πολιτικό μας σκηνικό θερμάνθηκε ξαφνικά, σε βαθμό μάλιστα που κάποιοι προανήγγειλαν αλλαγές και εξελίξεις. Το πρωτοσέλιδο που διαβάσαμε στο ΒΗΜΑ και που προς στιγμήν θεωρήσαμε ότι είναι ξαναζεσταμένη σούπα, ανατίναξε κυριολεκτικά τις πολιτικές διεργασίες. Αν και ήταν γνωστό ότι η συγκεκριμένη ομιλία σταθμάρχη-μηχανοδηγού (που ακούσαμε τις πρώτες μέρες του δυστυχήματος) είχε εμφανιστεί παραποιημένη στο διαδίκτυο κι από εκει είχε βγει στα κανάλια, η επανεμφάνιση της δημιούργησε την βάση για μια κοινή πρόταση μομφής σύσσωμης της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης. Αρκούντως σοβαρό θέμα.
Ας δούμε όμως τα δεδομένα με λίγο πιο μακροσκοπική ματιά, απαλλαγμένη κατά το δυνατόν από τις καθημερινές πολιτικές μικρολεπτομέρειες και τις ημερήσιες κόντρες, που καμιά φορά συσκοτίζουν την μεγάλη εικόνα. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει ασφαλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, άρα πρακτικά δεν κινδυνεύει από καμιά πρόταση μομφής. Ακόμα και απέναντι σε κοινό αντικυβερνητικό μέτωπο να βρεθεί (που αν παγιοποιηθεί θα είναι διαφορετική στρατηγική των υπόλοιπων κομμάτων από την σημερινή τους), ο Μητσοτάκης δεν έχει πρόβλημα διατήρησης της εξουσίας. Τι πρόβλημα έχει λοιπόν, αν υποθέσουμε ότι οι καινούριες εξελίξεις του δημιουργούν κάποιο;
Έχει το πρόβλημα να απολέσει την απόλυτη πολιτική κυριαρχία με την οποία κυβερνούσε ως σήμερα, να χάσει την άνεση που διέκρινε την εξουσία του επί πέντε ολόκληρα χρόνια. Μην το θεωρείτε αμελητέο αυτό, καθότι αυτή η κυβέρνηση επαίρεται για τον μεταρρυθμιστικό της οίστρο ο οποίος κατά την γνώμη της αναμορφώνει καθημερινά την χώρα, οικονομικά και θεσμικά.
Απώλεια της πολιτικής κυριαρχίας σημαίνει αυτομάτως φρενάρισμα των μεταρρυθμίσεων, καθώς κανένα άλλο κόμμα εκ δεξιών ή αριστερών της ΝΔ και καμιά συγκροτημένη επαγγελματική ομάδα μέσα στην χώρα δεν φαίνεται διατεθειμένη να συνδράμει σε μεταρρυθμιστικές τομές. Η αντιπολίτευση και όλες οι κοινωνικές οργανώσεις απεχθάνονται βαθιά κάθε αλλαγή. Όπερ, ο Μητσοτάκης δεν θα έχει κανέναν σύμμαχο στην πολιτική του.
Στο θέμα των Τεμπών συσσωρεύτηκαν λάθη και αστοχίες από την πλευρά της κυβέρνησης, αλλά παράλληλα επενδύθηκαν όλα τα πολιτικά σχέδια των κομμάτων και των οικονομικο-επιχειρηματικών συμφερόντων. Η αντιπολίτευση κραδαίνει τα κυβερνητικά λάθη φωνάζοντας για «συγκάλυψη», η δε κυβέρνηση μπορεί πια να ισχυριστεί ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης συντάσσονται απροκάλυπτα πίσω από κάποια επιχειρηματικά συμφέροντα που την μάχονται, χρησιμοποιώντας τα Τέμπη ως πρόσχημα. Η εικόνα αυτή δεν είναι καινούρια. Πάντα υπήρχαν μέσα στο πολιτικό παιχνίδι και τα υπαρκτά επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλά και η επίκληση τέτοιων συμφερόντων δίχως να υπάρχουν. Ποιος από τους δυο θα βγει νικητής απ’ αυτή την σύγκρουση θα το δούμε στις Ευρωεκλογές, όχι στην τριήμερη μάχη της Βουλής πάνω στην συζήτηση της πρότασης μομφής. Απ’ αυτήν, όλοι θα βγουν νικητές ή ηττημένοι, ανάλογα με τον ποιον ακούς κάθε φορά.
Και αν μεν στις Ευρωεκλογές που αποκτούν πια βαρύ εσωτερικό πολιτικό νόημα η ΝΔ πετύχει ευρεία νίκη, τότε θα μπορέσει ίσως να πει ότι απέκρουσε την ολομέτωπη επίθεση, ότι ο λαός έδωσε τη δική του απάντηση στα συμφέροντα και στις τυχοδιωκτικές πολιτικές της αντιπολίτευσης, οπότε ο Μητσοτάκης θα μπορεί να προχωρήσει όπως πριν. Αν αντιθέτως, το εκρηκτικό πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται λαβώσει σοβαρά την κυβερνητική παράταξη στις κάλπες, τότε θα μπούμε σε μια περίοδο σκληρού πολιτικού ροκ με άδηλα αποτελέσματα. Το μικρότερο θα είναι η διακοπή της μεταρρυθμιστικής κούρσας και το χειρότερο μια περίοδος πολιτικής αστάθειας που θα πλήξει και την οικονομία και την χώρα.
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, κανένας δεν συζητά την πιθανότητα εκλογικής ήττας της ΝΔ στις Ευρωεκλογές. Αλλά έχοντας συνηθίσει σε δημοσκοπικές διαφορές των δεκαπέντε και των είκοσι μονάδων, υπάρχει η πιθανότητα να θεωρηθεί κυβερνητική ήττα μια νίκη με δέκα μονάδες για παράδειγμα. Στην πολιτική όλα είναι σχετικά και όλα είναι ρευστά. Πάντως, αυτό που μέχρι προς ενός μηνός θεωρούνταν ως το βασικό διακύβευμα των εκλογών, το αν δηλαδή θα είναι δεύτερος ο ΣΥΡΙΖΑ και τρίτο το ΠΑΣΟΚ ή αντίθετα, σήμερα ενδεχομένως να μην αποτελεί πια το βασικό ερώτημα της κάλπης. Ο Κασσελάκης φαίνεται να έχει πάρει μικρό αλλά υπαρκτό κεφάλι από τον Ανδρουλάκη και όλοι πια αναρωτιούνται αν η κυβέρνηση διαθέτει την πολιτική ισχύ που είχε παλιότερα ή έχει σοβαρά αποδυναμωθεί.
Είναι άλλωστε προφανές ότι ο Ανδρουλάκης κατέθεσε εσπευσμένα την πρόταση μομφής για να κυριαρχήσει στην κεντροαριστερή αρένα, ενώ ο Κασσελάκης τα έκανε πάλι μούσκεμα με την πρόταση του για άμεση παραίτηση Μητσοτάκη και για διενέργεια ευρωεκλογών με διεθνείς παρατηρητές. Σύσσωμος ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε την άλλη μέρα και προσπάθησε να περιμαζέψει την δήλωση του αρχηγού, πλην στην πολιτική αυτό που φεύγει δεν ξαναγυρίζει πίσω. Όσο Κασσελάκης έκανε life style παρεμβάσεις πήγαινε καλά και ξεπερνούσε τον Ανδρουλάκη, μόλις ξαναμπήκε στα βαθιά νερά της πολιτικής άρχισε τις γκάφες. Η πολιτική του ρηχότητα δεν κρύβεται.
Αλλά εν τέλει, αυτό είναι και το πρόβλημα της χώρας. Ακόμα και αν σύσσωμη η αντιπολίτευση συνασπιστεί εναντίον του Μητσοτάκη, είτε ως στρατηγική επιλογή είτε ως ουρά επιχειρηματικών συμφερόντων, ποια εναλλακτική πολιτική πρόταση έχει να προσφέρει στην χώρα; Άντε και γκρεμίζουν τον Μητσοτάκη διότι τους το επέτρεψαν τα λάθη που έκανε η κυβέρνηση στο θέμα των Τεμπών, ποιος θα πάρει την θέση του και τι θα κάνει; Το γεγονός ότι στο θέμα του δυστυχήματος έγιναν παιδαριώδη λάθη, δεν αναιρεί την ύπαρξη τεράστιου πολιτικού κενού πέραν της ΝΔ. Πέραν των συγγενών των θυμάτων που οδύρονται, τι άλλο έχουν να επιδείξουν οι πολιτικές δυνάμεις και αριστερά αλλά και δεξιά της ΝΔ; Ούτε πρόγραμμα έχουν, ούτε λαϊκή αποδοχή διαθέτουν.
Στην πρόσφατη πολιτική μας ιστορία υπήρξαν ευρωεκλογές που το αρνητικό τους αποτέλεσμα ήταν η αρχή του τέλους για τις κυβερνήσεις. Και ο Κώστας Καραμανλής το 2009 και ο Αλέξης Τσίπρας το 2019 πήγαν εσπευσμένα σε εθνικές εκλογές αμέσως μετά από ήττα σε ευρωεκλογές. Μόνο που τότε υπήρχε κραταιός αντίπαλος να τους αντικαταστήσει. Ο Γιώργος Παπανδρέου με το ΠΑΣΟΚ το 2009, ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την ΝΔ το 2019. Τώρα, αν ηττηθεί ο Μητσοτάκης ποιος θα πάρει την θέση του; Υπάρχει; Επί του παρόντος όχι, η αντιπολίτευση είναι μια πανσπερμία κομμάτων, τα δυο από τα οποία είναι στο 10-15% και τα υπόλοιπα στην ζώνη της κοινοβουλευτικής επιβίωσης. Όπερ, αν οι ευρωεκλογές βγάλουν βαριά λαβωμένο Μητσοτάκη, τότε η διάδοχη κατάσταση θα είναι μια περίοδος απόλυτης πολιτικής αστάθειας. Το χειρότερο που χρειάζεται η χώρα και για την οικονομία της και για την γεωπολιτική της σταθερότητα.
Οπότε, τις επόμενες δέκα-έντεκα βδομάδες που μας απομένουν ως τις ευρωεκλογές, οι μεν θα κραδαίνουν τα δάκρυα των συγγενών των νεκρών, ο δε Μητσοτάκης θα κραδαίνει τον κίνδυνο μπαχαλοποίησης της πολιτικής ζωής και οπισθοχώρησης της οικονομίας. Η αντιπολίτευση θα χει ως όπλο το συναίσθημα, η κυβέρνηση τον φόβο ότι θα πάμε προς τα πίσω. Σκληρή η μάχη, άδηλο το αποτέλεσμα…