της Αγάπης Κόρμπε*
Η μνήμη ως πολεμοφόδιο και άλλες ελληνικές πατέντες
Είναι κάποιες φράσεις που δεν χρειάζεται να ειπωθούν για να ακουστούν. Σαν το «σε βλέπω σαν φίλη» ή το «τι ωραία που έχεις παχύνει». Μία απ’ αυτές είναι και το θρυλικό: «Ναι, αλλά για τη Μαρφίν δε λέτε τίποτα». Ξεστομίζεται συνήθως από κάποιον που δεν έχει μιλήσει ποτέ για τη Μαρφίν, εκτός απ’όταν θέλει να ακυρώσει οποιαδήποτε άλλη συζήτηση, από τα ανθρώπινα δικαιώματα μέχρι το ποιος άφησε ανοιχτό το aircondition.
Η φράση λειτουργεί σαν πολιτικό ξόρκι: μόλις ακουστεί, παγώνει κάθε διάλογος. Θυμίζει λίγο το «είσαι ακόμα ερωτευμένη με τον πρώην σου» — άσχετο, αλλά σου κόβει τη φόρα.
Δεν έχει σημασία το θέμα: κάηκε ο Αμαζόνιος, σκότωσαν μετανάστη στα σύνορα, ξεγυμνώνουν διαδηλωτές στο δρόμο; «Ναι, αλλά για τη Μαρφίν δε λέτε τίποτα.»
Το επιχείρημα πάσχει λογικά και ηθικά: δεν υπάρχει περιορισμένος αριθμός τραγωδιών για τις οποίες “επιτρέπεται” να θρηνήσεις ή να αγανακτήσεις. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι κούτα με μερίδες.
Και το πιο γοητευτικό; Τη λένε κυρίως όσοι δεν άνοιξαν το στόμα τους ούτε την ημέρα της τραγωδίας, αλλά την κουβαλούν σήμερα σαν emotional support trauma, έτοιμοι να το πετάξουν στο τραπέζι μόλις πας να πεις τη λέξη «δικαίωμα».
Γιατί στην Ελλάδα, δεν μας ενοχλούν οι νεκροί. Μας ενοχλεί ποιος τους μνημονεύει. Αν είναι «δικοί μας», χειροκροτάμε. Αν είναι «των άλλων», ας μην τα πολιτικοποιούμε τώρα.
Η Μαρφίν δεν είναι επιχείρημα. Είναι τραγωδία.
Kαι η Μαρφίν, δεν κάηκε μόνο από τις μολότοφ. Κάηκε και από τη σιωπή, και τώρα καίγεται από την επιλεκτική ευαισθησία.
Δεν είναι πια τραγωδία — είναι κουπόνι ηθικής νομιμοποίησης.
Το ξεφυλλίζεις μόνο όταν χρειάζεται να σταματήσεις μια κουβέντα που δεν σε βολεύει.
Υποκριτική μνήμη à la carte.
Σαν τα προσκλητήρια στους γάμους. Στέλνεις σ’ αυτούς που δεν σκοπεύεις να δεις ποτέ ξανά.