Η αναγκαστική σύγκριση με ιδεατά πρότυπα από το Συλλογικό Φαντασιακό αναγκαστικά βυθίζει τους ατυχείς σε βαθιά κατάθλιψη με συνεπαγόμενες κρίσεις πανικού, τάσεις φυγής, αν όχι και αυτοκαταστροφικές ή και παραβατικές συμπεριφορές.
Η στάση ζωής που επιλέγει όμως κάθε συνειδητός πολίτης να κρατήσει στο πλαίσιο άσκησης τής ελεύθερης βούλησής του είναι κρίσιμο στάδιο αυτοπραγμάτωσης και εκπλήρωσης των όποιων ρεαλιστικών στόχων και κοινωφελών σκοπών που θέτει.
Το θέμα δεν είναι πόσες φορές πέφτουμε αλλά πότε και πώς ξαναστεκόμαστε στα πόδια μας.
Με την καθημερινή εξάσκηση ενσυναίσθησης, με την διαρκή αγρύπνια για «μεγάλα και σπουδαία» που ποθεί η ψυχή μας, σύμφωνα με τον Μεγάλο Αλεξανδρινό Ποιητή Καβάφη, με σωκρατικό αυτοέλεγχο και πυθαγόρεια αυτοκριτική αποχή επιτυγχάνουμε – στο μέτρου τού εφικτού – την αποδοχή μιας κατάστασης, την αποδοχή τού εαυτού και τον αναπόφευκτο μεταβολισμό των όποιων συγγνωστών ελαττωμάτων σε προτερήματα προς μίμησιν.
Αυτός κι αν είναι άθλος ζωής!!! Οι πραγματικοί πρωταθλητές δεν υψώνουν χρυσά κύπελλα ή επίχρυσα τρόπαια, δεν είναι δακτυλοδεικτούμενοι, δεν πάσχουν από σύνδρομο εγκατάλειψης και άγχος ευνουχισμού. Μέσα από την επίμονη καλλιέργεια εσωτερικών και εξωτερικών ανθέων, με τα χρώματα τής χαράς (κι όχι τού πολέμου) επιτυγχάνεται η πολυπόθητη ισορροπία των ακροβατών δίχως εγγυημένο δίχτυ ασφαλείας.
Πρέπει να είναι κανείς πολύ γενναίος για επιδίδεται διαρκώς σε ηρωισμούς με πενιχρά ή αδιόρατα αποτελέσματα.
Ο πνευματικός στίβος είναι σκληρός, αλλά σε ανταμείβει μακροπρόθεσμα.
Πολλές σκέφτομαι πως οι καλλιτέχνες ζουν πολλές σε ζωές στον ίδιο συμβατικό χρόνο μιας επίγειας ύπαρξης.
Οι ποιητές μεγαλουργούν μεγαλαυχώντας, όμως πάλι στο βάθος κάτι μένει από την τόση σισύφεια άρνηση τής Αναγκαιότητας.
Τύχη και Αδράστεια κυβερνούν τις μοίρες τού κόσμου. Οι προνομιούχοι επιβάτες τού «Τιτανικού» δεν ήταν εν τέλει τόσο τυχεροί όσο νόμιζαν όταν απέπλεαν. Η γιορτή συχνά μεταστρέφεται σε θρήνο και οι θριαμβευτικές ιαχές σε μοιρολόι. Γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες όταν προσέφευγαν στον βωμό τού Αγοραίου Διός προσεύχονταν «να μην τους δώσει όσα ζητούσαν αλλά όσα άντεχαν!!!».
Η τραγική αίσθηση τού μέτρου στην Κλασική Αρχαιότητα απαγόρευε (δια νόμου) τον υπέρμετρο θρήνο αλλά και την αμετροεπή θριαμβολογία. Έτσι απέφευγε ο μέσος άνθρωπος τη Νέμεσι και δεν προκαλούσε με τα πλούτη τον «φθόνο των θεών» (αλλά και τη ζήλεια των θνητών).
«Μέτρον άριστον» [χωρίς το περιττό, πλεοναστικό «παν»].
Όσο για τα τυχερά πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια και την εθιμική «πρόγνωση τού μέλλοντος», που ισχύει ακόμη σε πολλούς λαούς, εντάσσονται κι αυτά στην αδήριτη ανθρώπινη συνθήκη πάνω στον πλανήτη με το πανέμορφο όνομα Γαία.
Θυμάμαι μια Πρωτοχρονιά στο Ελσίνκι, στις εκπνοές τού εικοστού αιώνα, έχυναν λιωμένο μολύβι μέσα σε παγωμένο νερό για να δουν από τα σχήματα που ελάμβανε το αποκρυστάλλωμα μορφές και σκιές τού κοντινού ή απώτερου μέλλοντος. Ο άνθρωπος θέλει πάντα να ρίξει κλεφτές ματιές μέσα από τις ρωγμές τού Χωροχρόνου.
Ας ξαναδιαβάσουμε όμως την πάντα επίκαιρη «Διακοπή: Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς, / τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής. / Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια / η Δήμητρα κι η Θέτις αρχινούν έργα καλά / μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Αλλά / πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια / του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη, / και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κι επεμβαίνει.» [1900, 1901*].
Αλλά και «Σοφοί δε προσιόντων: Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἂνθρωποι δὲ γιγνομένων, / σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται. / Φιλόστρατος, Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον, VIII, 7 // Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα. / Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί, / πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων. / Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα / αντιλαμβάνονται. Η ακοή / αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών / ταράττεται. Η μυστική βοή / τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων. / Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν / έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.» [1915*].
(Κ. Π. Καβάφης. [1991] 1995. Τα Ποιήματα. Τόμ. Α΄ (1897–1918). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. 4η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος).
Δυστυχώς – ή και ευτυχώς – σήμερα δεν πιστεύουμε σε θεούς μήτε σε δαήμονες (από εκεί προέκυψαν οι μεσαιωνικοί ταραχοποιοί).
Η κατάθλιψη λοιπόν παραμένει αναπόφευκτη – αν και απρόσκλητη ερωμένη – ειδικά την περίοδο των εορτών.
Το κενό τής θρησκείας καλύπτει σήμερα η Τέχνη και την απουσία Υψηλής Ποίησης η πεζογραφία.
Αφού δεν θέλουμε να είμεθα «εμπνευσμένοι» ή έστω «ταλαντούχοι», ας είμαστε είλωτες των καταναλωτικών εθισμών μας. Το ιστορικώς υλοποιούμενο «θέατρο τού παράλογου» είναι παράπλευρη απώλεια τής άλογης νοησιαρχίας. (βλ. «Οι Έλληνες και το Παράλογο» τού E.R. Dodds, στο οποίο παραπέμπει ο Νομπελίστας Γ. Σεφέρης).
Έρρωσθε και αγαλλιάσθε. Ουδείς μεθ’ ημών.