Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Ανδρέα Μαζαράκη
28η Οκτωβρίου και 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος. Και μόνον όταν οι πόλεμοι κατεβάζουν αυλαία, τότε μόνον μπορούμε να κάνουμε αποτίμηση γεγονότων. Τότε μόνον κάνουμε απογραφή συμβάντων, καταστροφών, λεηλασιών, ανθρωπίνων θυμάτων, γενοκτονιών. Ανοίγουμε σελίδα στο κεφάλαιο Εβραίοι, με νωπά τα γεγονότα στην Παλαιστίνη και στον Λίβανο, και οδοιπορούμε την Εβραϊκή γενοκτονία στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, βιώνοντας παράλληλα την Παλαιστινιακή τραγωδία του σήμερα.
Σε μία συνέντευξη για το σχέδιο προφορικής ιστορίας στο Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μουσείο του Λονδίνου, η Έντιθ Μπάνεθ, Εβραία επιζήσασα από την Τσεχοσλοβακία, συνόψισε το πώς αυτή ένοιωσε την απώλεια συγγενικών της προσώπων από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Όταν σκέφτεται κανείς τις οικογένειες που όλοι μας χάσαμε, δεν μπορεί ποτέ να βρει ησυχία. Δεν μπορούν να αναπληρωθούν — οι δεύτερες και οι τρίτες γενιές ακόμη το νιώθουν. Όταν έχουμε γάμους και τελετές Μπαρ Μιτσβά, μπορεί να υπάρχουν ίσως και 50 ή 60 άνθρωποι από κάθε οικογένεια. Όταν ο γιος μου είχε το Μπαρ Μιτσβά του και το γάμο του, δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου οικογένεια — αυτός είναι ο τρόπος που νιώθει το Ολοκαύτωμα η δεύτερη και η τρίτη γενιά, με το να τους λείπει η οικογένειά τους. Ο γιος μου δεν έχει βιώσει οικογενειακή ζωή — το να έχει θείους, θείες, γιαγιάδες, παππούδες. Υπάρχει μόνο μια τρύπα.»
Το 1945, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι μετρούσαν τους συγγενείς και τους φίλους που είχαν χάσει εξαιτίας του πολέμου, οι Εβραίοι επιζώντες έτειναν να μετρούν εκείνους που είχαν απομείνει. Μερικές φορές δεν είχε απομείνει κανείς. Στο βιβλίο προς ανάμνηση των Εβραίων του Βερολίνου, οι θάνατοι ολόκληρων μεγάλων οικογενειών καταγράφονται ο ένας πλάι στον άλλον — από μικρά παιδιά έως τους προπαππούδες τους.
Υπάρχουν έξι σελίδες με Αβραάμ, 11 σελίδες με Χιρς, 12 σελίδες με Λεβί και 13 σελίδες με Βολφ.
Παρόμοια βιβλία μπορούσαν να φτιαχτούν για οποιαδήποτε από τις εβραϊκές κοινότητες που υπήρχαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Βίκτορ Μπράιτμπουργκ, για παράδειγμα, έχασε ολόκληρη την οικογένειά του στην Πολωνία το 1944.
«Ήμουν ο μόνος επιζών από 54 ανθρώπους στην οικογένειά μου. Επέστρεψα στο Λοτζ για να δω αν θα μπορούσα να βρω κάποιον συγγενή, αλλά δεν υπήρχε κανείς». Όταν αθροίζονται όλες οι απώλειες, η «τρύπα» για την οποία μιλά η Έντιθ Μπάνεθ περικλείει όχι μόνο ολόκληρες οικογένειες αλλά ολόκληρες κοινότητες.
Στην Πολωνία και στην Ουκρανία υπήρχαν δεκάδες μεγάλες πόλεις όπου οι Εβραίοι αποτελούσαν ικανό τμήμα του πληθυσμού πριν από τον πόλεμο. Το Βίλνο, για παράδειγμα, που είναι σήμερα γνωστό ως Βίλνιους, η πρωτεύουσα της Λιθουανίας, φιλοξενούσε μεταξύ 60.000 και 70.000 Εβραίων πριν από τον πόλεμο. Έως τα μέσα του 1945 είχε επιβιώσει πιθανώς μόλις το 10% απ’ αυτούς. Οι Εβραίοι αποτελούσαν επίσης το ένα τρίτο του πληθυσμού της Βαρσοβίας —393.950 άτομα συνολικά—, αλλά παρ’ όλ’ αυτά όταν ο Κόκκινος Στρατός διέβη τον Βιστούλα στη Βαρσοβία τον Ιανουάριο του 1945 βρήκε μόνο 200 Εβραίους επιζώντες μέσα στην πόλη. Ακόμη και στα τέλη του 1945, όταν μικρές ομάδες επιζώντων είχαν γυρίσει στάγδην πίσω στην πόλη, δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 5.000.
Οι εβραϊκές κοινότητες στις αγροτικές περιοχές πέρασαν εξίσου άσχημα. Στις αχανείς εκτάσεις υπαίθρου γύρω από το Μινσκ της Λευκορωσίας η εβραϊκή παρουσία ελαττώθηκε από περίπου 13% του πληθυσμού σε μόλις 0,6%. Στη Βολίνια, μία κατά βάση αγροτική οπισθοδρομική περιοχή της προπολεμικής Πολωνίας, το 98,5% της εβραϊκής κοινότητας σκοτώθηκε από τους Γερμανούς και τις τοπικές πολιτοφυλακές. Συνολικά, τουλάχιστον 5.750.000 Εβραίοι σκοτώθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθιστώντας τον τη χειρότερη και πιο συστηματική γενοκτονία στην Ιστορία.
Και πάλι, τέτοιες στατιστικές είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητές έως ότου αρχίσει κανείς να φαντάζεται τι θα μπορούσαν να σημαίνουν σε μία πιο ανθρώπινη κλίμακα. Η Αλίσια Ανταμς, επιζήσασα από το Ντρόχομπιτς της Πολωνίας, θέτει με αδρούς όρους τα γεγονότα που βίωσε: «Όχι μόνο οι γονείς μου, οι θείοι μου, οι θείες και ο αδελφός μου, αλλά επίσης και όλοι οι παιδικοί μου φίλοι και όλοι οι άνθρωποι που γνώριζα από την παιδική μου ηλικία — ολόκληρος ο πληθυσμός του Ντρόχομπιτς εξοντώθηκε, περίπου 30.000 άνθρωποι. Όλοι εκτελέστηκαν. Έτσι, δεν παρακολούθησα μόνο την πιο κοντινή μου οικογένεια να σκοτώνεται, αλλά τους πάντες. Κάθε μέρα έβλεπα κάποιον να σκοτώνεται — αυτό αποτελούσε κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας».
Για εκείνους τους Εβραίους που απέδρασαν ή επέζησαν, η επιστροφή στις άδειες και εγκαταλελειμμένες γειτονιές της ανατολικής Ευρώπης υπήρξε μία μοναδικά καταθλιπτική εμπειρία. Ο διάσημος Σοβιετικός συγγραφέας Βασίλι Γκρόσμαν είχε μεγαλώσει στην Ουκρανία, αλλά έμενε στη Μόσχα τον καιρό της γερμανικής εισβολής. Όταν επέστρεψε ως πολεμικός ανταποκριτής στα τέλη του 1943, διαπίστωσε πως όλοι οι φίλοι του και η οικογένειά του είχαν εξολοθρευτεί. Ήταν ένας από τους πρώτους που έγραψαν γι’ αυτό που σύντομα θα γινόταν γνωστό ως Ολοκαύτωμα: Δεν υπάρχουν καθόλου Εβραίοι στην Ουκρανία. Πουθενά —στην Πολτάβα, στο Χάρκοβο, στο Κρεμεντσούγκ, στο Μπορίσπολ, στο Γιαγκότιν—, σε καμιά από τις πόλεις, τις εκατοντάδες κωμοπόλεις ή τις χιλιάδες χωριά δε θα δεις τα μαύρα, γεμάτα δάκρυα μάτια των μικρών κοριτσιών, δε θ’ ακούσεις την πονεμένη φωνή μιας γριάς, δε θ’ αντικρίσεις το σκοτεινό πρόσωπο ενός πεινασμένου μωρού. Υπάρχει μόνο σιωπή. Όλα είναι ακίνητα. Ένας ολόκληρος λαός έχει δολοφονηθεί άγρια.
Με την ουσιαστική εξαφάνιση μιας ολόκληρης φυλής από το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου χάθηκε επίσης μία μοναδική κουλτούρα, που είχε χρειαστεί αιώνες για να οικοδομηθεί: Αυτός ήταν o φόνος μιας μεγάλης και αρχαίας επαγγελματικής πείρας, που περνούσε από γενιά σε γενιά σε χιλιάδες οικογένειες τεχνιτών και σε μέλη της διανόησης. Ήταν ο φόνος των καθημερινών παραδόσεων που οι παππούδες είχαν περάσει στα εγγόνια τους, ήταν ο φόνος των αναμνήσεων, ενός θρηνητικού τραγουδιού, της λαϊκής ποίησης, της ζωής, χαρούμενης και πικρής, ήταν η καταστροφή εστιών και κοιμητηρίων, ήταν ο θάνατος του έθνους που είχε ζήσει πλάι-πλάι με τους Ουκρανούς για εκατοντάδες χρόνια…
Οι Εβραίοι ήταν μία από τις λίγες ομάδες που πλησίασαν στο να αντιληφθούν το τεράστιο μέγεθος αυτών που είχαν συμβεί στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γεγονός ότι τους είχαν ξεχωρίσει και τους είχαν οδηγήσει να ζουν κοπαδιαστά τούς έδινε μία μοναδική προοπτική: μπορούσαν να δουν ότι οι μαζικοί φόνοι δεν αποτελούσαν απλώς τοπικό ζήτημα, αλλά λάμβαναν χώρα σε ολόκληρη την ήπειρο. Ακόμη και τα παιδιά το καταλάβαιναν αυτό. Η εντεκάχρονη Σελίνα Λίμπερμαν, για παράδειγμα, προσπάθησε να κρατήσει ζωντανή την εβραϊκή ταυτότητά της παρότι την είχαν δώσει διά τής βίας για υιοθεσία σε ένα χριστιανικό ζευγάρι στην Ουκρανία το 1942. Συνήθιζε να ζητά συγγνώμη από τον Θεό κάθε νύχτα για το ότι συνόδευε τους νέους γονείς της στην εκκλησία, διότι πίστευε με δέος ότι η ίδια ήταν η τελευταία Εβραία εν ζωή. Κι όμως, ακόμη και καταμεσής σ’ αυτή την απόγνωση, εξακολουθούσαν να υπάρχουν κάποιοι μικροί σπόροι ελπίδας.
Η Σελίνα Λίμπερμαν δεν ήταν η τελευταία Εβραία εν ζωή. Αφότου είχε περάσει ο πόλεμος, οι Εβραίοι άρχισαν να ξεπροβάλλουν από τις κρυψώνες τους ακόμη και στα πιο απίθανα μέρη. Χιλιάδες είχαν επιβιώσει μέσα στα δάση και στα έλη της Λιθουανίας, της Πολωνίας και της Λευκορωσίας. Χιλιάδες ακόμη είχαν περάσει τον πόλεμο κρυμμένοι σε υπόγεια και σοφίτες χριστιανών που τους συμπαθούσαν. Ακόμη και στην κατεστραμμένη Βαρσοβία, κάποιες δεκάδες Εβραίοι ξεπρόβαλαν από τα ερείπια, όπως ο βιβλικός Νώε βγήκε στις ακτές ενός αλλαγμένου κόσμου. Είχαν γλιτώσει από την πλημμύρα του Ολοκαυτώματος κρυμμένοι μέσα σε υπονόμους, σε σήραγγες και σε ειδικά χτισμένα καταφύγια — τις προσωπικές τους κιβωτούς.
Το μεγαλύτερο ίσως θαύμα, αν και μπορεί να μην το είχαν νιώσει, ήταν η επιβίωση των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ευρώπης. Παρά τις μεγάλες προσπάθειες των Ναζί να τους εξαντλήσουν μέχρι θανάτου από την πείνα και τη δουλειά, περίπου 300.000 Εβραίοι επέζησαν για να απελευθερωθούν από τους Συμμάχους το 1945. Συνολικά, περίπου 1,6 εκατομμύρια Εβραίοι της Ευρώπης κατόρθωσαν να διαφύγουν τον θάνατο. Ο πόλεμος έδωσε επίσης μερικά σπάνια παραδείγματα κρατών που ενήργησαν έντιμα απέναντι στους Εβραίους παρά τις σοβαρές πιέσεις από τους Ναζί.
Η Δανία, για παράδειγμα, δεν πέρασε κανέναν αντιεβραϊκό νόμο, δε δήμευσε καμία εβραϊκή περιουσία και δεν έδιωξε κανέναν Εβραίο από κυβερνητικές θέσεις. Όταν οι Δανοί ανακάλυψαν ότι τα SS σχεδίαζαν να συγκεντρώσουν τους 7.200 Εβραίους της χώρας, συνωμότησαν να φυγαδεύσουν κρυφά σχεδόν ολόκληρη την κοινότητα στη Σουηδία.
Ο ιταλικός λαός επίσης αντιστάθηκε σε όλες τις απόπειρες για εκτοπισμό των Εβραίων, όχι μόνο στην ίδια την Ιταλία αλλά και στα εδάφη που είχε κατακτήσει. Όταν τα SS απαίτησαν τον εκτοπισμό των 49.000 Εβραίων της Βουλγαρίας, ο βασιλιάς, το κοινοβούλιο, η Εκκλησία, οι διανοούμενοι και οι αγρότες αντιτέθηκαν σθεναρά στα μέτρα. Πράγματι, λέγεται πως οι Βούλγαροι αγρότες ήταν έτοιμοι να ξαπλώσουν στις σιδηροτροχιές για να εμποδίσουν την απομάκρυνση των Εβραίων. Κατά συνέπεια, η Βουλγαρία ήταν η μόνη χώρα της Ευρώπης στην οποία ο εβραϊκός πληθυσμός ουσιαστικά αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Τέλος, υπάρχουν μερικά εκπληκτικά παραδείγματα ατόμων που ήταν πρόθυμα να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους προκειμένου να σώσουν Εβραίους. Μερικοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους, όπως ο Γερμανός βιομήχανος Όσκαρ Σίντλερ, είναι αρκετά γνωστοί, αλλά από το 1953 και μετά περισσότεροι από 21.700 άλλοι έχουν αναγνωριστεί από το κράτος του Ισραήλ για το ότι έσωσαν Εβραίους. Μερικοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους έδωσαν καταφύγιο σε Εβραίους παρά τις έντονες προκαταλήψεις που είχαν εναντίον τους. Ένας Ολλανδός ιερέας, για παράδειγμα, παραδέχτηκε ότι ένιωθε μία έντονη απέχθεια προς τους Εβραίους, τους οποίους θεωρούσε «ανυπόφορους […] πολύ διαφορετικούς από εμάς, άλλο είδος, ανήκοντες τυπικά σε μιαν άλλη φυλή».
Παρ’ όλ’ αυτά εξακολουθούσε να είναι πρόθυμος να συλληφθεί και να φυλακιστεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης επειδή τους βοήθησε να ξεφύγουν από τους Ναζί. Από τέτοιες απίθανες πηγές ανέβλυζε η ελπίδα κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά απ’ αυτόν, όχι μόνο για τους Εβραίους αλλά και για όλους τους Ευρωπαίους.