Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Ανδρέα Μαζαράκη
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ελληνική εθνική ασφάλεια επηρεάζεται από τη συμπεριφορά της Τουρκίας. Μιας χώρας που έχει καταγεγραμμένη, ιστορικά, ανάπτυξη τακτικών αξιοποίησης κάθε συγκυρίας που θα κριθεί ευνοϊκή για να προωθήσει την υλοποίηση των πάγιων επεκτατικών επιδιώξεών της. Σ’ αυτή την κατάσταση προσπαθεί να προσαρμοστεί και η Ελλάδα, με τρόπο που αφενός θα ελαχιστοποιεί τους κινδύνους εθνικής ασφαλείας, αφετέρου θα μεγιστοποιήσει την εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος.
Ανεξαρτήτως της εκάστοτε συγκυρίας που ρυθμίζει το “θερμόμετρο” στα ελληνοτουρκικά, μόνο αφελείς και αιθεροβάμονες αρνούνται να πειστούν από αυτό το απλό ιστορικό δίδαγμα: Η Τουρκία αποτρέπεται μόνο από την επίδειξη σκληρής ισχύος. Από την άρνηση των στόχων της επί του πεδίου. Σε αυτή τη θεμελιακή παρατήρηση, προφανώς έρχεται να προστεθεί το πλέγμα των συμμαχιών της Ελλάδας, πάντα σε συνδυασμό με το ευρύτερο γεωστρατηγικό πλαίσιο σε κάθε ιστορική περίοδο.
Αυτή η σταθερότητα και ο διαχρονικός χαρακτήρας των τουρκικών επιδιώξεων συμβάλλει στην εμφάνιση ευκαιριών προς αξιοποίηση από την Άγκυρα. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει αλλοπρόσαλλα την εθνική ασφάλειά της, χωρίς ορθολογικό διπλωματικό κι αμυντικό προγραμματισμό, χωρίς συνέχεια και συνέπεια. Στο στρατιωτικό πεδίο, η Ελλάδα αντιδρά κατά σύστημα σπασμωδικά και μόνο μετά από κάποια ήττα, που θα έχει έρθει, για να διαψεύσει ιδεοληψίες και ψευδαισθήσεις που καλλιεργούνται σταθερά.
Πρώτα κρίση μετά εξοπλισμοί
Την κάθε κρίση ακολουθεί μια πολυδάπανη εξοπλιστική προσπάθεια, με βασικό χαρακτηριστικό τις αποσπασματικές αγορές οπλικών συστημάτων αιχμής από συμμάχους (ΗΠΑ, Γαλλία, Ισραήλ, κ.λπ.). Αυτή η συγκυρία όμως αξιοποιείται στον υπερθετικό βαθμό και πολιτικά με βασική επιδίωξη την εξασφάλιση από την κοινωνία “πατριωτικών διαπιστευτηρίων”, τα οποία θα κεφαλαιοποιηθούν στην κάλπη.
Η προσπάθεια σταδιακά εγκαταλείπεται, μέχρις ότου οι απαξιωμένες σε βάθος χρόνου αμυντικές επενδύσεις (βλ. ελλιπής συντήρηση-υποστήριξη, μη έγκαιρη αναβάθμιση) δώσουν το σήμα στην άλλη πλευρά να σχεδιάσει τον επόμενο γύρο έντασης, αναμένοντας το ιδανικό χρονικό σημείο και τη συγκυρία για την εκδήλωση της κύριας ενέργειας. Αυτή συνήθως καταλήγει στην εγγραφή μιας ακόμα τακτικής νίκης, με τη μορφή πρόκλησης νέων τετελεσμένων σε βάρος της Ελλάδας και γέννησης νέων επεκτατικών διεκδικήσεων. Δηλαδή, ενός ακόμα μικρού βήματος πίσω, πάντα προς χάριν της ειρήνης. Εάν όμως τα πίσω βήματα στη διάρκεια των δεκαετιών αθροιστούν, η εικόνα μεταλλάσσεται, από ανεπαίσθητη και ανώδυνη υποχώρηση, σε μια μεγάλη και ουσιώδη.
Η μη στρατιωτική απάντηση στην εισβολή του 1974 στην Κύπρο και η κατοχή μεγάλου μέρους της νήσου, ήταν που αποθράσυνε την Άγκυρα και μετέφερε το πετυχημένο αυτό υπόδειγμα στο Αιγαίο και τα ελληνοτουρκικά. Παράλληλα, όλο αυτό το διάστημα, συνεπεία της ελληνικής αντιμετώπισης, όλοι οι συντελεστές ισχύος (βλ. δημογραφικό, οικονομία, αμυντική βιομηχανία, κ.λπ.) παρουσιάζουν δραματική επιδείνωση, σε βάρος φυσικά της Ελλάδας. Αυτό έχει οδηγήσει βολεμένους των διαφόρων ελίτ των Αθηνών να έχουν αναπτύξει την πεποίθηση και να προπαγανδίζουν ανοιχτά, την προσαρμογή της Ελλάδας στη βούληση της Τουρκίας, στηριζόμενοι σε αυτά ακριβώς τα αρνητικά δεδομένα, με βάση τα οποία βαφτίζουν την προσαρμογή “ρεαλισμό”!
Η ανοησία δεν έχει φρονήματα
Η δικτατορία μπορεί να έπεσε και η δημοκρατία να αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όμως η ιστορικά καταγεγραμμένη νοοτροπία των χουντικών αξιωματικών δεν παρέμεινε αποκλειστικά δικό τους χαρακτηριστικό. Συναντάται και στις δημοκρατικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν μέχρι και τις ημέρες μας. Σήμερα το πρόβλημα έχει καταστεί πλέον εξόφθαλμο, ενώ παρουσιάζει διαρκή αρνητική κλιμάκωση. Ας το εξηγήσουμε…
Επί χούντας, η ιστορική έρευνα έχει τεκμηριώσει ότι οι ηγήτορες είχαν ασπαστεί πλήρως τη συμμαχική ανάγνωση περί απειλής, η οποία τότε αφορούσε τον “κομμουνιστικό κίνδυνο”. Θεωρούσαν ότι μέσω της πλήρους ταύτισης με τις ΗΠΑ κατοχύρωναν και την ελληνική εθνική ασφάλεια. Έφτασαν στο σημείο να θεωρήσουν αντίπαλο τον Μακάριο, τον οποίο αποκαλούσαν “Κάστρο της Μεσογείου” και συνωμότησαν για να τον ανατρέψουν.
Ως αποτέλεσμα, δεν αντελήφθησαν ότι η Ουάσινγκτον τους χειραγωγούσε για να λύσει το πρόβλημα με τρόπο που εξυπηρετούσε τις δικές της γεωστρατηγικές σκοπιμότητες. Η τουρκική πλευρά αντιθέτως, σχεδίαζε την πολιτική της συνδυάζοντας με μαεστρία το εθνικό με το συμμαχικό συμφέρον. Έκτοτε, έχει αποδείξει σε πολλαπλές περιπτώσεις ότι η εξυπηρέτηση του πρώτου είναι προτεραιότητα και προϋπόθεση για να εξυπηρετηθεί το δεύτερο.
Ο ταξίαρχος Ιωαννίδης καθησυχάστηκε από τις διαβεβαιώσεις κυρίως πρακτόρων της CIA με τους οποίους συνεργαζόταν και αντί να κινητοποιηθεί στρατιωτικά όταν κατέστη ξεκάθαρο ότι επρόκειτο περί εισβολής, απέσυρε δυνάμεις και δεν ενέπλεξε άλλες, που θα μπορούσαν να έχουν γράψει την ιστορία στην Κύπρο και κατ’ επέκταση και στα ελληνοτουρκικά, με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Σήμερα, αντιστοίχως, πόσο διαφορετική είναι η κατάσταση; Ο πόλεμος της Ουκρανίας και “η σωστή πλευρά της Ιστορίας” οδηγεί άλλη μια φορά στην υποβάθμιση ξεκάθαρων ελληνικών συμφερόντων, προκειμένου να υπηρετηθούν συμφέροντα του ΝΑΤΟ.
Διαφορά ζήλου
Πώς είναι δυνατόν να τασσόμαστε πλήρως αλληλέγγυοι και να ενισχύουμε την Ουκρανία που υπέστη εισβολή, ενώ εν γνώσει μας πλήττονται επιμέρους ελληνικά συμφέροντα (σ.σ. συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί στη Μαριούπολη και σε γειτονικές περιοχές) και να μην έχουμε καταστήσει απολύτως σαφές σε εταίρους και συμμάχους, ότι το να τηρήσουν την ίδια στάση και στην περίπτωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο αποτελεί προϋπόθεση; Πώς είναι δυνατόν, η ίδια η Αθήνα να υποβαθμίζει εμμέσως πλην σαφώς την περίπτωση της Κύπρου σε σχέση με αυτή της Ουκρανίας, διά της μη έγερσης του Κυπριακού;
Παρόλο που σήμερα το γεωστρατηγικό περιβάλλον έχει αλλάξει, η Ελλάδα αρνείται να το αξιοποιήσει, επιδεικνύοντας ίσως και έναν πρωτοφανή στην ιστορία των διεθνών σχέσεων φόβο στο να αποκλίνει από την αποδεδειγμένα βλαπτική για τα εθνικά συμφέροντα πεπατημένη. Παράδειγμα είναι η “διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία”, μια επιλογή η οποία έχει αποκτήσει περιεχόμενο που είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των Τούρκων!
Σήμερα παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις αντιλαμβάνονται την τεράστια γεωπολιτική σημασία της Κύπρου. Η Ελλάδα, όμως, εξακολουθεί μυωπικά να κινείται στην ίδια οδό και ουσιαστικά να στρέφει την πλάτη της στη Μεγαλόνησο, θεωρώντας το Κυπριακό βάρος! Τηρουμένων των μέτρων που εφαρμόζονται για τον πόλεμο στην Ουκρανία (και από την Ελλάδα), θα έπρεπε η Αθήνα να διεκδικεί σε υψηλούς τόνους την άμεση αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων.
Μία προειδοποίηση
Για ποιον λόγο τάχθηκε η Ελλάδα εναντίον κάθε παραβίασης εδαφικής κυριαρχίας, εάν δεν είναι διατεθειμένη να απαιτήσει το απλό: να ισχύσει ο κανόνας πρωτίστως στην Κύπρο, όπου έχουμε ένα συντελεσμένο έγκλημα μισού αιώνα; Εάν υποτεθεί πως απλά αναμένει ξένη παρέμβαση για διάσωση σε περίπτωση που ο τουρκικός αναθεωρητισμός λάβει στρατιωτική μορφή, ποια είναι η σημερινή διαφορά από τη χούντα που κι αυτή είχε επαναπαυθεί σε συμμαχικές διαβεβαιώσεις και δεν παρενέβη για να υπερασπιστεί την Κύπρο όπως μπορούσε;
Αλήθεια διασφαλίζεται η παρέμβαση της Δύσης στο Κυπριακό εξαιτίας της στάσης μας στο Ουκρανικό; Προφανώς όχι, το αντίθετο ισχύει. Ο Αλέξης Παπαχελάς (στην “Καθημερινή”), έμπειρος στις διεθνείς σχέσεις, έχει αντιληφθεί το επικίνδυνο αδιέξοδο και επί της ουσίας προειδοποιεί ότι θα πρέπει να εστιάσουμε στα δικά μας “νύχια”, ώστε να μπορούμε να “ξυστούμε” μόνοι μας σε περίπτωση κρίσης:
«Στην πράξη, αν κάτι πάει στραβά μόνο οι προσωπικές σχέσεις και η αξιοπιστία του Έλληνα πρωθυπουργού θα μπορούν να κάνουν τη διαφορά, ώστε να πειστεί ο Λευκός Οίκος να παρέμβει… Υπάρχει όμως ένα πιο βαθύ, υπαρξιακό, πρόβλημα για την εθνική μας στρατηγική. Έτσι όπως είναι τα πράγματα στην Αμερική, ο πραγματικός κίνδυνος είναι κάποια στιγμή το Μαξίμου να τηλεφωνήσει στον Λευκό Οίκο εν μέσω κάποιας κρίσης και η απάντηση να είναι “δεν ενδιαφερόμαστε” ή “πήρατε το λάθος νούμερο”. Πυροδοτώντας στην Ελλάδα ένα αντιδυτικό τσουνάμι, σαν και αυτό του 1974. Υπάρχει άμεση ανάγκη επανεξέτασης των εργαλείων με τα οποία αντιμετωπίζει η Αθήνα την Τουρκία τα τελευταία 65 χρόνια».
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός θα στραφεί και πάλι εναντίον των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της κυριαρχίας της Ελλάδας, την τύχη των οποίων και της οποίας δεν μπορούμε να την εναποθέσουμε στην καλή θέληση του συμμαχικού παράγοντα. Τόσο απλά.