Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Το διατυμπανίζουν όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το φωνάζουν με κάθε ευκαιρία οι αρχηγοί τους. Ειδικά εν όψει Ευρωεκλογών. Εμείς οι Έλληνες είμαστε οι φτωχότεροι της Ευρώπης, με εξαίρεση την Βουλγαρία. Μια θέση πριν απ’ το τέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τελευταίοι στην ζώνη του ευρώ. Ειδικά στην αγοραστική δύναμη που μετρά το επίπεδο του ατομικού και οικογενειακού πλούτου, είμαστε 33% κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και σχεδόν 200% από τον πρώτο που είναι το μικροσκοπικό πλην ζάπλουτο Λουξεμβούργο.
Η κυβέρνηση έχει ασφαλώς αριθμούς και στατιστικές να αντιτείνει.
Ο ένας μετά τον άλλον οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αναβαθμίζουν την ελληνική οικονομία, ο ρυθμός ανάπτυξης που επιτυγχάνεται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι υπετριπλάσιος των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, η ανεργία πέφτει κατακόρυφα, ο βασικός και ο μέσος μισθός αυξάνονται σταθερά. Απλώς, λέει η κυβέρνηση, δεν είναι δυνατόν μέσα σε μια τετραετία-πενταετία, να καλυφθεί το χαμένο έδαφος μιας δεκαπενταετούς οικονομικής κρίσης που καταβαράθρωσε την χώρα και την οικονομία της.
Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και οι σκληρότεροι κριτές της σημερινής οικονομικής κατάστασης της χώρας, αναγνωρίζουν ότι το σημερινό χαμηλό εισόδημα του Έλληνα είναι προϊόν μιας οικονομικής χρεοκοπίας που τα αποτελέσματα της μόνο με αυτά της Μεγάλης Κρίσης του μεσοπολέμου μπορούν να συγκριθούν. Η καταβύθιση ήταν τόσο απότομη και μεγάλη, που σήμερα το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας είναι κατά 19% μικρότερη απ’ ό,τι το 2007. Παρά την ανοδική πορεία των τελευταίων πέντε χρόνων, το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων βρίσκεται χαμηλότερα απ’ αυτό των υπόλοιπων ευρωπαίων, καθώς τον καιρό που η ελληνική οικονομία βυθιζόταν κατά 30%, η ευρωπαϊκή οικονομία ανέβηκε αθροιστικά σχεδόν 20%.
Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει ότι τα νέα δεν είναι διόλου άσχημα, απλώς δεν μπορεί μια κυβερνητική θητεία να θεραπεύσει δια μιας, συσσωρευμένες απώλειες μιας τόσο μεγάλης περιόδου. Εξ ου και θεωρεί άδικη, κοντόφθαλμη και ισοπεδωτική την κριτική που της ασκείται. Αναγνωρίζει ότι το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων παραμένει χαμηλό, αλλά αντιτείνει τις τρεις αυξήσεις μισθού που έγιναν μέσα σε μια διετία, την σημαντική πτώση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, τα διαρκή ρεκόρ στον τουρισμό, τις αναβαθμίσεις που ξαναβάζουν την χώρα στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη, τις διαρκείς μεταρρυθμίσεις που ξεμπλοκάρουν την έλευση ξένων επενδύσεων, την αποπληρωμή ακριβών δανείων από τον καιρό των μνημονίων, αλλά και την σημαντική βελτίωση της αποτρεπτικής στρατιωτικής μας ικανότητας, που στοιχίζει πολλά αλλά μας κάνει ασφαλέστερους στον επικίνδυνο κόσμο μας.
Ενδεχομένως αυτός ο πόλεμος των αριθμών και των στοιχείων να μην λέει πολλά στον μέσο Έλληνα, ο οποίος πλήττεται και από τον επίμονο πληθωρισμό που κατατρώει το εισόδημα του. Βεβαίως, οι παλιότεροι έχουν ήδη πικρή εμπειρία για το τι μπορεί να προκαλέσει μια άσχημη πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας, παρά το γεγονός ότι αυτά είναι αόρατα. Πριν καταρρεύσουν τα εισοδήματα μας το 2010, είχαν καταβαραθρωθεί όλοι οι μακροοικονομικοί μας δείκτες, στους οποίους τότε ουδείς έδινε σημασία.
Από την άλλη, οι γενιές ανανεώνονται με τους νεότερους να μην κουβαλάνε τα βιώματα των παλιότερων, ενώ όσο περνά ο καιρός έχουμε την τάση να ξεχνάμε αυτά που περάσαμε και απλώς να κοιτάζουμε το σήμερα με τα προβλήματα και τις ελλείψεις του.
Εν όψει Ευρωεκλογών λοιπόν, οι οποίες μάλιστα έχουν πάρει χαρακτήρα εθνικών εκλογών στις οποίες θα κριθεί η πολιτική σταθερότητα της χώρας, είναι φυσικό η οικονομία να μπαίνει σε πρώτο πλάνο. Και το χαμηλό βιοτικό μας επίπεδο, με την μειωμένη δυνατότητα κατανάλωσης σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, προφανώς δεν είναι από τα δυνατά όπλα της κυβέρνησης, έστω κι αν οφείλεται σε ιστορικούς λόγους. Πλην, αυτά τα στοιχεία που κραδαίνει η αντιπολίτευση, καταδεικνύουν την πραγματική οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών ή αποτελούν εν μέρει και πλασματική εικόνα;
Το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2023 ήταν 194,5 δις ευρώ σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Για την πλασματική εικόνα των εισοδημάτων των Ελλήνων υπάρχει μέγας προβληματισμός, που δεν προέρχεται μόνο από εμπειρικές διαπιστώσεις και αστικούς μύθους, αλλά και από επίσημα χείλη. Η εμπειρική παρατήρηση λέει ότι δεν είναι δυνατόν μια χώρα που βρίσκεται τόσο χαμηλά σε καταναλωτική ικανότητα να παρουσιάζει τόσο αξιοσέβαστες εξάρσεις ευμάρειας.
Οι πωλήσεις καινούριων αυτοκινήτων στην χώρα σπάνε ρεκόρ κάθε χρόνο, σε κάθε αργία οι τουριστικοί προορισμοί είναι γεμάτοι, τα καράβια παρά το πανάκριβο των εισιτηρίων τους ταξιδεύουν δίχως να πέφτει καρφίτσα, τα καταστήματα εστίασης παντού στην χώρα περνούν μέρες δόξας. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι πάντα υπήρχε και θα υπάρχει μια μερίδα Ελλήνων που διαθέτει υψηλό εισόδημα να καταναλώσει, οπότε παρουσιάζεται αυτή η εικόνα γενικού πλούτου. Οι αριθμοί όμως λένε το αντίθετο. Για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, η πολυάριθμη μεσαία τάξη μοιάζει να έχει ξανα-αναστηθεί στην χώρα και να περνά καλά.
Το μυστικό κρύβεται στην περίφημη ελληνική παρακοικονομία.
Η Τράπεζα της Ελλάδας, μετρώντας τα στοιχεία, βλέπει ένα χάντικαπ ανάμεσα στον δηλωμένο πλούτο και στην ετήσια κατανάλωση των Ελλήνων που φτάνει τα 60 δις ευρώ. Είναι το περιβόητο μαύρο χρήμα που κινείται υπογείως και κάτω από τα ραντάρ των φορολογικών μηχανισμών. Το βλέπουμε όλοι μας κάθε μέρα. Από τις αγοραπωλησίες ακινήτων (η περίφημη διαφορά αντικειμενικής και εμπορικής αξίας), μέχρι την απόδειξη που δεν κόβει ο υδραυλικός, ο οδοντίατρος ή ο εστιάτορας. Τα 60 δις όμως στα 195 δις, αντιστοιχούν σ’ ένα σχεδόν 30% του ΑΕΠ. Το ποσό είναι θηριώδες και «καθαρό», με την έννοια ότι διοχετεύεται εξ ολοκλήρου στην κατανάλωση, δίχως κάποιο κομμάτι του να περνά από το δημόσιο ταμείο.
Αν η Ελλάδα είχε ΑΕΠ 255 δις αντί για 195 δις, τότε αυτομάτως θα ξέφευγε από την προτελευταία θέση και θα πήγαινε στο μέσο του ευρωπαϊκού πίνακα. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι όλες οι χώρες έχουν παραοικονομία, στην υπόλοιπη Ευρώπη αυτή δεν ξεπερνά το 10%, άρα είμαστε είκοσι μονάδες πάνω σε αδήλωτο πλούτο. Ο οποίος μπορεί να μην αντικατοπτρίζεται στα στατιστικά στοιχεία, φαίνεται όμως στην πραγματική οικονομία και στο βιοτικό επίπεδο. Αναφέρομαι στην πλειοψηφία του πληθυσμού και όχι στο 25-30% των πολιτών που πάντα φλερτάρει με το όριο της φτώχειας ή βρίσκεται κάτω απ’ αυτό. Είναι η ανώτερη και μεσαία τάξη είναι που καταναλώνουν αυτό το τερατώδες ποσό και δημιουργούν δυσαρμονία ανάμεσα στους αριθμούς και την πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας.
Εξ ου και η προσπάθεια όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά κυρίως της σημερινής, να καταπολεμήσει την φοροδιαφυγή και να βγάλει αυτά τα δις στο φως. Αν θεωρητικώς είχαμε καταφέρει να περιορίσουμε δραστικά την παραοικονομία και το μαύρο χρήμα της, θα είχαμε καλύψει όλο τον πλούτο που χάθηκε τον καιρό της χρεoκοπίας και των μνημονίων και θα βρισκόμασταν σήμερα στο επίπεδο του 2007. Είθε κάποια στιγμή να το καταφέρουμε, θα είναι για το καλό όλων μας.