Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Ο πρώτος γύρος των περιφερειακών και αυτοδιοικητικών εκλογών κατέληξαν να επιβεβαιώσουν την απόλυτη πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη μέσα στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία επ’ αυτού, διότι την κυριαρχία αυτή την αναγνώρισαν άπαντες, ακόμα και οι πιο ορκισμένοι του αντίπαλοι, όπως τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΣΟΚ. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, οι αντιπολιτευόμενοι που κανονικά θα ‘πρεπε να αμφισβητούν την Μητσοτακική ηγεμονία, υπερθεμάτισαν υπέρ της.
Προσπάθησαν, δηλαδή, να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι ο Μητσοτάκης κυριαρχεί τόσο πολύ και είναι τόσο αλώβητος από κάθε πιθανότητα να πληγεί η πολιτική του αυτοκρατορία, ώστε οι ψηφοφόροι μπορούν να ψηφίσουν χαλαρά και κάτι άλλο, όντας σίγουροι πως τίποτα ουσιαστικό δεν θ’ αλλάξει. Μοιάζει πραγματικά οξύμωρο, όμως έγινε και αυτό. Στελέχη και κόμματα που σιχαίνονται τον Μητσοτάκη διαλαλούσαν εδώ κι εκεί ότι δεν τον κουνάει τίποτα, οπότε ο πολίτης έχει πια την άνεση να παίξει λίγο με την ψήφο του, δίνοντας την σε αντιπολιτευτικούς δημοτικούς και περιφερειακούς σχηματισμούς.
Δεν έπιασε το τρικάκι
Τελικά, μήτε αυτό το παιγνιώδες επιχείρημα έπιασε. Την Κυριακή 8 Οκτώβρη είχαμε μια επανάληψη της διπλής εκλογικής μάχης, λες και δεν είχαν υπάρξει οι καταστροφικές καλοκαιρινές φωτιές και οι ακόμα καταστροφικότερες πλημμύρες. Αυτό που έγινε στον πρώτο γύρο θεωρείται βέβαιο ότι θα επαναληφθεί και στον δεύτερο αυτής της Κυριακής, με μια-δυο εξαιρέσεις ίσως, που όμως επιβεβαιώνουν αντί να διαψεύδουν την γενική εικόνα. Κι αν το ΠΑΣΟΚ διασώθηκε στοιχειωδώς με την παρουσία στον δεύτερο γύρο του κ. Δούκα στην Αθήνα και του κ. Αγγελούδη στην Θεσσαλονίκη, όλο το εκλογικό πακέτο ήταν καταστροφικό για τον Σύριζα που δεν πήρε ούτε μια περιφέρεια, ούτε έναν μεγάλο δήμο και δεν υπάρχει καν στον δεύτερο γύρο.
Πίσω από τον Πρόεδρο
Τι ακριβώς όμως είναι αυτή πολιτική κυριαρχία, που στην πολιτική επιστήμη την συναντάμε περισσότερο με τον όρο «πολιτική ηγεμονία»; Είναι η δυνατότητα ενός προσώπου, ενός κόμματος, μιας παράταξης, μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας τάξης να διαμορφώνουν την πολιτική ατζέντα ακριβώς όπως την θέλουν, δίχως προσκόματα και παρεκβάσεις από αντιπάλους. Είναι η μονοπολιτικότητα, το περίφημο «παίζω στο γήπεδο χωρίς αντίπαλο». Στην περίπτωση μας μιλάμε για πολιτική ηγεμονία του Μητσοτάκη προσωπικά, καθώς το κυβερνόν κόμμα είναι βαριά αρχηγικό οπότε συντάσσεται πλήρως πίσω από τον Πρόεδρο του. Όλα τα κόμματα στην Ελλάδα είναι αρχηγικά βέβαια, από την ΝΔ μέχρι το ΠΑΣΟΚ και τον Σύριζα, απλώς το αρχηγικό γίνεται αρχηγικότερο όταν βρίσκεται στην εξουσία.
Αυτή η πλήρης πολιτική κυριαρχία δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με μόνο επιφανειακές πρακτικές και λειτουργίες. Ένας αρχηγός που έχει καταφέρει να κάνει μόνος του το παιχνίδι στην χώρα, δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στην επικοινωνία, στις προσωπικές του διαχειριστικές ικανότητες ή μόνο στην φαντασία του. Η πολιτική ηγεμονία προϋποθέτει και ιδεολογική κυριαρχία. Μόνο αν οι ιδέες και οι βαθύτερες απόψεις του αρχηγού για την χώρα και την κοινωνία είναι οι επικρατέστερες μέσα στο κοινωνικό στερέωμα, είναι εφικτή η ολοκληρωτική πολιτική του επικράτηση. Ο Μητσοτάκης το ‘χει καταφέρει αυτό και όχι ελλείψει αντιπάλου όπως διατείνονται κάποιοι. Απλώς έχει «πιάσει» την εποχή μας πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον πολιτικό.
Εφησυχασμός – χαλάρωση
Η πολιτική θεωρία λέει ότι η ηγεμονία ενός προσώπου ή ενός σχηματισμού είναι μακροπρόθεσμα καταστροφική γι αυτόν που την διακονεί. Η έλλειψη ενός αντίπαλου πόλου, ενός ισότιμου εχθρού ή ενός επίφοβου δέους στην αντίπερα όχθη, νομοτελειακά οδηγεί τον κυρίαρχο σε εφησυχασμό, σε χαλάρωση, στην αίσθηση ότι είναι ανεξέλεγκτος και ανίκητος. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο απόλυτος ηγεμόνας που δεν νιώθει την παραμικρή απειλή από πουθενά, τελικά να χάνει την αίσθηση του μέτρου και την επαφή του με την πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά όμως, ελάχιστοι ήταν οι ηγέτες που κατάφεραν να διαθέτουν τέτοια κοινωνική αποδοχή και τόσο απεριόριστη πολιτική δύναμη, που κανένας να μην έχει την δύναμη να τους εμποδίσει στο έργο τους. Στην ουσία ο ηγεμόνας κάνει ό,τι θέλει, δίχως να ρωτά παρά μόνο τον εαυτό του.
Αυτές οι δύο όψεις της πολιτικοϊδεολογικής ηγεμονίας, συγκεντρώνονται σήμερα στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο λαός του δίνει σαρωτικές νίκες σε κάθε αναμέτρηση, δίχως παράλληλα να του χρεώνει μεγάλες καταστροφές ή δυστυχήματα ή αστοχίες, αποδεχόμενος τις δικαιολογίες και τις αιτιάσεις που ο πρωθυπουργός επικαλείται. Κινείται στο πολιτικό σκηνικό σαν να μην έχει κανέναν ισοϋψή αντίπαλο, ελέγχει πλήρως και δίχως υποσημειώσεις το κόμμα του και την παράταξη του, μπορεί να κάνει ό,τι σκεφτεί χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίρρηση, πόσο μάλλον αντίσταση, από οποιονδήποτε.
Μηνύματα μόνο προς ΣΥΡΙΖΑ
Υπό κανονικές συνθήκες και αφού ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι έτσι κυρίαρχος από το 2019, ο λαός θα ‘πρεπε ήδη να έχει αρχίσει να κλωτσά. Σε χαλαρές εκλογικές αναμετρήσεις σαν τις δημοτικές και περιφερειακές, θα ήταν ίσως και αναμενόμενο να του στείλει μηνύματα, έστω και μόνο για να τον κρατήσει σε εγρήγορση. Θα είχε κάθε λόγο και υπήρχαν αφορμές. Από τις φωτιές ως τις πλημμύρες κι από τον πληθωρισμό μέχρι το αίσθημα ασφαλείας δρόμους. Κι όμως δεν το έκανε. Αντιθέτως, πάλι στην αξιωματική αντιπολίτευση έστειλαν μήνυμα οι ψηφοφόροι, κάτι που μόνο στα πολιτικά παράδοξα της εποχής μπορεί να καταχωρηθεί. Ο Μητσοτάκης, αυστηρή και σκληρή προειδοποίηση δεν έλαβε, το αντίθετο θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα αποτελέσματα ήταν κανονική επιβράβευση του. Ενδέχεται αυτό να γίνει στις Ευρωεκλογές, ίσως στις βουλευτικές του 2027, ενδέχεται ούτε τότε. Πάντως τώρα, σημάδια σοβαρής προειδοποίησης προς τον Κυριάκο δεν υπήρξαν.
Μεταρρυθμιστική επίθεση προς τα εμπρός
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός αλλά και όλοι οι πρωτοκλασάτοι υπουργοί του επιμένουν ότι δεν έχουν καβαλήσει το καλάμι. Και δημοσίως και σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις επιμένουν ότι δεν υπάρχει ο παραμικρός εφησυχασμός και ότι αντιθέτως, θα υπάρξει μια μεταρρυθμιστική επίθεση προς τα εμπρός που όμοια της δεν έχουμε ξαναδεί τα τελευταία χρόνια. Όλοι εύχονται οι προθέσεις αυτές να μην παραμείνουν λόγια, αλλά να γίνουν πράξη δίχως να κολλήσουν στις λάσπες της γραφειοκρατίας, της μετεκλογικής κόπωσης και της ευχάριστης ραθυμίας που φέρνουν οι απανωτοί θρίαμβοι. Διότι στην πολιτική, όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.