Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
του Δημήτρη Κυριακόπουλου
Ασφαλώς, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για τη μεταρρύθμιση του πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης, που έχει τεθεί σε διαβούλευση δεν… είναι από αυτά που τραβούν το ενδιαφέρον της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών.
Ωστόσο, πρόκειται για σημαντικό νομοθέτημα, με το οποίο καθορίζεται ότι οι κρατικές δαπάνες δεν θα πρέπει να αυξάνονται ταχύτερα από έναν συγκεκριμένο ρυθμό μεταβολής, όπως αυτός προσδιορίζεται στο τετραετές Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο, ανεξαρτήτως της πορείας των δημοσίων εσόδων.
Για να το κάνουμε λιανά: η χώρα μας, με καθαρές ετήσιες πρωτογενείς δαπάνες περίπου στα 100 δισ. ευρώ, δεν μπορεί να τις αυξήσει το 2026 πάνω από 3,6% σε σχέση με το 2025 (όπως εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο). Άρα η κυβέρνηση μπορεί να διαθέσει παραπάνω σε διαφόρους τομείς μέχρι 3,6 δισ. ευρώ.
Ακόμα και αν υπάρξουν παραπάνω κρατικά έσοδα, παραδείγματος χάριν από μία καλή χρονιά στον τουρισμό ή από την αύξηση της κατανάλωσης, ο στόχος των δαπανών δεν μπορεί να αλλάξει. Με την εξαίρεση επιπλέον εσόδων από ενεργητικά μέτρα πολιτικής αύξησης, όπως είναι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Επίσης, αν μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης πετύχει καλύτερο πρωτογενές αποτέλεσμα, μπορεί να αξιοποιήσει τον πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο τα επόμενα χρόνια – όπως έκανε η ελληνική κυβέρνηση με τα μέτρα του 2025- αλλά έως 0,3% του ΑΕΠ επιπλέον.
Και αν μια χώρα παραβεί τον κανόνα δαπανών; Τότε κινείται η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που συνοδεύεται από περιοριστικές πολιτικές (τις έχουμε ζήσει στο πετσί μας για τα καλά), με άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο βεβαίως.
Αυτός είναι ο δρόμος της δημοσιονομικής σταθερότητας και δεν υπάρχουν περιθώρια παρέκκλισης.