Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Ανδρέα Μαζαράκη
Στην διάρκεια του 2011, o αραβικός κόσμος έζησε εξεγέρσεις που έγιναν γνωστές ως «Αραβική Άνοιξη». Οι εξεγέρσεις με αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα, είχαν ως αποτέλεσμα την ανατροπή των προέδρων Τυνησίας και Αιγύπτου, κάτι που ανησύχησε τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ. Τον Μάρτιο του 2011, ειρηνικές διαμαρτυρίες ξέσπασαν και στην Συρία, στην αρχή από δεκαπεντάχρονους μαθητές. Οι διαμαρτυρίες γενικεύτηκαν και το καθεστώς Άσαντ απάντησε με πραγματικά πυρά από τον στρατό και την αστυνομία, προξενώντας αρκετά θύματα μεταξύ των αμάχων.
Ο φόβος του προέδρου Άσαντ για πιθανή απώλεια της εξουσίας προξένησε βίαιη αντίδραση οφειλόμενη και στο γεγονός, ότι ο ίδιος ανήκει σε μια θρησκευτική μειονότητα, τους Αλαουίτες, ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού της Συρίας σε ποσοστό 64% είναι Σουνίτες Άραβες*(1). Οι Σουνίτες ενεργοποιήθηκαν κατά του καθεστώτος και αποτέλεσαν τον πυρήνα των αντιφρονούντων, αφού από την εποχή του πατέρα του, Χαφέζ αλ Άσαντ, ήταν στο περιθώριο των μηχανισμών λήψεως αποφάσεων. Για να είναι ασφαλείς, οι Άσαντ έχουν στελεχώσει όλο τον μηχανισμό ασφαλείας της Συρίας με ανθρώπους από το κόμμα Μπάαθ από το οποίο προέρχονται.
Λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα των ταραχών σχηματίστηκε ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (Free Syrian Army – FSA), αρχικά από αξιωματικούς και στρατιώτες του συριακού στρατού, που αρνούνταν να ανοίξουν πυρ κατά συμπατριωτών τους διαδηλωτών*(2). H Τουρκία εκμεταλλευόμενη την ανασφάλεια που υπήρχε στην Συρία και βλέποντας την αθρόα συμμετοχή Σουνιτών Αράβων, φιλοξένησε την διοίκηση του FSA στις νότιες επαρχίες της, κοντά στα σύνορα της με την Συρία. Η μεγάλη συμμετοχή εν ενεργεία στρατιωτικών και πολιτών, από όλες τις περιοχές της Συρίας στις τάξεις του FSA, δημιούργησε ευθύς εξ αρχής ένα πολυσυλλεκτικό σύνολο, του οποίου η διοίκηση και o συντονισμός των ενεργειών επί του εδάφους ήταν πολύ δύσκολος. Μόνο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2011, ο FSA απαρτιζόταν από 22 διαφορετικές ομάδες, ενώ τον Μάιο του 2012 η δύναμη τουείχε φθάσει στις 60.000 άνδρες. Τον Δεκέμβριο του 2011 ο FSA δημιούργησε επισήμως επαφή με την εξόριστη πολιτική αντιπολίτευση, το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο (Syrian National Council – SNC), οπότε απέκτησε πλέον κύρος επίσημης ένοπλης αντιπολιτεύσεως.
Στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του FSA, οι Δυτικές χώρες ήταν επιφυλακτικές στην υποστήριξή του. Έτσι, έσπευσαν να τον ενισχύσουν οικονομικά και με εξοπλισμό, κράτη από το περιφερειακό σύστημα της Μέσης Ανατολής, όπως το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία. Κάτω από τις οδηγίες της Κεντρικής διοικήσεως του FSA, άρχισε η οργάνωση Τοπικών Στρατιωτικών Συμβουλίων (Provincial Military Councils — PMCs), τα οποία εκπαιδεύονταν και εκτελούσαν μικρής εκτάσεως επιχειρήσεις στις επαρχίες που έδρευαν. Αυτή η πρόοδος συνέβαλε σε μια πιο «επαγγελματική» στρατιωτική παρουσία του FSA στην Συρία, οπότε και οι ΗΠΑ, από το παγκόσμιο επίπεδο, έδειξαν ενδιαφέρον για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό του προσωπικού του.
Όσο όμως μεγάλωναν τα PMCs, τόσο έχανε τον έλεγχο τους η κεντρική διοίκηση του FSA, η οποία παρέμενε μακριά από τα πεδία των μαχών, στην Τουρκία. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 2012, πολλά PMCs συνενώθηκαν σχηματίζοντας μια μεγάλη συμμαχία, το Συριακό Ισλαμικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Syrian lslamic Liberation Front – SILF). Το SILF κατάφερε να συγκεντρώσει το 50% των ενόπλων αντιστασιακών οργανώσεων αποδεικνύοντας την αδυναμία διοικήσεως από την Τουρκία, μιας τόσο μεγάλης οργανώσεως σε όλη την έκταση της Συρίας. Τελικώς, μια πολυεθνική ομάδα, οι «Φίλοι της Συρίας», συνεκάλεσαν σύσκεψη στην Αττάλεια της Τουρκίας, τον Δεκέμβριο του 2012, η οποία κατέληξε στην δημιουργία μιας ενιαίας διοικήσεως για όλον τον FSA, το Supreme Military Council (SMC). Επί της ουσίας, η κάθε περιφέρεια δημιουργούσε δικές της ομάδες αντιφρονούντων. Έτσι, πλέον του FSA και του SILF, τον Δεκέμβριο του 2012, δημιουργήθηκε μια άλλη αντιστασιακή οργάνωση, το Συριακό Ισλαμικό Μέτωπο (Syrian lslamic Front – SIF), με την συνένωση 11 AOG, που δεν ήθελαν να ενταχθούν στον FSA.
Η αδυναμία του FSA να συγκροτήσει μια οντότητα, έδωσε την ευκαιρία σε σαλαφιστικές ομάδες να σημειώσουν πρόοδο στις επιχειρήσεις στο έδαφος. Έτσι, εμφανίζεται στο πεδίο η Jabhatal-Nusra, η οποία άρχισε να καταλαμβάνει εδάφη. Ως αντίβαρο στην δραστηριότητα των ισλαμιστικών ομάδων, ο Άσαντ, για να λύσει το πρόβλημα της ελλείψεως δυνάμεων πιστών στο καθεστώς του, άρχισε να συνεργάζεται με το Ιράν προκειμένου να δημιουργηθεί μια παραστρατιωτική δύναμη, η National Defence Force – (NDF). Παράλληλα η Χεζμπολά, οι Ιρανοί Φρουροί της Επανάστασης [Iranian Revolutionary Guard Corps (IRGC)] και άλλες σιιτικές ομάδες, όπως και άλλα κράτη που έχουν ΣΙίτες, άρχισαν να δημιουργούν πολιτοφυλακές για την στήριξη του καθεστώτος Άσαντ.
Όμως, εκτός από τις θρησκευτικές διαιρέσεις της Συρίας υπάρχουν και οι εθνοτικές.
Μια τέτοια μεγάλη εθνική ομάδα είναι οι Κούρδοι, που αποτελούν το 10% περίπου του συνολικού πληθυσμού της και αριθμούν 1,5 έως 2 εκ. Η Συρία, αφ’ ης στιγμής απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1946, ουδέποτε ανεγνώρισε την ύπαρξη κουρδικής εθνικής μειονότητας, αφού κυρίαρχη ιδεολογία της ήταν o αραβικός εθνικισμός. Οι Κούρδοι της Συρίας, έχοντας πάρει μαθήματα από δύο σοβαρά γεγονότα στην διάρκεια της ιστορίας τους, δεν συμμετείχαν στον εμφύλιο πόλεμο του 2011, φοβούμενοι ότι το καθεστώς Άσαντ θα απαντούσε με βία προκαλώντας ανθρώπινες απώλειες στον πληθυσμό τους. Λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου, το καθεστώς Άσαντ απέσυρε τις δυνάμεις του από τις κουρδικές περιοχές προκειμένου να προστατεύσει τα αστικά κέντρα στην δυτική Συρία. Το κενό στην ασφάλεια της περιοχής έσπευσε να καλύψει το μεγαλύτερο κουρδικό κόμμα, το PYDII (Democratic Union Party), αναπτύσσοντας στην περιοχή τις ένοπλες πολιτοφυλακές του YPG (People’s Protection Units), τον Ιούλιο του 2012. Τον Ιανουάριο του 2014 το PYD και άλλα κουρδικά κόμματα, δημιούργησαν 3 αυτόνομα καντόνια, ονομάζοντας την περιοχή Rojava, που στα κουρδικά σημαίνει Δύση. Τα καντόνια αυτά είναι το Afrin, το Kobane και το Jazira, που συνορεύει με το Ιράκ.
Εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους (IK-ISIS) στη Συρία
Το ισλαμικό κράτος του Ιράκ, lslamic State in Iraq (ISI) με την έκρηξη του πολέμου στην Συρία διείδε την ευκαιρία να εξαπλωθεί και εκεί, αφού δεν υπήρχαν Δυτικές δυνάμεις για να εμποδίσουν την ανάπτυξή του. Το ISI ήταν σε φθίνουσα πορεία στο Ιράκ, οπότε η κατάληψη εδαφών στην Συρία θα του έδινε όχι μόνο Κύρος, αλλά και πρόσβαση σε νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Το μήνυμα του ISI ήταν ευφυές: ενώνουμε δυνάμεις σε Ιράκ και Συρία για να καταργήσουμε τα σύνορα που μας (στους Σουνίτες) επέβαλε η αποικιοκρατία. 12 Η επέκταση του ISI στην Συρία έγινε ουσιαστικά κατά τα έτη 2013-14, οπότε και κατέλαβε ολόκληρη την επαρχία al-Raqqa. Η τελευταία αυτή επιτυχία συνέβαλε στο να ανακοινώσει o ηγέτης τοι), al-Baghdadi, στις 29 Ιουνίου 2014, την μετατροπή του ISIS σε Χαλιφάτο, ανακηρύσσοντας τον εαυτόν του Χαλίφη. Από εκείνην την ημέρα, ο ISIS, μετετράπη σε lslamic State [(IS), Ισλαμικό Κράτος.
Συμπεράσματα
Η επέμβαση διαφόρων δρώντων, κρατικών και μη, στην συριακή κρίση, δημιούργησε την εξής κατάσταση μέχρι το 2016:
α. οι δυνάμεις του Άσαντ πολεμούσαν να ανακαταλάβουν με την βοήθεια της Ρωσίας, περιοχές της κεντρικής Συρίας που είχαν καταλάβει ομάδες αντιφρονούντων (FSA).
β. Το ΙΚ είχε εδραιωθεί και ανακηρύξει Χαλιφάτο στην Συρία.
γ. οι Κούρδοι της Συρίας προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια ανεξάρτητη δική τους περιοχή.
δ. Ακραίες ισλαμιστικές ομάδες βρήκαν ευκαιρία να εδραιωθούν στην κεντρική κυρίως Συρία, επιβάλλοντας την ατζέντα τους.
1)__Το 64% του πληθυσμού είναι Σουνίτες Άραβες, το 12% Αλαουίτες, ένα σιιτικό παρακλάδι, το 9% Χριστιανοί, το 3% Δρούζοι και 1-2% Σιίτες.
2)__Ο FSA ιδρύθηκε από τον Συνταγματάρχη Riyadal-Asad, με σκοπό να προστατεύσει τους αόπλους διαδηλωτές και να δημιουργήσει μια πρώτη ομάδα αντιστάσεως κατά των δυνάμεων ασφαλείας του καθεστώτος Άσαντ.