Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Οι δημοσκοπήσεις είναι τόσο πολλές και τόσο πανομοιότυπες, που δεν μπορεί παρά να λένε την αλήθεια. Δεύτερο κόμμα στην προτίμηση των Ελλήνων ψηφοφόρων είναι πλέον το ΠΑΣΟΚ. Ο άλλοτε κραταιός ΣΥΡΙΖΑ που τυπικά κατέχει ακόμα την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν βρίσκεται απλώς σε δημοσκοπική κατηφόρα, αλλά σε πλήρη υπαρξιακή κατάπτωση και οργανωτική αποσύνθεση. Οι λίγοι ήρωες που έχουν απομείνει ακόμα να δηλώνουν στους δημοσκόπους «ψηφίζω ΣΥΡΙΖΑ» ετοιμάζονται να ξαναχωριστούν σε τουλάχιστον δύο κομμάτια. Στην Κουμουνδούρου φλερτάρουν πια με την διάλυση και την πολιτική ανυπαρξία. Αντιθέτως, στην Χαριλάου Τρικούπη ζουν μια άνοιξη που όταν, μετά τις Ευρωεκλογές άνοιξε θέμα ηγεσίας, ούτε μπορούσαν να την φανταστούν.
Επειδή η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ μόνο προς το χειρότερο μπορεί να πάει, πρέπει να θεωρείται δεδομένος ο καινούριος δικομματισμός. Οι δύο πόλοι του πολιτικού μας συστήματος είναι πλέον η ΝΔ στα κεντροδεξιά και το ΠΑΣΟΚ στην κεντροαριστερά. Κι επειδή στην Ελλάδα έχουμε αρχηγικά κόμματα και πρωθυπουργοκεντρικές κυβερνήσεις, από τη μια μεριά είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τον Νίκο Ανδρουλάκη στην άλλη.
Όλα τα υπόλοιπα γύρω τους μοιάζουν λειψά και διασκορπισμένα, ανήμπορα προς το παρόν να μετάσχουν στην μεγάλη εικόνα. Σ’ αυτήν φαίνεται να κυριαρχεί ο νέος δικομματισμός.
Ο φρέσκος δικομματισμός μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, κατέφθασε παρέα με τα αινίγματα του. Πρόκειται για την ξαναζεσταμένη σούπα της μεγάλης μεταπολιτευτικής περιόδου από το 1977 ως το 2009 ή για κάτι καινούριο, ποιοτικά διαφορετικό;
Έχει προοπτικές να γίνει πραγματικός και ολοκληρωμένος δικομματισμός με τα δυο κόμματα να έχουν άθροισμα πάνω από 70% ή θα δούμε ξανά το μοντέλο του ενός και μισού κόμματος που ζούμε από το 2019, με απλή αλλαγή θέσης ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ;
Το καινούριο αυτό σκηνικό θα παγιώσει συνθήκες πολιτικής σταθερότητας στην χώρα στηριγμένης στην ύπαρξη δυο κραταιών κομμάτων ή θα συνεχιστεί ο διασκορπισμός των ψηφοφόρων σε μικρούς σχηματισμούς, που αποτελούν μαγιά για συνθήκες πολιτικής κρίσης και ακυβερνησίας;
Ενδεχομένως να προτρέχω μ’ αυτά τα βασικά ερωτήματα, καθώς το δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ έχει μόλις εμφανιστεί και τίποτα δεν εγγυάται ότι θα μονιμοποιηθεί. Η τάση πάντως προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ισχυρή. Πολλοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να περιμένουμε ένα διάστημα διότι ο Ανδρουλάκης είχε ξανανέβει στο 17-18% για να κατρακυλήσει στην συνέχεια στο 8%, όμως οι συνθήκες είναι πλέον πολύ διαφορετικές και σαφώς υπέρ του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ αντιμετωπίζει τα προβλήματα της διακυβέρνησης, ο δε ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται. Όλα συνηγορούν ότι είναι η χρυσή ευκαιρία Ανδρουλάκη.
Τα τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα πέντε έγκυρων εταιρειών, δείχνουν μια παγίωση της ΝΔ στην ζώνη του 28-30% (με αναγωγή) και μια αντίστοιχη παγίωση του ΠΑΣΟΚ στο 17-19%. Η διαφορά συνεχίζει να είναι μεγάλη για να υποστηρίξει κανείς ότι ο Ανδρουλάκης βρίσκεται στον προθάλαμο του Μαξίμου, με δεδομένο ότι ο Μητσοτάκης έχει πολλές φορές αποδείξει ότι είναι σκληρό καρύδι και ότι ξέρει να στρέφει τις ευκαιρίες αλλά και τις δυσκολίες υπέρ του. Από την άλλη, αν πέτυχε κάτι το ΠΑΣΟΚ ήταν η ανάδειξη μιας συλλογικότητας που κανένας δεν περίμενε και η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην πανθομολογούμενη έλλειψη πρωθυπουργικού αέρα του αρχηγού του.
Αν το καλομελετήσει κανείς, μ’ αυτές τις εκλογές ηγεσίας αναδείχθηκαν ή επανήλθαν μια σειρά από πρόσωπα που μέχρι πρότινος έλειπαν εντελώς από το κάδρο του ΠΑΣΟΚ.
Ποιους βλέπαμε την προηγούμενη τετραετία να εκπροσωπούν το Κίνημα; Τον γραμματέα Ανδρέα Σπυρόπουλο, τον Μανώλη Χριστοδουλάκη, τον Παύλο Χρηστίδη, την Ευαγγελία Λιακούλη και μια σειρά ακόμα από συμπαθέστατα μεν αλλά με λειψό πολιτικό βάρος άτομα.
Μετά τις εκλογές, ποιους ακούμε (διότι δεν τους είδαμε ακόμα); Τον Παύλο Γερουλάνο, την Άννα Διαμαντοπούλου, τον Μιχάλη Κατρίνη, τον Νίκο Χριστοδουλάκη. Η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ άλλαξε, υπό την προϋπόθεση ότι ο Ανδρουλάκης θα της επιτρέψει να λειτουργήσει ως ηγετική ομάδα. Διότι και αυτό είναι ακόμα ζητούμενο, δεν είναι λυμένο.
Η πολιτική και αντιπολιτευτική γραμμή του καινούριου ΠΑΣΟΚ δεν έχει σχηματοποιηθεί ακόμα. Άρα ούτε ο Μητσοτάκης ξέρει ακόμα τι θα έχει απέναντι του το επόμενο διάστημα ως τις εκλογές. Σίγουρα δεν θα έχει την εχθροπαθή αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είχε μέσα στο πολιτικό του DNA την αίσθηση του ταξικού και κοινωνικού διχασμού. Ούτε η ελληνική κοινωνία θα έχει τον φόβο ενός ΠΑΣΟΚ που αν βρεθεί σε κυβερνητική θέση θα διακινδυνεύσει την θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη. Αυτά πιστεύουμε ότι έλιωσαν με την εξαέρωση του ΣΥΡΙΖΑ. Διόλου δεν αποκλείεται βέβαια να βρεθεί ο Μητσοτάκης μπροστά σε τοξική ή λαϊκίστικη αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ παλιότερα τα έκανε αυτά.
Επί του παρόντος, τουλάχιστον στα λόγια, δείχνουν να έχουν αντιληφθεί την αξία της προγραμματικής αντιπολίτευσης, η οποία θα τους ανοίξει την πόρτα στο κεντρώο ακροατήριο που ακόμα προτιμά τον Μητσοτάκη. Στην πράξη δεν ξέρουμε τι θα γίνει, ειδικά αν το ΠΑΣΟΚ τσιμπήσει κι άλλες μονάδες και νιώσει ότι έχει μπει στα σοβαρά στο παιχνίδι της εξουσίας. Κοινοβουλευτικά μάλλον προς την πλευρά του μηδενισμού και του λαϊκισμού ρέπει, αλλά μένει να δούμε από δω και πέρα τι θα κάνει. Το βέβαιο είναι ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για έναν πιο υγιή δικομματισμό, που αποτελεί παράγοντα πολιτικής σταθερότητας για την χώρα. Η πράξη είναι ακόμα στην αναμονή.
Πολλά θα εξαρτηθούν βεβαίως και από την αντίδραση Μητσοτάκη στα νέα δεδομένα του πολιτικού σκηνικού. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι η κυρίαρχη πολιτική προσωπικότητα της χώρας σήμερα και ο μόνος που γίνεται αποδεκτός από το εκλογικό σώμα ως ικανός για την πρωθυπουργία. Επειδή πιέζεται εσωκομματικά να στρίψει προς τα δεξιά, η απόφαση του θα κρίνει εν πολλοίς και αν οι κεντρώοι θα παραμείνουν μέσα στο μαντρί της ΝΔ ή αν θα μετοικήσουν ψάχνοντας στέγη για αλλού. Διότι αν αποχωρήσουν από κει που βρίσκονται μετά το 2019, ο Ανδρουλάκης θα τρίβει τα χέρια του.