Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Οι παλιότεροι από τους αναγνώστες, θα θυμούνται ένα παλιό αντάρτικο τραγούδι που ακουγόταν στα φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή (και το τραγουδούσε ο Πέτρος Πανδής), οι στίχοι του οποίου έλεγαν. «Τι τα θέλουμε τα όπλα, τα κανόνια, τα σπαθιά / να τα κάνουμε αλέτρια, να οργώνει η αγροτιά.».
Υπήρχε και δεύτερο ρεφρέν που έλεγε, «να τα κάνουμε εργαλεία, να δουλεύει η εργατιά». Ήταν οι καιροί των αιτημάτων της «διεθνούς ύφεσης και ειρήνης», κατά τους οποίους μόλις μια ελληνική κυβέρνηση αγόραζε κάποιο οπλικό σύστημα, οι σελίδες των «προοδευτικών και αριστερών» εφημερίδων γέμιζαν από αναλύσεις, σύμφωνα με τις οποίες «ένα Mirage κοστίζει όσο τέσσερα νοσοκομεία» ή «μια φρεγάτα στοιχίζει όσο έξι σχολεία και δύο πολιτιστικά κέντρα».
Οι όχι και τόσο αθώοι (καθότι απροκάλυπτα φιλοσοβιετικοί) αυτοί μεταπολιτευτικοί καιροί, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Από τα ελληνικά κοινοβουλευτικά κόμματα, μόνο το ΚΚΕ καταψηφίζει πια τα κονδύλια άμυνας του ετήσιου προϋπολογισμού του κράτους, πέρυσι προσχώρησε στο στρατόπεδο των «πολεμοκάπηλων» και ο ΣΥΡΙΖΑ, που για πρώτη φορά στην ιστορία του έδωσε θετική ψήφο. Σε αντίθεση μάλιστα με τις προηγούμενες δεκαετίες, υπάρχει ένα αυξανόμενο κομμάτι του πολιτικού φάσματος και του ελληνικού λαού, που όχι μόνο θεωρεί αναγκαία την αγορά πανάκριβων όπλων, αλλά με κάθε ευκαιρία κατηγορεί την κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι είναι υποχωρητική έναντι της Τουρκίας υπονοώντας μέχρι και ότι πρέπει με την παραμικρή αφορμή να πατήσει το κουμπί που τα πυροδοτεί τα όπλα αυτά.
Η αλήθεια είναι ότι από το 2019 και μέχρι σήμερα, η Ελλάδα εξοπλίζεται με ραγδαίους ρυθμούς και με τα πιο σύγχρονα όπλα που υπάρχουν στο δυτικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκει. Στην κοινή γνώμη και στο πολιτικό σύστημα, όχι μόνο δεν ακούστηκε η παραμικρή αντίρρηση για το γιγαντιαίο αυτό πρόγραμμα, αλλά αντίθετα όλοι οι Έλληνες αναστέναξαν ανακουφισμένοι. Είχε παγιωθεί η πεποίθηση ότι τα χρόνια της χρεωκοπίας η χώρα είχε μείνει εξαιρετικά πίσω έναντι της Τουρκίας. Ούτε καινούρια οπλικά συστήματα είχαν αγοραστεί, ούτε πυρομαχικά υπήρχαν, ούτε ανταλλακτικά είχαμε στις αποθήκες για την συντήρηση των αεροπλάνων, των πλοίων, των υποβρυχίων ή των τεθωρακισμένων μας. Οι Έλληνες ένιωθαν «ξεβράκωτοι» απέναντι σε μια Τουρκία που υπερεξοπλιζόταν ταχύτατα και μάλιστα εναντίον μας.
Τεράστιο πρόγραμμα εξοπλισμών
Μέσα σε μια πενταετία (2019-2024) και παρά την οριακή οικονομική κατάσταση της χώρας που μόλις είχε βγει από την οικονομική κρίση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε σ’ ένα τεράστιο πρόγραμμα εξοπλισμών, που όμοιο του είχαμε να δούμε πολλές δεκαετίες. Αγόρασε 26 αεροπλάνα Rafale, 19 από τα οποία έχουμε ήδη παραλάβει και πετούν στους ελληνικούς ουρανούς. Τα Rafale αυτά μας έδωσαν αμέσως μια αίσθηση υπεροχής πάνω από το Αιγαίο, καθώς είναι πιο προηγμένα από τα αεροπλάνα που διαθέτει η Τουρκία. Έκανε σύμβαση με τους Αμερικανούς για την αναβάθμιση των F-16 που διαθέτουμε σε Viper, γεγονός που πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες του αεροπορικού μας στόλου. Μέχρι το 1927, η Ελλάδα θα έχει 85 F-16 Viper.
Παράλληλα, έκανε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να δρομολογηθεί η αγορά δυο μοιρών από F-35, που αυτή την στιγμή θεωρούνται τα τελειότερα πολεμικά αεροπλάνα που υπάρχουν στον πλανήτη και τα οποία θα αρχίσουμε να παραλαμβάνουμε από το 2035. Οι παραγγελίες αυτές συνέπεσαν με τα διπλωματικά στραβοπατήματα του Ερντογάν, ο οποίος πλήρωσε την «πολυδιάστατη» πολιτική του μεταξύ ανατολής και δύσης, με αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα παραγωγής των F-35 και την παράλληλη άρνηση των ΗΠΑ να αναβαθμίσει τα τουρκικά F-16. Έτσι, μέσα σε μια πενταετία η Ελλάδα όχι μόνο ισορρόπησε τις δυνάμεις στον αέρα του Αιγαίου, αλλά ενδεχομένως να πέτυχε και σημαντική υπεροπλία που θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να ανατραπεί.
Αντίστοιχο γιγαντιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα ακολουθήθηκε και στο πολεμικό μας ναυτικό. Ο Μητσοτάκης εκμεταλλεύτηκε την ακύρωση από τους Αυστραλούς μιας παραγγελίας για γαλλικές φρεγάτες, μπήκε εμβόλιμα στην γραμμή παραγωγής και αγόρασε τρεις Belhara ή Belh@ra σε εξαιρετικά συμφέρουσα τιμή και με πολύ σύντομο χρόνο παράδοσης.
Πρόκειται για ένα ναυτικό υπερόπλο που ανεβάζει πολλά σκαλιά ψηλότερα τις επιχειρησιακές δυνατότητες του πολεμικού μας ναυτικού, αλλά και την αποτελεσματικότητα της αεροναυτικής μας συνεργασίας. Ο υπουργός άμυνας από την Γαλλία όπου βρισκόταν για την καθέλκυση της δεύτερης Belhara και ο πρωθυπουργός από την Αθήνα με ανάρτηση του, ανακοίνωσαν ότι ξεκινούν διαπραγματεύσεις για να πάρουμε και τέταρτη όμοια φρεγάτα.
Εκσυγχρονισμός και … δαπάνες
Πέραν αυτής της παραγγελίας, ανακοίνωσαν ότι θα εκσυγχρονιστούν οι φρεγάτες ΜΕΚΟ αλλά και τα υποβρύχια μας, οι πυραυλάκατοι ΡΟΥΣΣΕΝ, ότι θα μπούμε στην συμπαραγωγή της φρεγάτας CONSTELATION και ότι θα είμαστε συμπαραγωγοί στην ευρωκορβέτα. Αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για γιγαντιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα, που αντίστοιχο του εξελίσσεται και στον στρατό ξηράς, αλλά και στην αεράμυνα της χώρας με την δημιουργία αδιαπέραστου αντιαεροπορικού και αντιπυραυλικού θόλου πάνω από το Αιγαίο. Φυσικά, εξοπλισμοί αυτής της έκτασης και αυτού του μεγέθους δοκιμάζουν τα όρια της εθνικής μας οικονομίας. Το είπε άλλωστε πολλές φορές και ο κ. Χατζηδάκης αναφερόμενος στο «πακέτο της Θεσσαλονίκης». Από φέτος θα αρχίσουμε να πληρώνουμε τις φρεγάτες, οπότε αυτομάτως τα δημοσιονομικά όρια είναι πιο περιορισμένα από άλλες χρονιές.
Κι εδώ ακριβώς αρχίζει ο βαθύτερος προβληματισμός, γύρω από το πολυδάπανο ζήτημα που ονομάζεται «εθνικοί εξοπλισμοί». Γιατί ο Μητσοτάκης κάνει τόσο θηριώδεις εξοπλιστικές δαπάνες; Θεωρεί ότι την επόμενη δεκαετία ή εικοσαετία θα κληθούμε να υπερασπιστούμε την πατρίδα από κάποια εξωτερική απόπειρα εδαφικής της συρρίκνωσης, οπότε προετοιμάζεται; Βλέπει στον ορίζοντα κάτι που εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να δούμε; Χρειαζόταν πράγματι και η τέταρτη Belhara ή πρόκειται για μια πανάκριβη υπερβολή; Είχαμε πραγματική ανάγκη τα F-35 ή το παρακάνουμε λες και είμαστε μια μιλιταριστική χώρα; Που βρίσκεται το όριο ανάμεσα στην υπεράσπιση των εθνικών μας δικαιωμάτων και στο επίπεδο διαβίωσης του ελληνικού λαού;
Μαζί με όλα τα παραπάνω καίρια ερωτήματα, υπάρχει κι ένα υπο-ερώτημα, που όμως ψιθυρίζεται όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό. Μήπως ο Μητσοτάκης κάνει εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι μέσω των εξοπλισμών; Μήπως, δηλαδή, προσπαθεί να προσεταιριστεί το ακραία εθνικιστικό κομμάτι του εκλογικού σώματος, που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στεγάζεται στα πέραν της ΝΔ δεξιά κόμματα; Μήπως αγοράζει παραπανίσια αεροπλάνα και πλοία, μόνο και μόνο για να κολακέψει και να συγκρατήσει την δυσαρεστημένη από την κεντρώα ατζέντα του, δεξιά πτέρυγα της ΝΔ;
Στα μεν πρώτα μεγάλα ερωτήματα δεν μπορεί κανένας να απαντήσει με σιγουριά. Κανένας δεν ξέρει που θα το πάει η Τουρκία και κανένας δεν ξέρει τι τέρατα θα προκύψουν από την ταραχή που εξελίσσεται στην διακεκαυμένη γειτονιά μας. Ενδεχομένως ο Μητσοτάκης να πιστεύει ότι τις επόμενες δεκαετίες ο κόσμος θα αλλάξει με βάση το δίκαιο του ισχυρότερου και να προετοιμάζει την χώρα ώστε να μην βρεθεί σε υποδεέστερη και αδύναμη θέση. Όσο για την πιθανότητα να παραγγέλνει εξοπλιστικά συστήματα μόνο και μόνο για εσωτερικό παιχνίδι, την θεωρώ όχι μόνο ανύπαρκτη, αλλά και ελαφρώς προβοκατόρικη. Ο Μητσοτάκης άρχισε το πρόγραμμα ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων όταν διέθετε απόλυτη πολιτική ηγεμονία και δεν υπήρχε η παραμικρή ακροδεξιά απειλή γι αυτόν στον ορίζοντα. Κατά πάσα πιθανότητα ψυχανεμίζεται πράγματα για τα οποία εμείς οι υπόλοιποι δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα. Οπότε πράττει αναλόγως. Εξάλλου ποιος πρωθυπουργός προτιμά να δίνει τα κρατικά δισεκατομμύρια σε εξοπλισμούς, όταν με τα ίδια λεφτά θα μπορούσε να ασκήσει κοινωνική πολιτική που θα τον έβγαζε στον αφρό; Το κάνει, μόνο όταν καταλαβαίνει ότι αυτό είναι το εθνικό του καθήκον…