Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Ανδρέα Μαζαράκη
Τον 17ο–18ο αιώνα, οι Σκιπετάρ, όπως αποκαλούνταν οι ίδιοι ως τότε, άλλαξαν το όνομα τους σε «Αλβανοί». Στους δύο αυτούς σκοτεινούς αιώνες της αλβανικής ιστορίας συντελείται και ο προσηλυτισμός της πλειονότητας των Αλβανών στο Ισλάμ. Ο 19ος αιώνας, βρίσκει τους Αλβανούς ως έναν από τους πλέον καθυστερημένους και απομονωμένους λαούς της Ευρώπης. Μεγάλος αριθμός περιφερειακών κέντρων με διαμάχες μεταξύ τους αποτελούσαν παράγοντες διχόνοιας. Το υποτυπώδες οδικό δίκτυο και η έλλειψη ενός μεγάλου διοικητικού, οικονομικού και πολιτιστικού κέντρου συντελούσε στην πλήρη αναρχία. Άλλο βασικό πρόβλημα της Αλβανίας, η εκπαίδευση. Ως τα τέλη του 19ου αιώνα σε ολόκληρη την χώρα υπήρχαν μόνο 2 αλβανικά σχολεία, ενώ τα ελληνικά και τα τουρκικά, έφταναν τα 5.000. Το αλβανικό αλφάβητο καθιερώθηκε μόλις το 1908! Λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ολόκληρη περιοχή της Miredita, μόνο τρεις (!) άνθρωποι μπορούσαν να γράφουν και να διαβάζουν σε συνολικό πληθυσμό 18.000.
Οι Οθωμανοί, ιδίως μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί (1774) -που υπογράφτηκε έπειτα από την συντριπτική τους ήττα από τους Ρώσους και σήμανε την αρχή του εδαφικού κατακερματισμού της αυτοκρατορίας-, υιοθέτησαν απέναντι στους Αλβανούς μια πολιτική υποκίνησης εσωτερικών τοπικών και θρησκευτικών διαιρέσεων και διαφορών. Θεωρούσαν τους Αλβανούς απλώς ως «Τούρκους» ή «Ορθόδοξους», κάτι που αποτέλεσε ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια που συνάντησαν οι Αλβανοί στη δημιουργία της εθνικής τους ταυτότητας. Ο E. Guicciardini («Impressioni d’ Albania. Nuova Antologia») εξηγεί ότι: «Η Τουρκία συμπεριφέρεται στους Αλβανούς Μουσουλμάνους χειρότερα από τους Χριστιανούς, εξαιτίας του φόβου που έχει ότι η ενότητα του Ισλάμ θα δοκιμαστεί αν δημιουργηθεί εθνική συνείδηση σε ένα μέρος του μουσουλμανικού κόσμου, προβάλλοντας τη θρησκευτική αλληλεγγύη.». Αλλά το ίδιο έκανε και με τους χριστιανούς, υπό τον φόβο ότι θα έχουν αρνητική επιρροή επάνω στους Αλβανούς μουσουλμάνους.
Τον Απρίλιο του 1847 ξεσηκώθηκαν οι εξισλαμισμένοι Έλληνες μουσουλμάνοι της περιοχής της Αυλώνας, ενάντια στον σουλτάνο, αφού ήρθαν σ’ επαφή με τον τότε πρωθυπουργό της χώρας μας, Ιωάννη Κωλέττη. Αρχηγός του κινήματος, ήταν ο καταγόμενος από το Κούτσι της Αυλώνας Ζεϊνέλ (μπέης) Γκιώνη Λέκα, ο οποίος είχε προσωπική φιλία με τον Κωλέττη, από τον οποίο και επηρεάστηκε στις παράτολμες ενέργειές του. Το κίνημα, που διήρκησε 5 μήνες (Απρίλιος- Αύγουστος 1847), είχε πολλές επιτυχίες αρχικά και εξαπλώθηκε από το Μπεράτι μέχρι την Κόνιτσα και τη Θεσπρωτία. Τελικά οι Τούρκοι, με ισχυρές δυνάμεις από τα Γιάννενα και το Μοναστήρι, συνέτριψαν τους επαναστάτες. Ο Γκιώνη Λέκα, κρύφτηκε μερικούς μήνες και αφού είδε ότι δεν υπήρχε σωτηρία, παραδόθηκε τον Οκτώβριο του 1848. Στις 15 Αυγούστου 1847, στο χωριό Κουρλέσι της Αυλώνας, 47 μπέηδες και άρχοντες της περιοχής, συνέταξαν ένα έγγραφο το οποίο έστειλαν στο Κωλέττη, με τον σύνδεσμο τους Στέφανο Τσάλη, από το Κηπαριό της Χειμάρρας. Σ’ αυτό, οι μουσουλμάνοι της περιοχής, δηλώνουν ότι είναι απόγονοι Ελλήνων και ζητούν βοήθεια της μητέρας Ελλάδας! Ουσιαστικά δηλαδή, την ένωση με τη χώρα μας.
Η αλβανική εθνική αφύπνιση, γνωστότερη ως «Αλβανική Εθνική Αναγέννηση» (rilindja), ξεκίνησε τις δεκαετίες του 1830 και του 1840. Το αλβανικό εθνικό κίνημα, τουλάχιστον στο ξεκίνημά του, ήταν παρόμοιο με τα άλλα εθνικά κινήματα της ευρύτερης περιοχής. Ξεκίνησε από μια μικρή ελίτ διανοούμενων που ζούσαν κυρίως σε μεγάλες πόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και την Ευρώπη και άντλησαν τις ιδέες και τα οράματά τους κυρίως από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Ο Naum Vedilarxhi (1767–1846), ήταν ο πρώτος ιδεολόγος του αλβανικού εθνικού κινήματος. Συνέκρινε την κατάσταση των Αλβανών, με εκείνη της προνύμφης που μια μέρα θα γίνει πεταλούδα.
Ο Πάσχο Βάσα, πατριώτης, πολιτικός και μυθιστοριογράφος από τη Σκόδρα, στο ποίημα του «O moj Shqypni» («Ω φτωχή μου Αλβανία»), γράφει: «Αφυπνισθείτε Αλβανοί, ξυπνήστε από το βαθύ ύπνο σας. Ας ορκιστούμε όλοι μας, σαν αδέλφια, να μην νοιαζόμαστε για εκκλησίες και τζαμιά. Η πίστη των Αλβανών είναι ο Αλβανισμός!». Άλλοι σημαντικοί Αλβανοί εθνικιστές είναι: ο Naim Frasheri (1846–1900), μουσουλμάνος (Μπεκτασής), σημαντικός ρομαντικός ποιητής και σημαίνον στέλεχος της «Αλβανικής Αναγέννησης», ο Gjergi Fishta (1871–1940), Φραγκισκανός μοναχός, ποιητής και μεταφραστής, ο Fan Noli (Theofan Stilian Noli, 1882–1965), συγγραφέας, λόγιος, διπλωμάτης, πολιτικός και ιερωμένος, ιδρυτής της Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και πρωθυπουργός της Αλβανίας το 1924.
Αρχικά η αλβανική ελίτ υποστήριξε ότι ήταν απόγονοι των Πελασγών! Στη συνέχεια όμως, οι Πελασγοί αντικαταστάθηκαν από τους Ιλλυριούς. Ειδικά μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν πολλοί Αλβανοί διανοούμενοι βρέθηκαν στις Η.Π.Α., η προπαγάνδα τους, άγγιξε τα όρια της γελοιότητας. Οι Fan Noli, Faik Konitsa, Kostadin Cekrezi και Kristo Dako, που βρέθηκαν στις Η.Π.Α. στις αρχές του 20ου αιώνα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην παρουσίαση της Αλβανίας στον υπόλοιπο κόσμο.
O Fan Noli, έγραφε το 1916: «Οι Αλβανοί είναι οι μόνοι νόμιμοι κάτοικοι της Αλβανίας. Κατέχουν αυτή τη χώρα προ αμνημονεύτων χρόνων πολύ πριν τους Έλληνες και τους Σλάβους που ήρθαν στη Βαλκανική Χερσόνησο». Ο Kristo Dako, έγραφε: «(Οι Αλβανοί), είναι οι απόγονοι των αρχικών κατόχων του εδάφους» (1917). Τον Σεπτέμβριο του 1918, στην αμερικανική εφημερίδα «New York Evening Sun», δημοσιεύεται ένα άρθρο με τίτλο «Οι αρχαίοι Ιλλυριοί στην Αντάντ: Μετά 2.000 χρόνια μοναχικού αγώνα οι Αλβανοί ενώνουν τις δυνάμεις τους με τους στρατιώτες της δημοκρατίας – Το λυκόφως ενός γλαφυρού λαού». Το 1919, ο Cekrezi, έγραφε ότι «σήμερα είναι γενικώς αναγνωρισμένο ότι οι Αλβανοί είναι η πιο αρχαία φυλή στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Όλες οι ενδείξεις, τονίζουν το γεγονός ότι είναι απόγονοι των πρώτων ινδοευρωπαίων μεταναστών που εμφανίστηκαν στους ιστορικούς χρόνους από τους συγγενείς Ιλλυριούς, Μακεδόνες και Ηπειρώτες». [(;)]
Παράλληλα, η αλβανική προπαγάνδα, διατυμπανίζει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Πύρρος ήταν Αλβανοί, η Θέτις (μητέρα του Αχιλλέα), πήρε το όνομά της από το det (θάλασσα), η θεά Ήρα από το ere (άνεμος), ο Δευκαλίων από το dhe Ka lene (αυτός που άφησε τη Γη), ενώ ο Cekrezi πάλι, αναφέρεται στον «Αλβανό Δία (!), του οποίου η ανάμνηση επιβιώνει ακόμα και σήμερα με την ονομασία του θεού ως Zot από τους σύγχρονους Αλβανούς»…
Ένας από τους πρώτους που αμφισβήτησαν την καταγωγή των Αλβανών από τους αρχαίους Ιλλυριούς της Βαλκανικής, ήταν ο Νικόλαος Νικοκλής, στο έργο του «Περί της Αυτοχθονίας των Αλβανών ήτοι Σκιπετάρ», που έγραψε στη Γερμανία το 1855, όπου ισχυρίζεται ότι οι Αλβανοί κατάγονται από την περιοχή του Καυκάσου. Άλλοι επιστήμονες που αρνούνται την εντοπιότητα των Αλβανών στο έδαφος της σημερινής Αλβανίας είναι, μεταξύ άλλων, ο Ρουμάνος Th. Capidan, οι επίσης Ρουμάνοι Al. Rosetti και Radu Vulpe, ο Βούλγαρος Vl. Georgiev κ.α.
Μετά τη Συνθήκη Ειρήνης του Αγίου Στεφάνου και τα προβλήματα που αυτή δημιούργησε (με την προοπτική για Μεγάλη Βουλγαρία), συγκλήθηκε το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) με σκοπό ένα πιο ορθολογικό διαχωρισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ανάμεσα στις άλλες αποφάσεις του Συνεδρίου, αποφασίστηκε το μοίρασμα επαρχιών που κατοικούνταν από Αλβανούς σε άμεσους γείτονες. Το Συνέδριο δεν αναγνώριζε καν ότι υπήρχε «Αλβανικό Ζήτημα» και ο Γερμανός καγκελάριος Μπίσμαρκ δήλωσε ότι η «Αλβανία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια γεωγραφική έκφραση». Δύο Αλβανοί Εθνικιστές ηγέτες ο Abdyl Frasheri και ο Υani Vreto που πήγαν στο Συνέδριο, δεν κατάφεραν να συναντήσουν κανένα σημαντικό πρόσωπο. Αυτή η αποτυχημένη προσπάθεια, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία της Λέγκας του Πρίζρεν, μίας πολιτικο-στρατιωτικής οργάνωσης, που σήμανε ουσιαστικά τη μετάβαση του «ρομαντικού» εθνικού κινήματος, σε ένα πραγματικά εθνικό κίνημα με εθνική αλβανική ιδεολογία. Παρά την στρατιωτική ήττα της Λέγκας από τους Οθωμανούς, η ίδρυσή της αποτελεί μια ιστορική καμπή στην ιστορία των Αλβανών.
Πάγιος στόχος της Ρωσίας τον 19ο αιώνα ήταν η κάθοδος της στο Αιγαίο. Η Αυστροουγγαρία είχε εδαφικές βλέψεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και άλλες βορειοδυτικές περιοχές των Βαλκανίων. Η Ιταλία, δεν μπορούσε να δεχτεί μια μεγάλη Ελλάδα και θεωρούσε την Αλβανία, περίπου ως προτεκτοράτο της. Με την ίδρυση σχολείων, τη συνδρομή του Βατικανού αλλά και με πολιτιστικές παρεμβάσεις, οι Ιταλοί είχαν πετύχει να διεισδύσουν στην Αλβανία. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913), Ιταλία και Αυστροουγγαρία έκαναν τα πάντα για να δημιουργήσουν αλβανικό κράτος, σε βάρος της Σερβίας στον βορρά και της Ελλάδας στο νότο.
Οι ελληνικές δυνάμεις, παρά την καθυστέρηση στην κατάληψη των Ιωαννίνων, στη συνέχεια, κατέλαβαν την Κορυτσά, την Πρεμετή, το Αργυρόκαστρο και το Τεπελένι, ενώ Σέρβοι και Μαυροβούνιοι προέλαυναν προς το Δυρράχιο (οι πρώτοι) και τη Σκόδρα, την οποία και κατέλαβαν (οι δεύτεροι). Παράλληλα, ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν από την Πρέβεζα για την Αυλώνα. Οι Ιταλοί που το πληροφορήθηκαν, υποκίνησαν τους Αλβανούς να ανακηρύξουν ανεξάρτητο κράτος με πρωτεύουσα την Αυλώνα(26/11/1912). Αρχηγός της κίνησης αυτής, ήταν ο Τούρκος Ισμαήλ Κεμάλ, ο οποίος «αυτοχρίστηκε» Αλβανός και ζήτησε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, να αποτρέψουν την κατάληψη από τις ελληνικές δυνάμεις της Αυλώνας, κάτι που πέτυχε. Ασφυκτικές πιέσεις ασκήθηκαν προς τους Σέρβους να οπισθοχωρήσουν, αλλά και τους Μαυροβούνιους, να εγκαταλείψουν τη Σκόδρα.
Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, στις 17/5/1913 και το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, στις 17/12/1913, καθορίστηκαν τα σύνορα του νέου αλβανικού κράτους, παρά τις διαμαρτυρίες και τις προσπάθειες της ελληνικής πλευράς, που έβλεπε ένα μεγάλο κομμάτι της Βόρειου Ηπείρου να προσαρτάται στην Αλβανία.
Οπωσδήποτε, ενδιαφέρον για παραπέρα έρευνα επί του θέματος, όσο και για τις σχέσεις Αλβανών και Ελλήνων έχει η δήλωση του Peter Lock, στο έργο του «Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, 1204-1500», ότι η πρώτη αναφορά σε οργανωμένες επιθέσεις Αλβανών στην Ελλάδα, υπάρχει σε βενετικά αρχεία. Συγκεκριμένα, η πρώτη μαζική επίθεση, έγινε στον Πτελεό της Θεσσαλίας το 1350.