Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Δημήτρη Καμπουράκη
Αν πίστευε κανείς τις οργισμένες φωνές της αντιπολίτευσης, αν παρασυρόταν από την αδιατάραχτη θεματολογία των τηλεοπτικών τραπεζιών, αν εμπιστευόταν το κλίμα που κυριαρχεί στα social media, τότε θα ήταν σίγουρος ότι αυτός ο μήνας θα άλλαζε ένα status σχεδόν έξι χρόνων. Όλο αυτό το σύστριγκλο που βιώνουμε καθημερινά σε όλες τις εκδοχές του δημοσίου διαλόγου, αυτό το δηλητηριώδες κράμα τσακωμών και χλευασμών για υποκλοπές, λίστες, predator, Πάτσηδες, ακρίβειες, καλάθια, πλειστηριασμούς, Κιβωτούς και άλλα παρόμοια (αποκαλυπτικά κατά την αντιπολίτευση, τοξικά κατά την κυβέρνηση), θα πίστευε κανείς ότι φέρνει την απότομη αλλαγή του πολιτικού μας σκηνικού. Ότι δίνει τέλος σε μια πολιτική κυριαρχία της ΝΔ και του Μητσοτάκη, που είχε ξεκινήσει από το 2016-17.
Πλην δεν είδαμε αυτό που λογικά περιμέναμε. Ούτε καν μια light εκδοχή αυτού του σεναρίου, που θα περιείχε την κατάρρευση της κυβερνητικής και πρωθυπουργικής εικόνας, έστω και χωρίς την ανάδειξη πολιτικής κυριαρχίας του αντιπολιτευτικού πόλου. Αντί αυτού, προς μέγιστη έκπληξη πολλών, είδαμε μια σειρά δημοσκοπήσεων από τις πιο έγκριτες εταιρείες (MRB, ALCO, Metron Analysis, Marc, Pulse) που επιβεβαίωσαν πανηγυρικά την υπεροχή του κυβερνητικού στρατοπέδου και την πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όλες ανεξαιρέτως οι μετρήσεις έδειξαν ένα δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ 7-10 μονάδων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα. Τα δε «ποιοτικά» των ίδιων μετρήσεων, κάθε άλλο παρά χαρά μπορούν να προσφέρουν στην Κουμουνδούρου.
Τι άραγε συμβαίνει εδώ;
Τι άραγε συμβαίνει εδώ; Εκτός και αν υιοθετήσουμε την θεωρία ότι όλες οι μετρήσεις είναι φτιαχτές και ξεπουλημένες (πράγμα που ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ πια δεν το λέει), ποια άλλη μπορεί να είναι η ερμηνεία αυτού του φαινομενικά αλλόκοτου φαινομένου; Πως γίνεται, διάβολε, το κυβερνητικό σκάφος να πλέει με κόντρα άνεμο και με φουρτούνες να το χτυπούν, αλλά να προηγείται σταθερά των αντιπολιτευτικών σκαφών που και ούριο άνεμο έχουν στα πανιά τους και μπουνάτσες στα νερά τους; Κανονικά, η δημοσκοπική αντοχή του Μητσοτάκη θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολές πολιτικών επιστημών ως κάτι παράδοξο και ανεξήγητο, που χρήζει επιστημονικής έρευνας.
Και τι λέει η Κουμουνδούρου;
Οι αισιόδοξοι της Κουμουνδούρου βρίσκουν καταφύγιο στην θεωρία ότι η λαϊκή οργή κατά της Δεξιάς θα εμφανιστεί με την προκήρυξη των εκλογών. «Με το σφύριγμα της έναρξης, όλα ξεκινούν από το μηδέν» λένε. Δεν το έλεγαν πάντα αυτό, τώρα τελευταία έχουν υιοθετήσει αυτή την οπτική. Την επικαλούνται υποχρεωτικώς, καθώς βλέπουν τους μήνες να περνούν και την κυβέρνηση να παραμένει πολιτικά αλώβητη, παρά τα απανωτά χτυπήματα που δέχεται, άλλοτε λόγω των συγκυριών κι άλλοτε λόγω των δικών της λαθών και αστοχιών. Το λένε μεν για να το ακούνε οι απ’ έξω, πλην κανένας λογικός άνθρωπος δεν πιστεύει εντός του ότι μια κυβέρνηση που θα μπει στον προεκλογικό μήνα με δέκα μονάδες προβάδισμα, μπορεί τελικά να χάσει.
Κανονικά, ένα σοβαρό μεγάλο κόμμα που φιλοδοξεί να κερδίσει εκλογές, όταν βλέπει να υπολείπεται τόσο πολύ του αντιπάλου του λίγους μήνες πριν τις κάλπες, κάθεται κάτω, μελετά τα δεδομένα χωρίς παρωπίδες και προχωρά σε τολμηρές αλλαγές της πολιτικής του. Ο στρατηγός που βλέπει ότι χρησιμοποιώντας το πυροβολικό χάνει την μάχη, επιστρατεύει το πεζικό. Και ο αρχηγός που βλέπει ότι με κατά μέτωπο επίθεση ηττάται, επιλέγει τον ανταρτοπόλεμο. Διαφορετικά, ο στρατηγός αποδεικνύεται ανίκανος και η ήττα του είναι προδιαγεγραμμένη. Το γεγονός ότι μ’ αυτή την τακτική κέρδισε πριν δέκα χρόνια, δεν του εξασφαλίζει και την σημερινή του νίκη. Οι συνθήκες αλλάζουν, τα δεδομένα διαφοροποιούνται.
Δεν θέλουν να αλλάξουν
Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως, δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να αλλάξει κάτι στην τακτική και την στρατηγική του. Συνεχίζει να πολιτεύεται με τον ίδιο τρόπο, αναβάλλοντας διαρκώς την χρονική στιγμή κατά την οποία υποτίθεται ότι θα αποδώσει η μέθοδος του. Ένας αντικειμενικός τρίτος παρατηρητής, θα έλεγε ότι πρόκειται για κλασικό στρουθοκαμηλισμό. Κάποιος άλλος θα σημείωνε ότι δεν πρόκειται για λανθασμένες επιλογές, αλλά για συλλογική αδυναμία ενός πολιτικού οργανισμού να αυτοανανεωθεί και να προσαρμοστεί σε καινούρια κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Κοντολογίς, αυτό ήξεραν, αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν. Πάνε για ήττα, το βλέπουν, αλλά αδυνατούν να αλλάξουν ρότα. Ενδέχεται να συμβαίνει και αυτό, μόνο που οργανισμοί που αρνούνται να εξελιχθούν δεν έχουν πολύ μέλλον. Μπαίνουν σ’ ένα καθοδικό παρακμιακό σπιράλ που δεν προαναγγέλλει τίποτα καλό για το αύριο ή το μεθαύριο τους.
Παίρνει φόρα, στην κατηφόρα…
Η λογική λέει, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αποφύγει αυτή την κατηφόρα αν ηττηθεί ξανά δύο απανωτές φορές. Έχει ήδη στην πλάτη του τρεις διαδοχικές ήττες (προηγούμενες ευρωεκλογές, δημοτικές και εθνικές εκλογές), ενώ έπονται άλλες τρεις αναμετρήσεις ως το τέλος του 2023 (δυο εθνικές και δημοτικές). Θα είναι too much να χρειαστούν καινούριες ήττες και σ’ αυτές, για να καταφέρει επιτέλους αυτό το κόμμα να κοιτάξει με ειλικρίνεια στον καθρέφτη και να αποφασίσει να αποβάλλει τα βαρίδια και τις παθογένειες του. Οι οποίες –εδώ που τα λέμε- δεν χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφία για να αποκαλυφθούν. Είναι οφθαλμοφανείς και απορεί κανείς γιατί στην Κουμουνδούρου παριστάνουν ότι δεν τις βλέπουν.
Η πρώτη και βασική που αφορά την συγκυρία, είναι ότι η κυβερνητική τους πρόταση πάσχει τραγικά. Δεν μπορούν να απαντήσουν πειστικά στο απλό πλην καίριο ερώτημα, «κι αν φύγει ο αυτοδύναμος Μητσοτάκης, ποια κυβέρνηση θα τον αντικαταστήσει;». Αυτά τα περί «προοδευτικής διακυβέρνησης» παρέα μ’ ένα ΠΑΣΟΚ που αρνείται αυτή την προοπτική, είναι εξαιρετικά αδύναμα. Προαναγγέλλουν απλώς μια ακυβερνησία, την οποία κανένας λογικός άνθρωπος δεν επιθυμεί. Αν ο κανονικός και παραγωγικός πολίτης υποψιαστεί ότι η χώρα θα βρεθεί επί μακρόν χωρίς άνθρωπο στο τιμόνι, θα επιλέξει Μητσοτάκη ακόμα και αν δεν πετάει την σκούφια του γι’ αυτόν. Η πιθανότητα αυτή πολλαπλασιάζεται στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, όπου το πρώτο κόμμα παίρνει 40 παραπάνω βουλευτές μπόνους. Στις δεύτερες εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κατέβει χωρίς διόλου κυβερνητικό αφήγημα.
Το «βαρίδι»
Το δεύτερο ουσιώδες πρόβλημα που έχει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύεται ανάγλυφα από τα «ποιοτικά» των δημοσκοπήσεων. Ως φαίνεται, το μεγαλύτερο πολιτικό βαρίδι του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, είναι το χθεσινό του υπερόπλο. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Όταν μετά από τριάμισι χρόνια κυβερνητικής φθοράς, ο Μητσοτάκης προηγείται σε όλα του Τσίπρα (πλην της διαφάνειας που είναι ίσα βάρκα, ίσα νερά), τότε είναι φανερό ότι η παλιά ατμομηχανή το κόμματος είναι η σημερινή του άγκυρα που δεν τον αφήνει να προχωρήσει. Και ό πράγμα γίνεται ακόμα χειρότερο, όταν αναλογιστεί κανείς ότι ο προβληματικός πλέον αρχηγός του κόμματος μοιάζει αναντικατάστατος. Ο Αλέξης δεν μοιάζει ικανός να κερδίσει εκλογές, αλλά και κάθε πιθανός διάδοχος του θεωρείται de facto λιγότερο ικανός από τον νυν αρχηγό. Όλο αυτό, το μόνο που αναδεικνύει είναι ένα κόμμα ρηχό, με έλλειψη στελεχών και αδυναμία αυτό-αναγέννησης.
Κι ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αυτά τα εγγενή και οφθαλμοφανή προβλήματα, αρνείται να ασχοληθεί μ’ αυτά είτε τουμπάροντας τις θέσεις και την εικόνα του, είτε έστω εξωραΐζοντας την, αυτός επιμένει (παρέα με το ΠΑΣΟΚ) να έχουν ς πολιτική μονοκαλλιέργεια τις υποκλοπές. Οι οποίες προφανώς είναι σοβαρό ζήτημα, αλλά όσοι πιστεύουν ότι θα κρίνει το αποτέλεσμα των εκλογών έχουν 99% πιθανότητες να πέσουν έξω. Για να μιλήσουμε με καθαρά χρηματιστηριακούς όρους, όσο σοβαρό κι αν είναι το θέμα, έχει ήδη προεξοφληθεί. Τα δημοσκοπικά δεδομένα περιλαμβάνουν και το θέμα των υποκλοπών, όποια ζημιά ήταν να πάθει η ΝΔ την έπαθε κι ό,τι ήταν να εισπράξουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ το εισέπραξαν. Καλώς ή κακώς, οι εκλογές δεν θα παιχτούν σ’ αυτό το γήπεδο.
Σε ποιο θα παιχτούν; Ρίξτε μια ματιά στην αξιολόγηση των προβλημάτων που κάνουν οι πολίτες σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης, δείτε ποιον από τους Μητσοτάκη και Τσίπρα εμπιστεύονται στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και θα καταλάβετε εύκολα. Όπως θα καταλάβετε αμέσως και ποιος έχει με το μέρος του τις πιθανότητες να κερδίσει.