του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου*
Η Κομισιόν εξέδωσε έκθεση σύμφωνα με την οποία το 46% των εδαφών της ΕΕ κινδυνεύει από σοβαρή και παρατεταμένη ξηρασία τους επόμενους μήνες, που, σε συνδυασμό με τις (ήδη επαληθευόμενες) προβλέψεις για χωρίς προηγούμενο καύσωνες, ενδέχεται να απειλήσει την προσπάθεια αύξησης της παραγωγής τροφίμων, ώστε να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα διατροφικής επάρκειας, λόγω του ουκρανικού και των κυρώσεων και αντικυρώσεων.
Οι περιοχές που αναμένεται να πληγούν περισσότερο από την ξηρασία είναι, σύμφωνα πάντα με την Κομισιόν, η Γαλλία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία και αρκετές μεσογειακές περιοχές, περιλαμβανομένης της Ιταλίας, της Ισπανίας και της νότιας Ελλάδας.
Η ασυνήθιστη ξηρασία, που οφείλεται, κατά τους επιστήμονες, στην κλιματική αλλαγή εκδηλώθηκε ήδη στις αρχές της χρονιάς και βαίνει εντεινόμενη. Ο Ισπανός υπουργός Γεωργίας Luis Planas δήλωσε προ ημερών ότι η χώρα του προέβλεπε να έχει μια παραγωγή σιτηρών 20 εκατομμύρια τόνων, τα ακραία καιρικά φαινόμενα όμως θα την περιορίσουν στα 18 με 19 εκατομμύρια τόνους.
Και αυτό παρόλο που η Ισπανία, όπως και πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, απέσπασε μια σειρά εξαιρέσεων από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) προκειμένου να μεγιστοποιήσει την παραγωγή της ώστε να καλύψει το κενό που προκάλεσε το ουκρανικό. Ο υπουργός ζήτησε να αυξηθεί περαιτέρω η ελαστικότητα στην εφαρμογή των κανόνων της ΚΑΠ, με δεδομένη την κλιματική επιβάρυνση. Την Ισπανία υποστηρίζει στη διεκδίκηση και η Ουγγαρία, όπου, μετά από μία απουσία βροχών επί πολλούς μήνες, η υγρασία του εδάφους σε ορισμένες περιοχές είναι σχεδόν μηδέν.
Ιταλία: η χειρότερη ξηρασία σε 70 χρόνια
H Βόρεια Ιταλία στο μεταξύ αντιμετωπίζει τη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 70 ετών, με μεγάλη μείωση χιονοπτώσεων και βροχών φέτος, αποξήρανση λιμνών και ποταμών και σοβαρές συνέπειες στον αγροτικό και τον ενεργειακό τομέα.
Από τον καύσωνα του 2003 και μετά, η Ιταλία έχει γνωρίσει τις έξι πιο ξηρές χρονιές της ιστορίας της, αυτή όμως η χρονιά είναι η χειρότερη που έχει σημειωθεί έως τώρα, και από την άποψη της έντασης των φαινομένων και γιατί η περίοδος ξηρασίας ξεκίνησε πολύ πριν το σύνηθες.
Ξεραίνονται ο Πάδος και η λίμνη του Κόμο
Ήδη το χειμώνα οι χιονοπτώσεις μειώθηκαν κατά 70% και οι βροχοπτώσεις από τον Δεκέμβριο κατά 50%. Ο μεγαλύτερος ποταμός της Ιταλίας, ο Πάδος, που πηγάζει από τις Άλπεις και χύνεται στην Αδριατική βλέπει τα νερά του να μειώνονται προοδευτικά και να εμφανίζονται στην κοίτη του όλο και πιο εκτεταμένες αμμώδεις εκτάσεις. Η ροή του ποταμού μειώθηκε έως και 80% με αποτέλεσμα το αλμυρό νερό από την Αδριατική να φτάνει 30 χιλιόμετρα πάνω από τις εκβολές του, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τον ανεφοδιασμό σε πόσιμο νερό και τη γεωργία.
Στα βόρεια του Πάδου, οι μεγάλες λίμνες Ματζόρε και Κόμο, που υδροδοτούν με τη σειρά τους ένα σύστημα ποταμών, έχουν μπει σε διαδικασία αποξήρανσης.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών; Η διαθεσιμότητα του νερού δεν επιτρέπει την ικανοποίηση όλων των αναγκών σε επίπεδο περιβάλλοντος, γεωργίας και βιομηχανίας, σύμφωνα με τον Massimiliano Pasqui, ερευνητή στο παρατηρητήριο ξηρασίας του Ιταλικού Εθνικού Συμβουλίου Ερευνών (CNR). Σχεδόν το 50% της παραγωγής καλαμποκιού της περιοχής χάθηκε.
Παρόλο που δεν έχει τεθεί σε κίνδυνο η πρόσβαση σε πόσιμο νερό, εκατοντάδες χωριά των περιοχών που πλήττονται από την ξηρασία αποφάσισαν να περιορίσουν τη χρήση νερού. Στο Μιλάνο απαγορεύτηκε να γεμίζουν οι πισίνες ή να καθαρίζονται με ριπές νερού τα αυτοκίνητα. Δύο κοινότητες του Πεδεμοντίου κλείνουν την παροχή το βράδυ και εκεί που οι εγκαταστάσεις είναι παλιές και υπάρχουν απώλειες το νερό μεταφέρεται με υδροφόρες.
Όλη η αγροτική παραγωγή της λεκάνης του Πάδου, που παράγει σχεδόν το 40% των ιταλικών τροφίμων, μαζί και τη θρυλική παρμεζάνα, κινδυνεύει. Στη Λομβαρδία η παραγωγή μειώθηκε ήδη κατά 30% με 40% σε ορισμένες περιοχές και οι ζημιές για την ιταλική γεωργία υπολογίζονται ήδη σε περισσότερο από 500 εκατομμύρια ευρώ και αναμένεται να ξεπεράσουν το δισεκατομμύριο έως τα τέλη της χρονιάς.
Αλλά δεν είναι μόνο η γεωργία, είναι και η ενέργεια. Οι περισσότεροι υδροηλεκτρικοί σταθμοί λειτουργούν στο ρελαντί ή και σταμάτησαν, όπως στο νησί Σεραφίνι, 70 χλμ. νοτιοανατολικά του Μιλάνου. Έως το τέλος της χρονιάς αναμένεται μια πτώση ηλεκτροπαραγωγής κατά 55-60% για τους μεγάλους και 70-75% για τους μικρούς υδροηλεκτρικούς σταθμούς, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ιταλικής Assoidroelettrica. Η πτώση της παραγωγής των υδροηλεκτρικών σταθμών θα οδηγήσει σε αναπλήρωση της ενέργειας με καύση φυσικού αερίου με σοβαρές οικολογικές και οικονομικές συνέπειες. Η χρήση φυσικού αερίου προκαλεί εκπομπή αερίων θερμοκηπίου που προκαλούν την κλιματική αλλαγή, ενώ είναι και πολύ πιο ακριβό. Η κλιματική αλλαγή προκαλεί εδώ συνέπειες που την ανατροφοδοτούν, κάτι που συμβαίνει συχνά.
Τι μπορεί να γίνει
Τι μπορεί να γίνει όσο δεν επιβραδύνεται η κλιματική αλλαγή, που θα προκαλεί όλο και συχνότερα και εντονότερα τέτοια επεισόδια;
Οι προτάσεις που έχουν διατυπωθεί περιλαμβάνουν τη μείωση κατά 20% της άντλησης του διαθέσιμου νερού, την κατασκευή νέων φραγμάτων στο Πεδεμόντιο, για να συλλεχτεί περισσότερο από το βρόχινο νερό και η προσαρμογή της γεωργίας που, τώρα, είναι επικεντρωμένη στο ρύζι και το καλαμπόκι, δύο καλλιέργειες πολύ απαιτητικές σε νερό. Χρειάζεται επίσης μια πολιτιστική αλλαγή, να μάθουν οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις να εξοικονομούν νερό.
Να προσθέσουμε ότι, εδώ και μερικές εβδομάδες, τα ανησυχητικά σημάδια ξηρασίας δεν περιορίζονται στον βορρά αλλά επεκτείνονται και στο κέντρο της Ιταλίας.
(*) Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος