της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Η συνάντηση του Παναγιώτατου Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου με τον Πάπα Λέοντα ΙΔ’ στο Βατικανό την περασμένη Δευτέρα δεν ήταν απλώς εθιμοτυπική. Σαφώς τον συνεχάρη για την πρόσφατη εκλογή του, ωστόσο δεν περιορίστηκε μόνο εκεί. Ο αρχηγός της εκκλησίας του Ορθόδοξου κόσμου του τόνισε την ανάγκη για έναν ουσιαστικό διαχριστιανικό διάλογο, συνεχίζοντας τις προσπάθειες για την ενότητα μεταξύ της Ανατολικής Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Δήλωσε μάλιστα ότι με τον Πάπα Φραγκίσκο διατηρούσε μια στενή φιλία και συνεργασία για το καλό των Εκκλησιών και μάλιστα ο τελευταίος είχε αποδεχτεί πρόσκληση να επισκεφθεί τη Νίκαια της Τουρκίας για να τιμήσουν από κοινού την 1700ή επέτειο από την σύγκλιση της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου και να πραγματοποιήσουν μαζί το προσκύνημα στην πόλη που είχε κομβική σημασία στην ιστορία του χριστιανικού κόσμου.
Ήταν Μάιος του 325, μόλις 6 μήνες από την τελετή θεμελίωσης της νέας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας του, όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συγκαλούσε στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Η ιστορία του κόσμου θα άλλαζε έκτοτε με την απόφασή του να εγκαθιδρύσει στην ακτή του Βοσπόρου το νέο πολιτικό κέντρο, μιας νέας αυτοκρατορίας μακριά από τον ειδωλολατρικό κόσμο της Ρώμης. Έχοντας ζωηρή την επιθυμία να ειρηνεύσει την Εκκλησία αποφάσισε ότι τα δογματικά ζητήματα δεν θα έπρεπε να ρυθμίζονται με αυτοκρατορικά διατάγματα αλλά να επιλύονται μέσα από έναν διάλογο των ανώτατων θρησκευτικών λειτουργών.
Με αυτό το πνεύμα ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την πρωτοβουλία και κάλεσε για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας «τους πανταχού Ιεράρχας της Χριστιανοσύνης» σε μια κοινή σύσκεψη σε «σύνοδον της οικουμένης» όπου όλοι οι επίσκοποι της χριστιανικής οικουμένης, Ανατολής και Δύσης, θα συνέρχονταν στην πρώτη τους κοινή σύνοδο. Η σύνοδος στη Νίκαια αναδείχτηκε, τελικά, ως πρότυπο καθώς εγκαινίασε μια νέα μορφή έκφρασης του συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας. Μέχρι τότε η συνοδική συνείδηση είχε εκφραστεί με διάφορους άλλους τρόπους (τοπικές συνόδους, συνοδικές αλληλογραφίες). Όμως η ανάγκη επικοινωνίας των απανταχού της Οικουμένης επισκόπων για την αντιμετώπιση ενός σοβαρού ζητήματος, κατεπείγουσας ανάγκης, που έθετε σε κίνδυνο την ενότητα της Εκκλησίας γινόταν για πρώτη φορά.
Όταν πια τον Αύγουστο ολοκληρώθηκαν οι συνεδρίες, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας είχε επιτύχει να χαράξει μια νέα προοπτική, δημιουργώντας ένα λαμπρό υπόδειγμα για τη συνοδική λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος. Η παρέμβασή του στις εργασίες ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για την εκκλησιαστική παράδοση, που έως τότε αναγνώριζε μόνο στους επισκόπους το δικαίωμα σύγκλησης των συνόδων. Στο εξής, και μέχρι το τέλος των βυζαντινών χρόνων, οι έξι οικουμενικές σύνοδοι που θα ακολουθήσουν θα συγκληθούν όλες από τους αυτοκράτορες, με σκοπό την αντιμετώπιση των δογματικών διαφωνιών που αναφύονταν και απειλούσαν με ταραχές. Πρώτη προϋπόθεση για την οικουμενικότητα μιας συνόδου ήταν η σύγκλησή της από τον αυτοκράτορα.
Ο Πάπας Φραγκίσκος είχε δεχτεί την πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου να επισκεφτούν μαζί τον τόπο όπου για πρώτη φορά βρέθηκαν σε επαφή οι δύο κόσμοι, της Ανατολής και της Δύσης. Η πραγματικότητα δεν επέτρεψε τελικά το ταξίδι στη Βιθυνία. Ο νέος Πάπας δήλωσε πρόθυμος να βρεθεί εκεί στην φετινή σπουδαία επέτειο των 1.700 χρόνων. Ίσως να είναι η αρχή μιας νέας κοινής πορείας των δύο εκκλησιών σε ζητήματα, όπως ο κοινός εορτασμός του Πάσχα.