Ήπιες αλλά υπαρκτές προσδοκίες για μια ευχάριστη έκπληξη από τον οίκο Standard & Poor’s έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται τόσο στις αγορές όσο και στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Αφορμή για την αισιοδοξία αποτέλεσε η αναβάθμιση της Ιταλίας στις 11 Απριλίου, γεγονός που αύξησε τις πιθανότητες θετικής αξιολόγησης και για την Ελλάδα.
Αν ο S&P προχωρήσει απόψε σε αναβάθμιση, θα πρόκειται για τον δεύτερο μεγάλο οίκο μετά τη DBRS που τοποθετεί την Ελλάδα δύο βαθμίδες πάνω από το όριο της επενδυτικής βαθμίδας — και μάλιστα σε μια περίοδο διεθνούς αστάθειας.
Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε απόκλιση από τη σκληρή στάση που εξέφρασε πρόσφατα ο οίκος, προειδοποιώντας τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών, όπως ζητά ο Ντόναλντ Τραμπ, ενδέχεται να επιβαρύνει τις αξιολογήσεις τους.
Ωστόσο, το επικρατέστερο σενάριο παραμένει η διατήρηση της υφιστάμενης βαθμολογίας και των προοπτικών, καθώς οι παγκόσμιες οικονομικές αβεβαιότητες, και ειδικά αυτές της Ευρώπης, καθιστούν δύσκολες τις αποφάσεις αξιολόγησης. Ο παρατεταμένος εμπορικός πόλεμος και η αστάθεια στις ΗΠΑ εντείνουν την ανασφάλεια.
Από την τελευταία φορά που ο S&P αναβάθμισε το outlook της Ελλάδας σε «θετικό», οι διεθνείς συνθήκες έχουν μεταβληθεί δραματικά. Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, σε αντίθεση με την έντονη κινητικότητα που προηγήθηκε της αναβάθμισης από τη Moody’s τον Μάρτιο, τηρεί αυτή την εβδομάδα πιο επιφυλακτική στάση. Το πρόσφατο reopening των ελληνικών ομολόγων κατέγραψε μεν θετική δυναμική, αλλά δεν αρκεί για ασφαλή συμπεράσματα.
Παρά την ενίσχυση της Ιταλίας σε BBB+ από τον S&P, σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών και οικονομικών πιέσεων, τα ελληνικά ομόλογα δείχνουν μεγαλύτερη σταθερότητα. Χαρακτηριστικά, το ελληνικό 10ετές κυμαίνεται στο 3,4%, έναντι του ιταλικού που διαμορφώνεται στο 3,7%