Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Τα όσα συμβαίνουν στον δημόσιο λόγο το τελευταίο διάστημα με αφορμή το δυστύχημα των Τεμπών έχουν φτάσει στο σημείο εκείνο ώστε εκλεγμένα πολιτικά πρόσωπα να συνδέουν τον θάνατο του Βασίλη Καλογήρου, γιού της εισαγγελέως Εφετών Λάρισας που επόπτευε την υπόθεση, με την κυβέρνηση την οποία κατηγορούν ευθέως για εγκληματική ενέργεια. Χωρίς να υπάρχει το παραμικρό αντικειμενικό δεδομένο παρουσιάζεται η κυβέρνηση ως φυσικός και ηθικός αυτουργός που εκτελεί κατά παραγγελία. Η ανεξάρτητη βουλευτής Ραλλία Χρηστίδου έκανε λόγο για «μαφία που έχει διεισδύσει στη θεσμική ζωή της χώρας». Σωκράτης Φάμελλος, Ζωή Κωνσταντοπούλου, Παύλος Πολάκης, δηλαδή αρχηγοί κομμάτων και βουλευτές, υποστήριξαν μέσα στη Βουλή ότι δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στην ιατροδικαστή και κατηγορούν την κυβέρνηση ότι μεθόδευσε, οργάνωσε και εκτέλεσε τον θάνατο ενός ανθρώπου. Η πολιτική ζωή της χώρας έχει εκπέσει στο κατώτατο επίπεδο χυδαιότητας όχι από ανώνυμα τρολ, αλλά από πολιτικές δυνάμεις μέσα στο κοινοβούλιο που δικάζουν και καταδικάζουν ως ανοιχτό λαϊκό δικαστήριο.
Το 2017 ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ Νικόλας Σεβαστάκης κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Φαντάσματα του καιρού μας». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια συλλογή κειμένων που δομείται στους άξονες της Αριστεράς και τις παθογένειες της πολιτικής ζωής στη χώρα. Με όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απαιτούν η πολιτική ανάλυση και η πολιτισμική κριτική ο συγγραφέας καθηγητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό που απαιτείται είναι κριτική αυτογνωσία του παρόντος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής κριτικής των τελευταίων χρόνων είναι ο ηθικός ψόγος». Προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον το σημείο που αναφέρεται στη «δικαστικοποίηση» της πολιτικής φαντασίας των ανθρώπων, στη διαρκή συγκρότηση κατηγορητηρίων. Και αναρωτιέται αν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά.
«Θα μπορούσε να υπάρξει ένα πεδίο πολιτικής κριτικής ή μια σκηνή πολιτικής αντίθεσης που θα περιόριζε κάπως την αφοριστική και σεχταριστική τάση; Ήταν άραγε δυνατή μια μορφή κριτικής που θα περιόριζε τη δόση κηρύγματος για να κρίνει πολιτικά τα φαινόμενα;». «Ίσως όχι», απαντά, για να καταλήξει στο συμπέρασμα: «Αυτό, ωστόσο, δεν δικαιολογεί την έκταση και την ένταση που έλαβε ο ηθικός αφορισμός ως πολεμικό εργαλείο· ούτε το γεγονός ότι ο ριζοσπαστισμός της κρίσης επαναπαύτηκε απλώς στην απόλαυση της δαιμονολογίας».
Οκτώ χρόνια μετά η κατάσταση είναι χειρότερη από εκείνη που περιγράφει το 2017 ο καθηγητής. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι μια γλώσσα που στερείται αυτοελέγχου, που δε διστάζει να εργαλειοποιήσει τον πόνο, που ποινικοποιεί, δικάζει και καταδικάζει ανεξέλεγκτα. Όποιος έχει αποδείξεις ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση έχει δολοφονήσει άνθρωπο ας βγει να το πει ξεκάθαρα. Ας έχει την παρρησία και το ανάστημα να δείξει στον ελληνικό λαό πως οι κυβερνώντες του είναι μακιαβελικά τέρατα. Αν όμως δεν έχει αποδείξεις και επιβάλλει τη χυδαιολογία ως πολιτικό λόγο για να ποτίσει έναν ολόκληρο λαό με το δηλητήριο της εμπάθειας και του μίσους τότε το πρόβλημα δεν είναι θεσμικής αξιοπιστίας αλλά ψυχικής δυσπλασίας αυτών των ανθρώπων.
Οι αφίσες στους δρόμους καλούν σε γενική απεργία για «Να ανατρέψουμε τους δολοφόνους». Δεν κυβερνιόμαστε ούτε από παιδοβιαστές, ούτε από λαθρέμπορους, ούτε από δολοφόνους. Ας πάψει επιτέλους αυτός ο ξεπεσμός και η παραλυσία. Το πολίτευμά μας είναι όχι μόνο δημοκρατικό, αλλά και δικαιοκρατικό.