Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δρα Κωνσταντίνου Μπούρα
Φυσιολατρία, ηθογραφία και διδακτισμός στην κορυφαία έκφανσή τους. O «φυσικός άνθρωπος» τού Ρουσσώ και το επιτακτικό σύνθημα «επιστροφή στη Φύση» είναι ένα διεθνές Ιδανικό ήδη από τα χρόνια τής Πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης, όταν ο σιδηρόδρομος με την βοήθεια τής ατμομηχανής συνέδεε απομακρυσμένες πεδιάδες, κοιλάδες κι απομονωμένες περιοχές διασχίζοντας απάτητες κορυφές γεφυρώνοντας κατοικημένες εκτάσεις.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, όπως κι ο Στρατής Μυριβήλης στην εξιδανικευμένη πεζογραφική ηθογραφία, λειτουργούν αναπόφευκτα και ηθοπλαστικά, αφού μια ολόκληρη γενιά νεόκοπων αστών, παραζαλισμένων από τις πολυτελείς απολαύσεις δοκιμάζουν έναν άλλον καταναλωτικό τρόπο ζωής. Τα έλλογα όντα καθίστανται κι αυτά ακόμα αναλώσιμα.
Η αστυφιλία, η άναρχη δόμηση, η ασχεδίαστη εκβιομηχάνιση, η απροσχημάτιστη εκμετάλλευση των φυσικών κι ανθρωπίνων πόρων, δημιούργησε μία αναπόδραστη τάση φυγής, που βρίσκει καταφύγιο στην λογοτεχνία και δευτερογενώς στην δραματουργία, η οποία χαρακτηρίζεται από μία εύλογη χρονοκαθυστέρηση.
Αμφότερες όμως οι συγγραφικές εκδηλώσεις συναπαρτίζουν με τις παραστατικές τέχνες έναν παραβολικό «καθρέφτη τών κοινωνικών μεταβολών», με την απαραίτητη αφηγηματική υπερβολή και την συνεπακόλουθη μυθοπλαστική μεγέθυνση.
Η εξελισσόμενη κοινωνία κάτω από τον μεγεθυντικό φακό (ή με το πανοραμικό «τηλεσκόπιο») τού έμπειρου αφηγητή που κατέχει πλήρως τόσο τα εκφραστικά του μέσα όσο και την διϋποκειμενική τεχνική τής εξωγενούς παρατηρήσεως δια τής ψυχωφελούς αυτογνωσιακής ενδοσκοπήσεως, αποδίδει ένα ελαφρώς παραλλαγμένο κοσμοείδωλο, που εναπόκειται στην συνδημιουργική δεινότητα τού επαρκούς αναγνώστη-θεατή, ακροατή μουσικών λεπταίσθητων για το κοινό, αμύητο εσωτερικό «αυτί».
Η κάθε εποχή προβάλλει ανυπερθέτως τις δικές της ανησυχίες, εμμονές, προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες… στο έργο των προγενεστέρων, ίσως γιατί δεν μπορεί να δει το μέλλον ή δεν προλαβαίνει να αξιολογήσει εγκαίρως το πρωτότυπο, πρωτοποριακό έργο των ρηξικέλευθων συγχρόνων δημιουργών.
Η «διαχρονικότητα» όμως τής Υψηλής Ποίησης, καθώς και τών «Καλών» Τεχνών, έγκειται ακριβώς στην ανοικτή δομή και στην μορφοσυντακτική ευπλαστότητα, που επιτρέπουν την εκάστοτε «μετάφραση», προσαρμογή, διασκευή. Ούτως ή άλλως μια επιστημονική ανάγνωση με την απαραίτητη εμπειρική παρακαταθήκη είναι στην ουσία «ανάπλαση», αναδημιουργία.
Με αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις ως δεδομένη «υπόθεση εργασίας», ενσκήπτοντας στο πολυεπίπεδο έργο τού όχι απαραιτήτως πολυσχιδούς Ζαχαρία Παπαντωνίου θα διαπιστώσουμε μιαν ανθεκτικότητα στον Πανδαμάτορα Χρόνο που δεν έγκειται (και δεν αιτιολογείται επαρκώς) από την «αντοχή υλικών» τών επί μέρους δομικών στοιχείων μιας λογοτεχνικής παραγωγής η οποία δεν έχει ταξινομηθεί και δεν έχει αξιολογηθεί πλήρως μέχρι τώρα, δεδομένης ακριβώς τής εξελικτικής ρευστότητας τής εκάστοτε «περιρρέουσας ατμόσφαιρας».
Ξεκινάμε την περιληπτική περιδιάβασή μας από την περίφημη προσωπογραφία Ζαχαρία Παπαντωνίου, που φιλοτεχνήθηκε κατά την περίοδο 1920-1930 από τον Κωνσταντίνο Παρθένη (1878/1879 – 1967) και η οποία ευρίσκεται στην πλουσιότατη Εθνική μας Πινακοθήκη. Πρόκειται για ελαιογραφία σε καμβά, 61 x 54,5 εκ., Αριθμός Έργου: Π.3013. https://www.nationalgallery.gr › Artworks.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, στις 2 Φεβρουαρίου τού 1877 και κατέληξε (από έμφραγμα τού μυοκαρδίου) στην Αθήνα, την 1η Φεβρουαρίου τού καταστροφικού έτους 1940. Γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης, κόρης τού συμβολαιογράφου Ζαχαρία Ηλιοκαύτου. Είχε τρία αδέλφια: τον Χαρίλαο, τον Θανάση και τη Σοφία. Όταν η οικογένεια μετακόμισε το 1890 από τη Γρανίτσα, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του, στην Αθήνα, ο εκκολαπτόμενος λογοτέχνης ήταν μόλις 13 ετών, ηλικία κατάλληλη για να απορροφήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα τού πάλαι ποτέ «κλεινού άστεος».
Αρθρογραφεί από το 1906 αδιαλείπτως. Από το 1908 έως το 1911 είναι ανταποκριτής στο Παρίσι για την εφημερίδα «Εμπρός». Ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης τον γιατροπορεύει όταν τελεί εν οικονομική αδυναμία. Το 1912 γνωρίζει και συνοδοιπορεί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αναλαμβάνει το 1914 χρέη Νομάρχη στη Μεσσηνία, οπότε διακρίνεται σε κρατικό διαγωνισμό ποίησης. Κι όλα αυτά μέχρι το ανάθεμα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τότε είναι που μάλλον αυτοκτονεί ο πατέρας τού Ζαχαρία Παπαντωνίου, βλέποντας τον λατρεμένο του υιό να έχει παραπεμφθεί σε δίκη.
Το 1918 όταν επικρατούν οι αντιβενιζελικοί, καίγονται (μαζί με άλλα βιβλία) στην Πλατεία Συντάγματος και «Τα ψηλά βουνά» ως «αντεθνικά και αντιθρησκευτικά».
Ο παντοειδής φασισμός γεννά μεταλλασσόμενους ρατσισμούς κάθε είδους κι αυτοί που την πληρώνουν πάντα είναι οι έντιμοι, οι πρωτοπόροι, οι λεπταίσθητοι πνευματικοί άνθρωποι.
Η ορεσίβια ανατροφή του όμως τον εμπνέει τόσο στη θεματική όσο και στην ρυθμολογική αισθητική των έργων του.
Το λογοτεχνικό «βάπτισμα τού πυρός» το λαμβάνει με το βιβλίο «Πολεμικά τραγούδια», που κυκλοφόρησε το 1898 αναφερόμενο στον πόλεμο τού 1897.
Μερικοί άλλοι χαρακτηριστικοί τίτλοι:
Το θρυλικό πλέον και πολυτυπωμένο βιβλίο με τίτλο «Τα Ψηλά Βουνά», όπου μεγαλούργησε ανεξίτηλα συν-γράφοντας με άλλους ομοτέχνους του, το 1917, έναν χρόνο μετά τον θάνατο τού πατέρα του, και το οποίο απετέλεσε ένα άκρως διδακτικό βοήθημα, πολύτιμο Αναγνωστικό για τα πρωτάκια τών δημοτικών σχολείων τής χώρας.
«Τα χελιδόνια» είναι ποιητική συλλογή που εκδόθηκε το 1920, αφιερωμένη στον αδελφό του που αυτοκτόνησε, κι η οποία επανακυκλοφόρησε το 1931 με άλλο τίτλο, τα «Παιδικά τραγούδια». Τα ποιήματα αυτά μελοποιήθηκαν από τον Γεώργιο Λαμπελέτ.
Ενδιαφέρουσα όμως – από επιστημονικής πλευράς – είναι η ποιητική του συλλογή «Πεζοί ρυθμοί» που τυπώθηκε το 1923, ταυτόχρονα με τρεις τόμους «Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων» για την Δημοτική Εκπαίδευση. Τα «πεζοτράγουδα», όπως τα έλεγαν τότε, έχουν εδώ την τιμητική τους.
Άλλοι τίτλοι έργων του που ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία, και όχι μόνον: «Το άρρωστο άλογο», «Τα θεία δώρα (για παιδικό αναγνωστικό κοινό), «Βυζαντινός όρθρος», «Η θυσία» (για ενηλίκους).
Τα «Θεία δώρα» (1933) μελοποιήθηκαν επίσης από τον Κερκυραίο συνθέτη Γεώργιο (Τζώρτζη) Λαμπελέτ.
Στο λογοτεχνικό είδος τού δοκιμίου εντάσσονται τα έργα του: «Όθων· και η ρωμαντική δυναστεία» τού 1934, «Άγιον Όρος» επίσης το 1934.
Έγραψε όμως και για το Θέατρο: «Ο όρκος του πεθαμένου» (1929-1931) δραματοποιώντας την περιλάλητη παραλογή «Το Τραγούδι τού Νεκρού Αδελφού».
Το 1966 κυκλοφόρησαν τα μεταθανάτια «Κριτικά», όπου ανθολογούνται κάποιες καλογραμμένες κριτικές του για τα Εικαστικά.
Επίσης μετά τον θάνατό του, εκδόθηκαν (το 1945) τα «Παρισινά διηγήματα», καθώς και τα «Ταξίδια» (το 1946).
Ακαδημαϊκός στην Έδρα τής Λογοτεχνίας εκλέχτηκε το 1938. Στην αναγόρευσή του εκφωνεί στην κοινή ελληνική λόγο για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Για πρώτη φορά ακούγεται η δημοτική γλώσσα στην αίθουσα τού Ερευνητικού αυτού Ανώτατου Πνευματικού Ιδρύματος. Η ενασχόλησή του όμως με την γλώσσα «των ποπολάρων» δεν έμεινε χωρίς αρνητικό αντίκτυπο. Παντού και πάντα τα ίδια. Το γλωσσικό ζήτημα ήταν απλώς και μόνον η αφορμή προκειμένου να του επιτεθούν. Αιτία αδιάσειστη ο Φθόνος, το εθνικό μας άθλημα, αδιάψευστη απόδειξη τής καταγωγής μας από τους αρχαίους πρωτεργάτες συνδημιουργούς τού Πανευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Διαλέγω το χαρακτηριστικότατο ποίημά του:
Η προσευχή του ταπεινού
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω την προσευχή μου.
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάσταξα. Μου δίνεις και την ξένη.
Μ’ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν’ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα.
Δεν έχω δόξα. Είν’ ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
Έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.
Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν’ αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω…
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
Ένας Ποιητής για όλες τις εποχές, αφού τα Ιδανικά τού Διαφωτισμού δεν αλλάζουν όσον ο Άνθρωπος δεν εξελίσσεται ταυτόχρονα με την Τεχνολογία του, όσο η επόμενη Αναγέννηση δεν έχει ανατείλει ακόμη…
Η αγνότητα τής ψυχής του τον καθιστούν αψευδή μάρτυρα τής εποχής του. Μαχητικός, ετοιμοπόλεμος πάντα «υπέρ αδυνάμου» παλεύοντας και πολεμώντας αφειδώς για την επίτευξη τού Αδύνατου.