Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του ποιητή, θεατρολόγου, μεταφρασεολόγου και κριτικού Κωνσταντίνου Μπούρα
Ένα κείμενο, με αφορμή την παράσταση «Σκότωσα τον νταή του απαρτχάιντ» στο Θέατρο Από Κοινού
Συχνά-πυκνά αναρωτιέμαι εάν το θέατρο περνάει κρίση, εάν θα υπάρξει δραματική ποίηση μετά και την Πέμπτη Κβαντομηχανική «Βιομηχανική» Επανάσταση, εάν η σύγχρονη μεταμοντέρνα εποχή μας χρειάζεται τους ποιητές ως άλλοθι και τους θεατρικούς συγγραφείς ως φτωχούς συγγενείς των σεναριογράφων, εάν υπάρχει φιλοσοφική ενατένιση στις μέρες μας και τα λοιπά και τα λοιπά και τα παρόμοια…
Μετά όμως πηγαίνω ως αθώος ενδεικτικός θεατής σε παραστάσεις όπως η μεγαλειώδης, η φαντασμαγορική μονοπρόσωπη παραγωγή με το αρθρωτό σκηνικό, που παρουσιάζει μία αρθρωτή, «ελαστική» φυλακή τού πολυδαιδαλώδους (νοηματικώς) έργου με τον περίεργο τίτλο «Σκότωσα τον νταή του απαρτχάιντ», που παρουσιάζεται στο πάντα λαοφιλές Θέατρο Από Κοινού και απομένω …ενεός!!!
Μα είναι δυνατόν να υπάρχει σήμερα σύγχρονη νεοελληνική δραματουργία διεθνούς βεληνεκούς στην ιδιοσυχνότητα μετάδοσης ενός Ντοστογιέφσκι, ενός Παπαδιαμάντη, ενός Βιζυηνού έστω;
Προσωπικά δεν γνωρίζω τον συγγραφέα Γιώργο Δαμιανό μήτε το βιογραφικό του εξέτασα πριν επιτελέσω το λειτούργημα τού κριτικού. Πηγαίνω ως tabula rasa σε κάθε παράσταση και θέλω να ξέρω μόνον τα απαραίτητα: τον χώρο, τον χρόνο, τον τίτλο. Ούτε καν το όνομα τού θιάσου. Αυτά τα βρίσκει κανείς πλέον εύκολα στο Διαδίκτυο, ακόμα και στο κινητό του, ακόμα και με πολυεστιακά γυαλιά…
Ο πρωταγωνιστής μού ήταν επίσης άγνωστος, αφού δεν προλαβαίνω να δω και τηλεόραση και μάλιστα τις άριστες κι ευδιαφήμιστες ελληνικές σειρές. Προτιμώ άλλων γλωσσών οπτικοακουστικά θεάματα όταν θέλω να ξεκουραστώ από την καθημερινή βιοπάλη.
Ο Ν. Ιωαννίδης λοιπόν με εξέπληξε, γιατί είδα μια λιπόσαρκη ψηλόλιγνη μορφή, βγαλμένη λες από βυζαντινή αγιογραφία να γεμίζει τη σκηνή με το εκτόπισμά της.
Παρ’ όλο που η αποστασιοποίηση ήταν μάλλον ενδεδειγμένη λόγω υπερτονισμού τής σκηνικής συμβάσεως είδα για πρώτη φορά αυτό που λέμε «σωματικό θέατρο» να συνδυάζεται με το «θέατρο τού λόγου» σε μια αγαστή συντονισμένη αρμονία.
Δεν γνώριζα τίποτα για το ιστορικό πρόσωπο πάνω στο οποίο βασίστηκε το όλον μυθοπλασμένο αφήγημα.
Όπως διαβάζω τώρα στο Δελτίο Τύπου: «Δημήτρης Τσαφέντας: μία από τις πιο αμφισβητούμενες προσωπικότητες της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας, ο άνθρωπος που το 1966 άλλαξε για πάντα την πορεία της Νότιας Αφρικής, δολοφονώντας τον Χέντρικ Φερβούντ, τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ. Ο Δημήτρης Τσαφέντας, Έλληνας ομογενής, μιγάς, στάθηκε απέναντι σε μια κοινωνία που δεν τον αποδεχόταν, καταδικάστηκε και έμεινε 33 χρόνια σε φυλακή-ψυχιατρείο της Πραιτόρια. Πέθανε σε κελί απομόνωσης στις 10/10/1999. Επαναστάτης με αίσθημα δικαιοσύνης ή στοιχειωμένος από την ίδια του την ύπαρξη;».
Ο σκηνοθέτης Κοραής Δαμάτης είναι ένα μεγάλο (παραγνωρισμένο) κεφάλαιο στο Ελληνικό Θέατρο. Ρηξικέλευθος, αρχαιγνώστης, δεξιοτέχνης στην αξιοποίηση των σκηνικών κωδίκων. Έπλασε ένα αλησμόνητο μετείκασμα, διαφορετικό για κάθε έναν, για κάθε μία, για κάθε ένα συνδημιουργικό θεατή. Εύγε του!!!
Αριστοτεχνικά τα σκηνικά τού Παύλου Ιωάννου. Συμπρωταγωνιστούν!
Video Art: Πορφύρης Κάρολος. Κίνηση: Άννα Αθανασιάδη. Μουσική επιμέλεια: ab-occasion. Φωτογραφίες παράστασης: Γιώργος Στριφτάρης. Επικοινωνία παράστασης: Αντώνης Κοκολάκης. Παραγωγή: Danceonstage.
Δείτε το. Μην το χάσετε. Σε αυτόν και σε άλλους ευσύνοπτους χώρους (θεατρικούς και μη).
Τα φιλοσοφικά ερωτήματα που ανακύπτουν εδώ έχουν μακρά χωροχρονική προοπτική. Η Ιστορία δεν γράφεται μόνον από τους νικητές… Οι ηττημένοι έχουν τον τελευταίο λόγο.
«HIV» στο Θέατρο 104
Πρέπει αμέσως κι ευθύς εξαρχής να επισημάνουμε την πληθώρα των σκηνικών μονολόγων που μας κατακλύζουν από τις απαρχές τής οικονομικής κρίσης τού 2009 και στην μετά κορωνοϊόν θεατρική εποχή. Για λόγους οικονομικούς, μεταφορικούς («θέατρο τής βαλίτσας»), μεταγλώττισης, υπερτιτλισμού, παραστατικού ναρκισσισμού, αφηγηματικής ευκολίας, δραματουργικής απλοποίησης και δεν ξέρω για πόσες άλλες δυσεξιχνίαστες αιτίες, όπως σε όλες τις προγενέστερες μεταβατικές περιόδους πολιτιστικής παρακμής οι «μονωδοί» ανθούν και πληθαίνουν.
Βεβαίως, αυτό έχει τα καλά του έχει και τα κακά του. Στα πλεονεκτήματα συγκαταλέγονται λογοτεχνικά έργα «κλασικά» ή και σύγχρονα, ζώντων τε τενθεώτων συγρραφέων όλων των φύλων.
Στα μειονεκτήματα αυτής τής μονόπλευρης θεατρικότητας (που όσο κι αν διανθίζεται από παραγλωσσικά σημεία) θα πρέπει να συγκαταλέξουμε την τιτάνια δραματουργική επεξεργασία που απαιτεί κάθε μονολογικό ή μονοπρόσωπο (εν γένει) εγχείρημα.
Εξηγούμαι: μετά τα τρία πρώτα λεπτά ενεργητικής ακρόασης και θέασης η ανοικείωση μετατρέπεται σε εξοικείωση. Το κοινό υπνωτίζεται και υπό το βάρος των καταιγιστικών προκλήσεων τής καθημερινότητας μεταπίπτει σε μια ιδιάζουσα κατάσταση «παραλλαγμένης συνείδησης». Κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου (για να το πούμε με απλά λόγια) παρακολουθεί και δεν παρακολουθεί τα επί σκηνής τεκταινόμενα, σερφάρει στο κινητό του, όσο κι αν αυτό το «απαγορεύει» η προεισαγωγική ρήση (δια ζώσης ή από μεγαφώνου).
Τελικά, μετά την καραντίντα λειτουργούμε ως μέσοι θεατές σαν να είμαστε – λίγο πολύ – στο σαλόνι μας με τις ρόμπες και ως εάν όλοι οι άλλοι αποτελούν κάτι ως virtual reality. Όσο κι αν προσπαθούν να το «σπάσουν» αυτό οι «υποκριτές», οι πανάξιοι «διονυσιακή τεχνίτες» μόνον η γνήσια μετανεωτερική διάδραση με την ενεργό συμμετοχή των θεατών θα μπορούσε να σώσει την σύγχρονη θεατρική γραφή προϊόντος τού εικοστού πρώτου αιώνα.
Παρατηρώντας τα τεκταινόμενα κι επισημαίνοντας αυτές τις εγγενείς, παγκόσμιες παθογένειες, ας περάσουμε στην ταυτότητα αυτής της όχι και τόσο πρωτότυπης παράστασης, που είναι βασισμένη στο κείμενο του Θανάση Τριαρίδη. Σκηνοθεσία-Δραματουργική Επεξεργασία: Δήμητρα Κατσανίκα. Ερμηνεύει η ηθοποιός Λίλα Παντελίδου. Σκηνογραφία-Ενδυματολογία: Αριάνα Νίκου. Επιμέλεια Κίνησης-Χορογραφία: Στάθης Τζουβάρας. Πρωτότυπη μουσική: Κώστας Πανταζής, Χρήστος Ταχτσίδης.
Mετά την άκρως επιτυχημένη (τουλάχιστον όσον αφορά τον ρυθμό) επιτέλεση ακολούθησε συζήτηση του συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη με το κοινό.
Είναι ενδιαφέρον όμως να προβούμε σε ενεργητική ανάγνωση τού συγγραφικού σημειώματος που συνόδευε το Δελτίο Τύπου:
«Έγραψα το HIV στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας στις αρχές του 2017, υπό συνθήκες ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης, και θέλοντας να μιλήσω για τα ανυπολόγιστα (σήμερα περισσότερα από 40) εκατομμύρια των γυναικών του καιρού μας που απάγονται για να καταλήξουν μέσω του trafficking σεξουαλικές σκλάβες. Για την δική μου οπτική όλα αυτά δεν είναι τα εγκλήματα ενός ή εκατό αρχιδολοφόνων και των εφιαλτικών υπαλλήλων τους (εν προκειμένω: των διαφόρων μεγαλοσυμμοριών του trafficking)· είναι το έγκλημα όλων των κοινωνιών της Δύσης που αναδιέταξαν την καθημερινότητα των πολιτών τους, το παρόν και το μέλλον τους πάνω στη ρημαγμένη σάρκα των σκλαβωμένων γυναικών. Είναι το έγκλημα των προπατόρων μας και των συμπολιτών μας· και, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το αίμα των δολοφονημένων, ακρωτηριασμένων, βασανισμένων, κομματιασμένων, σκλαβωμένων γυναικών του trafficking, πέφτει πάνω σε εμάς και στα παιδιά μας. Με άλλα λόγια, πιστεύω πως είμαστε ένοχοι – εγγόνια ενόχων και γεννήτορες ενόχων. Και πως δεν υπάρχει κανένας “Θεός” για να διαχειριστούμε μαζί του, με συμφωνίες και διαθήκες, ετούτη την ενοχή. Έχω μεγάλη συγκίνηση αλλά και χαρά που το έργο αυτό θα ξαναέρθει στην σκηνή από δυο παλιές μαθήτριές μου (και μάλιστα από τις πιο εμπνευσμένες) στην θεατρική γραφή. Είναι η Δήμητρα Κατσανίκα (ως σκηνοθέτιδα) και η Λίλα Παντελίδου (ως ηθοποιός στην σκηνή). Και περιμένω την παράστασή τους με αδημονία – έχοντας την πίστη πως τα πολύπλευρα ταλέντα τους, το πάθος τους και το ήθος τους μπορούν να ανταμωθούν με τα δάκρυα της Επίφανι Γκούντμαν. To HIV είναι ένα έργο για ένα βιασμένο και δολοφονημένο κορίτσι – και για το όνειρο του που μπορεί να μείνει ζωντανό.»
Θανάσης Τριαρίδης, Ιανουάριος 2025.
Η συγγραφική πρόθεση επιτονίζει το μεταμοντέρνο τού όλου παραστασιακού εγχειρήματος οιονεί αυτοσχεδιαστικού και εν δυνάμει διαδραστικού, κάτι το οποίο δεν πραγματώθηκε όμως μήτε επί σκηνής μήτε στον ανηφορικό χώρο των καθημένων θεατών, όπου εξάπλωσε επιδεικτικά η χαριτωμένη performer (γιατί περί αυτού πρόκειται).
Ένα ποτ-πουρί αντάξιο των τηλεοπτικών ζάπινγκ μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς.
Ίδωμεν.
Οψόμεθα.