Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Ανδρέα Μαζαράκη
Η μόνη πλευρά από την οποία κινδυνεύει η ασφάλεια της Αιγύπτου είναι ο Βορράς και ο μεγάλος αντίπαλός της εκεί είναι η Τουρκία. Οι δύο χώρες ανταγωνίζονται για την περιφερειακή πρωτοκαθεδρία στην Ανατολική Μεσόγειο, εντονότερα από τότε που βρέθηκαν εκεί πλούσια κοιτάσματα φυσικού αερίου.
Ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της Αιγύπτου στην περιοχή την έχει μερικώς περικυκλώσει με στρατιωτική παρουσία στην Λιβύη, με εμπλοκή της στον εμφύλιο που διεξάγεται στο Σουδάν, με ευρύτερη στρατιωτική παρουσία στην Σομαλία, λόγω και της πρόσφατης συμφωνίας Σομαλίας-Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης τουρκικής βάσης στο εξωτερικό. Συγχρόνως, η Τουρκία είναι σύμμαχος με το πλούσιο Κατάρ και παραμένει χρηματοδότης τρομοκρατικών οργανώσεων σε πολλές αραβικές χώρες αλλά και σε άλλες, μη αραβικές, στην Αφρική, όπου έχει αναπτύξει ενεργητική διπλωματία. Ήδη, τον Αύγουστο του 2024, μετά από μια γρήγορη συμμαχία, Τούρκοι στρατιώτες βρίσκονταν στον Νίγηρα καλύπτοντας το κενό που άφησαν οι κυνηγημένοι Δυτικοί. Ο Νίγηρ, πλούσιος μεταξύ άλλων σε ουράνιο, αφενός συνορεύει άμεσα με την Λιβύη, αφετέρου δεν είναι μακριά από την ίδια την Αίγυπτο.
Η επιθετική τουρκική πολιτική ενάντια στα συμφέροντα της Αιγύπτου εκδηλώθηκε απότομα με την εμφάνιση της τουρκικής ισλαμικής ατζέντας μόλις πήρε την εξουσία στην Αίγυπτο ο ισλαμιστής πρόεδρος Μόρσι, ο οποίος αναζητούσε εξωτερικά ερείσματα. Ο Ερντογάν, προφανώς, είχε νομίσει ότι θα μπορούσε να «κηδεμονεύσει» τον άπειρο ισλαμιστή πρόεδρο, όμως, η πρώτη επίσκεψη του Μόρσι στο εξωτερικό (Ιούλιος 2012) είχε προορισμό την Σαουδική Αραβία και αυτό αποτέλεσε σήμα κινδύνου για τον υπερφίαλο Τούρκο. Σημειώνεται, ότι αμέσως μετά την πτώση του Μουμπάρακ η Σαουδική Αραβία είχε χορηγήσει στην Αίγυπτο οικονομική βοήθεια ύψους 2 δισ. δολαρίων.
Με την πτώση του Μόρσι (γεγονός που ενθουσίασε τον βασιλικό οίκο της Σαουδικής Αραβίας, διότι προτιμά την αυταρχική σταθερότητα από τις αραβικές εξεγέρσεις) και την ανάληψη της εξουσίας στην Αίγυπτο από τον Σίσι, η σύγκρουση των δύο ηγετών, Σίσι και Ερντογάν, υπήρξε μετωπική και οδήγησε σε διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των χωρών τους, οι οποίες αποκαταστάθηκαν με την τοποθέτηση πρέσβεων, μόλις τον Ιούλιο του 2023. Στο διάστημα αυτό οι δύο χώρες βρέθηκαν αντίπαλες σε πολλές διεθνείς διενέξεις, όπως στους πολέμους στην Συρία και στην Λιβύη, στον οικονομικό αποκλεισμό του Κατάρ και (λιγότερο) στο θέμα του νομικά ανυπόστατου τουρκο-λιβυκού μνημονίου για τα όρια των Θαλάσσιων Ζωνών Τουρκίας-Λιβύης.
Παρά την διακοπή των διπλωματικών τους σχέσεων, οι εμπορικές και ευρύτερα οι οικονομικές σχέσεις Αιγύπτου-Τουρκίας συνέχισαν να αναπτύσσονται. Η αξία του όγκου των μεταξύ τους συναλλαγών αυξήθηκε 32,6%, από 3 δισ. δολάρια το 2021 στα 4 δισ. δολάρια το 2022, σύμφωνα με την αρμόδια αιγυπτιακή Υπηρεσία. Σημαντική είναι η συνεργασία των δύο χωρών στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας δεδομένου ότι οι τέσσερις μεγαλύτερες κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες στην Αίγυπτο είναι τουρκικές. Επιπλέον, μετά την επίσημη επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν στην Αίγυπτο (14 Φεβρουαρίου 2024), η Αίγυπτος, λόγω της δεινής οικονομικής της κατάστασης, διαπραγματεύεται σήμερα την πώληση του λιμανιού της Αλεξάνδρειας στην Τουρκία παρά τις μεταξύ τους σταθερές σχέσεις αντιπαλότητας. Εποχή ισχνών αγελάδων γαρ, με την Αίγυπτο να δείχνει, ότι επιθυμεί να κερδίσει χρόνο ελπίζοντας στην βελτίωση της οικονομίας της κατευνάζοντας προς το παρόν τον αντίπαλό της.
Οι προσεγγίσεις της Αιγύπτου από την Ρωσία και την Κίνα
Οι σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Ρωσίας είναι καλές. Ο πρόεδρος Σίσι ήδη κατά την διάρκεια της πρώτης προεδρικής θητείας του προσπάθησε να εντατικοποιήσει τις σχέσεις με την Ρωσία και να μειώσει έτσι την εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Η Αίγυπτος συμμετείχε μαζί με άλλα 48 αφρικανικά κράτη στην δεύτερη Σύνοδο «Ρωσία – Αφρική 2023», που έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2023 στην Αγία Πετρούπολη. Όπως προέκυψε από διαρροή διαβαθμισμένων εγγράφων των ΗΠΑ, καταγράφηκε μια διπλωματική παρασπονδία της Αιγύπτου. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι η Αίγυπτος είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος αποδέκτης βοήθειας των ΗΠΑ έχοντας λάβει από το 1979 μέχρι σήμερα, όπως προαναφέρθηκε, τεράστια στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, φαίνεται να δοκίμασε (2017) να εφοδιάσει την Ρωσία με 40.000 πυραύλους και πυρίτιδα ως ανταπόδοση απροσδιόριστων υπηρεσιών που είχε προσφέρει η Ρωσία σε αυτήν.
Ο πρόεδρος Σίσι έδωσε βέβαια διαβεβαιώσεις για μη εμπλοκή της χώρας του στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και κάλεσε και τις δύο να σταματήσουν τον πόλεμο και να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η συγκεκριμένη πληροφόρηση αποτέλεσε έναν ισχυρό κλονισμό της αξιοπιστίας της Αιγύπτου ως συμμάχου των ΗΠΑ. Επίσης, κρυφές αγορές της Αιγύπτου, το ίδιο έτος, στρατιωτικού εξοπλισμού από την Βόρεια Κόρεα οδήγησαν σε περιορισμό της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ προς την Αίγυπτο. Σύμφωνα με νεότερα έγγραφα, ο πρόεδρος Σίσι εγκατέλειψε το σχέδιό του να προμηθεύσει την Ρωσία με πυραύλους και σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ προμήθευσε το πυροβολικό της Ουκρανίας με βλήματα αιγυπτιακής παραγωγής.
Στις πιο πρόσφατες εξελίξεις περιλαμβάνονται τα εγκαίνια (Ιανουάριος 2024) της κατασκευής στην Αίγυπτο σταθμού τεσσάρων μονάδων παραγωγής πυρηνικής ενέργειας από την κρατική Rosatom συνολικής παραγωγικής δυναμικότητας 4,8 gigawatts και οι κοινές ρωσο-αιγυπτιακές ναυτικές ασκήσεις που πραγματοποιήθηκαν ανοικτά της Αλεξάνδρειας, τον Ιούνιο του 2024. Όσον αφορά τις σχέσεις Αιγύπτου-Κίνας, η Αίγυπτος υπήρξε, επί Νάσερ, η πρώτη αραβική και η πρώτη αφρικανική χώρα που συνήψε (1956) διπλωματικές σχέσεις με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η σημασία της οποίας στην εξωτερική πολιτική της Αιγύπτου υπήρξε στα επόμενα χρόνια πολύ σημαντική. Ακόμη και ο πρόεδρος Μόρσι πρόλαβε και καλλιέργησε τις διμερείς σχέσεις Αιγύπτου-Κίνας επισκεπτόμενος το Πεκίνο λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Το ίδιο έπραξε και o πρόεδρος Σίσι. Το 2014 οι δύο χώρες υπέγραψαν μια συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας. Η αξία των αιγυπτιακών εξαγωγών στην Κίνα αυξήθηκε από 693 εκ. δολάρια το 2017 στα 1,8 δισ. δολάρια το 2022 και για οκτώ συνεχόμενα έτη η Κίνα παραμένει o
μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αιγύπτου.
Η ταχύτατη, όμως, αύξηση των κινεζικών επενδύσεων στην Αίγυπτο κατά την τελευταία οκταετία επιδρά αρνητικά, τόσο στις οικονομικές σχέσεις Αιγύπτου-ΗΠΑ, όσο και σε θέματα ασφάλειας μεταξύ των δύο τελευταίων. Ιδιαίτερα μετά την συμφιλιωτική μεσολάβηση της Κίνας μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, η επιρροή της Κίνας στην Αίγυπτο αυξήθηκε αισθητά τόσο στα κυβερνητικά κλιμάκια όσο και στην κοινή γνώμη, η οποία βλέπει με εχθρικό μάτι τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, κυρίως τους τελευταίους μήνες που διαρκεί η ανελέητη επίθεση του Ισραήλ στην Γάζα. Επίσης, οι πολύ στενές σχέσεις της Αιγύπτου με την Κίνα λειτουργούν ανασχετικά και στην προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων της με την Ινδία, οι οποίες επιβαρύνονται και από την απόσταση που κρατά η τελευταία έναντι του μουσουλμανικού κόσμου.
Τελικά, με την πολύπλευρη συνεργασία της η Αίγυπτος εξασφαλίζει μειωμένες τιμές προϊόντων στις εισαγωγές της από την Ρωσία, σημαντική δωρεάν στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ και χρήσιμες επενδύσεις στις υποδομές της από την Κίνα. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση έσπευσε και πρόσφερε πρόσφατα σημαντική οικονομική βοήθεια προς ανακούφιση του δημοσιονομικού προβλήματος της Αιγύπτου ελπίζοντας σε αιγυπτιακή βοήθεια, όσον αφορά την προσπάθεια ανάσχεσης του ανεπιθύμητου μεταναστευτικού ρεύματος προς την Ευρώπη. Η Αίγυπτος έχει εξελιχθεί σε ένα ιδιαίτερα κομβικό κράτος για την ασφάλεια της Μέσης Ανατολής και ακόμη σε περίπτωση μιας πιθανής οικονομικής της κατάρρευσης εκτιμάται, ότι χείρες βοηθείας θα συνεχίσουν να δίδονται από όλες τις πλευρές του ορίζοντα δεδομένου ότι από στρατιωτική άποψη δεν κινδυνεύει άμεσα από καμία των γειτονικών της χωρών, οι οποίες δεν είναι σε θέση να χρησιμεύσουν ούτε ως εργαλεία τρίτων εις βάρος της αιγυπτιακής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας.