Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Ο τουρισμός είναι μια πολύ παλιά υπόθεση της ανθρωπότητας. Όμως ο μαζικός τουρισμός είναι «φρούτο» του εικοστού αιώνα. Σε όλες τις εποχές υπήρχαν μέλη των ανώτερων τάξεων με επαρκή οικονομική άνεση, που ταξίδευαν για αναψυχή, για ενημέρωση, για εξερεύνηση, για περιπέτεια, για να προσκυνήσουν. Επρόκειτο όμως για λιγοστούς ανθρώπους με υψηλή συνήθως μόρφωση και βιωματικές ανησυχίες, που έμπαιναν στον πειρασμό και στην ταλαιπωρία –για τα μέσα εκείνων των αιώνων- να διασχίσουν τα σύνορα της χώρας που ζούσαν και να ψάξουν βιώματα, γνώσεις και εικόνες σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, συχνά επικίνδυνους.
Ήταν η βιομηχανική επανάσταση, η ραγδαία βελτίωση των μέσων μεταφοράς που σμίκρυναν δραστικά τις αποστάσεις και τα κόστη, αλλά και η αλλαγή του τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα και της αντίληψης των ανθρώπων για την ζωή, για να δούμε αυτό που σήμερα αναγνωρίζουμε ως «μαζικό τουρισμό». Την συστηματική μεταφορά δηλαδή εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων από τον τόπο που ζουν σε άλλα μέρη για να ξεκουραστούν, να διασκεδάσουν, να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς και άλλες θρησκείες, να γευτούν άλλα φαγητά και ποτά, να νιώσουν για λίγες μέρες πολίτες όλου του κόσμου και όχι μόνο του δικού τους μικρόκοσμου.
Αυτό που σήμερα είναι αυτονόητο για τον μέσο άνθρωπο του αναπτυγμένου κόσμου, το να πάει δηλαδή μια ή δύο βδομάδες τον χρόνο διακοπές, ήταν κάτι αδιανόητο μέχρι και για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πολύ περισσότερο για τον άνθρωπο του 19ου ή του 18ου αιώνα. Όπως αδιανόητο συνεχίζει να είναι και σήμερα για την φτωχολογιά του Τρίτου Κόσμου.
Στον δικό μας κόσμο, για να δούμε αυτό το φαινόμενο, έπρεπε πρώτα ν’ αλλάξουν πολλά. Να έρθει η βιομηχανική επανάσταση που έφτιαξε τις θηριώδεις μεγαλουπόλεις με κατοίκους που εργάζονται με σχέσεις μισθωτής εργασίας –ο αγρότης δεν απομακρύνεται από την γη του-, να δημιουργηθεί ικανό απόθεμα πλούτου ώστε να περισσεύει κάτι για ξεκούραση, να απλωθούν εκατομμύρια χιλιόμετρα από σιδηροδρομικές ράγες και ασφαλτοστρωμένους δρόμους, να γεμίσουν οι θάλασσες με ασφαλή και γρήγορα πλοία, οι αιθέρες με αεροπλάνα. Μόνο τότε δημιουργήθηκε η κουλτούρα της μαζικής μεταφοράς.
Για έναν οποιοδήποτε Ευρωπαίο ή Αμερικανό των προηγούμενων αιώνων, θα φαινόταν πραγματική παλαβομάρα αυτό που σήμερα όλοι μας ονειρευόμαστε για εντεκάμισι μήνες κάθε χρόνο. Να πάμε ένα δεκαπενθήμερο, να ξαπλώσουμε άπραγοι στην άμμο της ακροθαλασσιάς και να …μαυρίζουμε. Ας μην ξεχνούμε ότι από την αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού μέχρι και το 1950-60, αυτό που ξεχώριζε τον πλούσιο από τον φτωχό, τον αριστοκράτη από τον λασποαίματο, ήταν το χρώμα της επιδερμίδας του. Μαυρισμένοι από τους ήλιους ήταν οι αγρότες, οι δούλοι παλιότερα, οι χειρώνακτες, οι έμποροι. Τα μέλη των ανωτέρων τάξεων, κλεισμένοι μέσα στα μέγαρα τους διαχειρίζονταν τον πλούτο τους και κυβερνούσαν τον κόσμο μακριά από τις «χυδαίες» ακτίνες του ήλιου. Αντιστοίχως, όμορφες και αριστοκράτισσες κυρίες ήταν οι κάτασπρες, οι αλαβάστρινες. Γυναίκα μαυρισμένη από τον ήλιο ήταν είτε υπηρέτρια, εργάτρια, αγρότισσα ή πόρνη.
Μεμονωμένος τουρισμός υπήρχε σ’ όλους του αιώνες μετά τον μεσαίωνα. Αλλά αφορούσε τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα και υπηρετούσε κάποιο σκοπό, συνηθέστερα θρησκευτικό. Η χριστιανική Ευρώπη πάντα ταξίδευε προς τους Αγίους τόπους για να προσκυνήσει, ο μουσουλμανικός κόσμος θεωρούσε καθήκον του να κάνει μια φορά μέσα σε τούτη τη ζωή το μακρινό ταξίδι προς την Μέκκα, τον καιρό της Παπικής παντοδυναμίας οι πληθυσμοί της βόρειας Ευρώπης κατέβαιναν στην Ρώμη για ν’ αγοράσουν συγχωροχάρτι που τους εξασφάλιζε τον παράδεισο. Τον καιρό της Αναγέννησης, φωτεινά πνεύματα που έψαχναν τον μίτο της γνώσης, ταξίδευαν για να ανακαλύψουν τα ερείπια της αρχαίας Ελλάδας και της Φαραωνικής Αιγύπτου, όμως μαζική μετακίνηση πληθυσμών δεν υπήρχε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Τα πρώτα ψήγματα αυτού που ξέρουμε σήμερα ως «τουρισμό αναψυχής» εμφανίστηκαν στα μέσα και στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η υπερπλούσια αστική τάξη της βιομηχανικής Αγγλίας άρχισε να ταξιδεύει για ξεκούραση στα παράλια της νότιας Γαλλίας, στην περιοχή γύρω από τις Κάννες.
Το έκαναν όμως για πολύ συγκεκριμένους λόγους και εντελώς ανάποδα σε σύγκριση με την δική μας εποχή. Χρησιμοποιώντας το καινουριοφτιαγμένο σιδηροδρομικό δίκτυο, πήγαιναν στην νότια Γαλλία όχι το καλοκαίρι, αλλά τον χειμώνα. Ο χρόνος των τότε διακοπών της Βρετανικής αστικής τάξης ήταν ο Δεκέμβριος, ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος. Ο χειμώνας στο υγρό Λονδίνο ήταν ανυπόφορος, όπως και η αιθάλη από τα εκατομμύρια τζάκια που έκαιγαν στην πόλη τον καρό του αφόρητου κρύου.
Ο Βρετανικός τουρισμός στις Γαλλικές ακτές μεταβλήθηκε σε φρενίτιδα όλων των ευρωπαίων αστών, με την ανάπτυξη ενός ακόμα φαινομένου της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής εποχής. Των εφημερίδων. Οι εφημερίδες όλης της Ευρώπης δημοσίευαν ανταποκρίσεις για την περίεργη αυτή μόδα των Άγγλων βιομηχάνων και τραπεζιτών να ταξιδεύουν σε ηπιότερα κλίματα για να περάσουν τον χειμώνα, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να συρρέουν εκεί συνάδελφοι τους από όλη της Ευρώπη και από την Ρωσία. Έκπληκτοι οι φτωχοί Γάλλοι αγρότες και ψαράδες του νότου, έβλεπαν ζάπλουτους Άγγλους, Γερμανούς, Ολλανδούς, Ρώσους και άλλους να καταφθάνουν με τις τουαλέτες τους, τα φράκα τους, τα ομπρελίνα τους και να κάνουν επίδειξη πλούτου στα χωράφια τους. Χτίστηκαν εξοχικά μέγαρα, επαύλεις, ξενοδοχεία, κέντρα διασκέδασης, καζίνο, όπερες, ανάμεσα στα αμπέλια και στις ψαροκαλύβες.
Μεσογειακές χώρες που σήμερα είναι πολύ της μόδας για τις παραλίες και τον ήλιο τους, τότε ήταν απροσπέλαστες και εντελώς πρωτόγονες. Ποιος θα ταξίδευε τότε για αναψυχή στην Οθωμανική Ελλάδα ή στην ημιάγρια νότια Ιταλία ή στην πάμφτωχη κάτω Ισπανία; Αλλά και οι πελάτες ήταν λιγοστοί. Χρειάστηκαν οι μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες των αρχών του 20ου αιώνα για να αναγνωριστεί στον εργάτη και στον υπάλληλο της μεγαλούπολης το δικαίωμα της κυριακάτικης ξεκούρασης κατ’ αρχήν και πολύ αργότερα αυτό των διακοπών, που συνδέθηκε άρρηκτα με την περίφημη «άδεια μετ αποδοχών». Αλλιώς πως θα ταξίδευαν δίχως χρήματα; Στην Ελλάδα η «σχόλη» της Κυριακής άρχισε να δίνεται σταδιακά από τις συντεχνίες προς τους υπαλλήλους τους την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, το ολόκληρο Σαββατοκύριακο δόθηκε σχεδόν έναν αιώνα μετά. Στην Αμερική οι «δυο βδομάδες άδεια μετ’ αποδοχών» δόθηκε το 1930, στην Ευρώπη με πρώτη την Γαλλία το 1936.
Αυτό που σήμερα ονομάζουμε «βαριά βιομηχανία του τουρισμού» ξεκίνησε μετά το 1950.
Αλλά και τότε οι μετακινούμενοι πληθυσμοί μαζί με τις αλλαγές που έγιναν στους χώρους υποδοχής των τουριστών, δεν είχαν καμιά σχέση με την σημερινή έκταση του φαινομένου, ούτε με τους οικονομικούς τζίρους που το συνοδεύουν. Κανένας επίσης δεν θα μπορούσε να φανταστεί πόση επίδραση θα είχε ο μαζικός τουρισμός σε πόλεις, σε περιοχές, σε ολόκληρες χώρες και σε μεγάλα τμήματα των πληθυσμών τους. Η Ελλάδα μετέχει σ’ αυτή την βαριά βιομηχανία, εισπράττοντας όλα τα οφέλη αλλά και όλες τις παρενέργειες της. Μια διδακτορική μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα υπολόγιζε ότι ο αριθμός των τουριστών που επισκέφτηκε την Ελλάδα μόνο μέσα στο 2022, ήταν μεγαλύτερος από τον συνολικό αριθμό ξένων υπηκόων που μπήκε στην χώρα από το 1900 μέχρι το 1950. Μια χρονιά για μισό αιώνα.