Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Tου Δρ. Κωνσταντίνου Μπούρα
Το θέατρο αποτελούσε κι αποτελεί πάντα έναν μεγεθυντικό-παραμορφωτικό -ενίοτε ωραιοποιητικό, ενίοτε ομοιοπαθητικό- καθρέφτη της κοινωνίας, με σημαντική χρονοκαθυστέρηση όμως που φτάνει από 30 έως 130 ή και…300 χρόνια!
Οι πειραματισμοί των αρχών τού εικοστού αιώνα μόλις τώρα έχουν γίνει κοινό κτήμα τής Πανανθρώπινης Συλλογικής Συνειδητότητας.
Το «κλασικό» είναι δοκιμασμένο, κοινώς αποδεκτό, αποκωδικοποιημένο. Συνήθως μια γενιά αρκεί, ειδικά εάν μεσολαβήσουν οι θεωρητικοί.
Το σύγχρονο παγκόσμιο ρεπερτόριο συναπαρτίζεται από έργα της Αναγέννησης και μεταγενέστερα με έμφαση στον Σαίξπηρ, στον Μολιέρο, στον Τσέχωφ, στον Ίψεν, στον Στρίντμπεργκ, στον Μπέκετ και λιγότερο στον Γκολντόνι, στον Λόρκα, στον Λόπε ντε Βέγκα, στον Ιονέσκο, στον Αρραμπάλ… ενόσω «πρωταγωνιστεί» ο μυθιστοριογράφος Ντοστογιέφσκι. Σε μικρότερη κλίμακα, δραματοποιήθηκαν οι διεθνείς ντόπιοι Παπαδιαμάντης και Βιζυηνός που δεν έγραψαν για το θέατρο. Εξαίρεση ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος που ευτύχησε να δει εν ζωή τους δραματικούς του μονολόγους να καθηλώνουν ελληνόφωνο και γαλλόφωνο κοινό.
Το αρχαίο δράμα βέβαια είναι ένας σταθερός τόπος φυγής και καταφυγής, αφού εκεί εκφράστηκαν πρώτη φορά θέματα σύγκρουσης της ατομικής ελευθερίας με το κοινωνικό συμφέρον.
Όμως τι γίνεται με τις εκάστοτε «πρωτοπορίες»; Υπάρχουν αληθινοί πειραματισμοί ή μήπως επανερχόμαστε με κυκλικό-παραβολικό τρόπο στην ελικοειδή περιστροφή μας γύρω από το υπαρξιακό Κοινό, το Μηδέν, το πρωταρχικό Τίποτα; Μήπως η Τέχνη διεθνώς κυνηγάει την ουρά της, όπως άλλωστε κι ο συμπαντικός «ουροβόρος όφις»;
Το λεγόμενο “physical theater” δεν είναι τίποτα περισσότερο από την πανάρχαια παντομίμα (με τελετουργικό ή κοσμικό περιεχόμενο).
Βεβαίως, η Τεχνολογία φέρνει κάθε φορά καινούργια εργαλεία, νεόκοπα μέσα, καινοφανείς ευκολίες στην σκηνική-ποιητική συνδημιουργική πράξη. Κι εκεί οι καλλιτέχνες αποδεικνύουν τα γοργά ή καθυστερημένα ανακλαστικά τους.
Η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία επέτρεψε εδώ και μερικές δεκαετίες την ταυτόχρονη βιντεοσκόπηση-προβολή τού θεατρικού γίγνεσθαι (με ή χωρίς την συμπερίληψη τού εκάστοτε κοινού).
Το ηχοτοπίο εμπλουτίζεται πια με τεχνικές που παραπέμπουν στους disk jockey.
Οι διαδικτυακές πλατφόρμες επιτρέπουν το livestreaming και την διάδραση.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υποβοηθούν την άμεση κοινωνικοποίηση τού καλλιτεχνικού προϊόντος.
Οι «πολιτιστικές βιομηχανίες» ευνοούνται από την Ουνέσκο κι επιχορηγούνται από κρατικά και κοινοτικά ευρωπαϊκά κονδύλια.
Πολλοί παραπονούνται μωρολογώντας και μεμψιμοιρούν θρηνώντας για την «κρίση του θεάτρου», για την έλλειψη σύγχρονων μεγάλων «δραματικών ποιητών», όμως οι δραματουργοί κινδυνεύουν παγκοσμίως από υπερκόπωση (μεταφέροντας σε σκηνή-οθόνη μεγάλα αριστουργήματα της παγκόσμιας Λογοτεχνίας).
Σε αυτό το ιδιότυπο χρηματιστήριο των ιδεών ισχύει ό,τι και στο Stock Market: παπαγαλάκια, φούσκες, υπεραξίες, μεσάζοντες…
Ο Κριτικός οφείλει κάθε φορά να βοηθάει τόσο τον καλλιτέχνη όσο και τον επαρκή θεατή να ξεχωρίζει μέσα από την πρόσκαιρη αιθαλομίχλη το πολιτισμικό διαμάντι από το ανακυκλώσιμο μιας χρήσεως κατασκεύασμα.
Υπάρχει σαφής διάκρισις των επιθέτων «πολιτιστικός» (σημαίνει δράση, κίνηση, στόχο, σκοπό) και «πολιτισμικός» (υπονοεί αξία, διάρκεια, ουσία).
Όσον αφορά το τωρινό νεοελληνικό θεατρικό πεδίο κυριαρχούν τα κλασικά κείμενα, η καθυστερημένη (κατά μία γενιά) εισαγωγή ληγμένων πρωτοποριών τής Εσπερίας, ελάχιστοι πρωτότυποι πειραματισμοί και πολλές ανήθικες λογοκλοπές. Οι μεταπράτες-μεταποιητές επιβεβαιώνουν τον παγκόσμιο κανόνα τής «χρυσής μετριότητας» και το ευθυμογραφικό πικρό ρητό «μετά την απομάκρυνσιν από το ταμείον ουδέν λάθος αναγνωρίζεται».
Όμως υπάρχουν και οι καινοφανείς αστέρες (άλλοτε μετεωρίτες άλλοτε «κομήτες») που θα καταστούν ενδεχομένως φωστήρες τού μέλλοντος κόσμου εάν τους αφήσουμε να ανθίσουν, εάν καλλιεργήσουμε την προσοχή μας προς αυτή την κατεύθυνση αποστρέφοντας το βλέμμα μας από την κυρίαρχη πλήξη τού main stream.
Έτσι, μετά από αυτόν τον εκτενή αλλά άκρως αναγκαίο εκτεταμένο πρόλογο, οφείλω να επισημάνω την ύπαρξη μίας συνεκτικής (αλλά ανεπτυγμένης μέσα στον χρόνο) θεατρικής ομάδας με το άκρως συμβολικό-ειρωνικό-αυτοσαρκαστικό όνομα “Ginger Creepers Band”, που παρουσιάζει κυρίως σε μη αμιγώς θεατρικούς χώρους ένα σύνθετο οπτικοακουστικό θέαμα-ακρόαμα βασισμένο ΚΑΙ πάνω στην πασίγνωστη παραλογή «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», εκεί όπου τα πτηνά ομιλούν και το δημοτικό τραγούδι θριαμβεύει μέσα από την πολυετή ανωνυμία τής μορφικής λειάνσεώς του.
Παρακολουθώ αυτούς τους ρηξικέλευθους καλλιτέχνες άμα τη εμφανίσει τους, συναισθάνομαι την αγωνιώδη περιπλάνησή τους από κείμενο σε κείμενο, από ρυθμό σε ρυθμό, από σκηνή σε σκηνή, από είδος σε άλλο είδος και καταλαβαίνω τι σημαίνει πρωτοπορία και πειραματισμός στην πράξη: αυτό που θα έπρεπε να είναι το σύγχρονο θέατρο εάν στηριζόταν στην Αλήθεια και σε τίμιες, ειλικρινείς προθέσεις. Τα αποτελέσματα είναι συνήθως πολυποίκιλα, άνισα, αστάθμητα, διαλείποντα… εκλείπουν, διαλανθάνουν την προσοχή ή την υπομονή μας, εάν όμως επιμείνεις, υπάρχει και μίτος τής Αριάδνης και πολιτισμικός λαβύρινθος που θα επιθυμούσες να διαβείς.
Προσωπικά, αυτό το μιξάζ ήχων, ετούτο το μοντάζ εικόνων με ταξίδεψε πέρα από την τρέχουσα «βροχή» που θολώνει την εσωτερική όρασή μας και συνθέτω αυτό το σημείωμα προκειμένου να καταστήσω σαφές πως οι αυριανοί κλασικοί κρύβονται κι από τον εαυτό τους ακόμα στις παρυφές τού ανακυκλούμενου ανιαρού παρόντος, που έχει αρραβωνιαστεί την πλήξη κι αναμασάει το καθιερωμένο απλώς και μόνο επειδή είναι εύπεπτο κι όχι γιατί το καταλαβαίνει απαραιτήτως.
Αναζητείστε λοιπόν το «JINX, μια παράσταση των Ginger Creepers Theater Band εμπνευσμένη από την παραλογή Του Νεκρού Αδερφού».