Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δρ Κωνσταντίνου Μπούρα
Ο «Πλατόνωφ», το αποτυχημένο πρώτο έργο τού Άντον Τσέχωφ γνωρίζει δόξες έναν αιώνα μετά.
Τρεις παραστάσεις του την ίδια θεατρική περίοδο, τρεις διαφορετικές αναγνώσεις: «μεταμοντέρνα» στο θέατρο ΘΗΣΕΙΟΝ, παραδοσιακή αφηγηματικότητα στο θέατρο ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟΥ, μαγικός ρεαλισμός στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ, σε προσεκτική «κλασική» σκηνοθεσία από τον Adolf Shapiro, που τους ντύνει στα λευκά, χωρίς και να τους αθωώνει.
Τι συμβαίνει όμως με αυτό το κείμενο; Η μεταβατική μεταιχμιακή εποχή τού ιατροφιλόσοφου που συμπόνεσε τους μουζίκους τής προεπαναστατικής Ρωσίας ταιριάζει σε όλες τις πολιτιστικές μεταβάσεις σε άλλα συμφραζόμενα.
Ο Τσέχωφ νομίζει πως γράφει «κωμωδίες», γιατί μπήγει το σατιρικό νυστέρι του βαθιά στους αποσαθρωμένους κοινωνικούς ιστούς. Η παλαιά αριστοκρατία που βασίζεται σε φεουδαρχικά φέουδα, οι απελεύθεροι σκλάβοι, οι ανερχόμενοι νεόπλουτοι μικροαστοί, όλες, όλοι και όλα παρελαύνουν εμπρός από τον μεγεθυντικό, παραμορφωτικό του φακό με την ακρίβεια κολεόπτερου.
Είναι αδέκαστος, αντικειμενικός μάρτυρας της εποχής του. Όπως οι μεγάλοι δημιουργοί βάζει και τον εαυτό του μέσα στο κάδρο που φιλοτεχνεί. Ο γιατρός ως φιγούρα, τύπος, χαρακτήρας ενυπάρχει σε όλες του τις δραματικές απόπειρες. Εδώ, σε αυτό το πρωτόλειο όχι και τόσο τιμητικά: είναι τεμπέλης, παραδόπιστος, επίορκος (δεν τιμάει τον όρκο που έδωσε στον Ιπποκράτη) και αφήνει τους κακόμοιρους ασθενείς να πεθάνουν με την ησυχία τους. Στα άλλα, στα επόμενα ώριμα έργα του όμως συμπτύσσει τους χαρακτήρες του ανεξάρτητου, αδέσμευτου ερασιτέχνη φιλοσόφου Πλατόνωφ και του γιατρού σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Διατηρεί όμως πάντα τον «αιώνιο φοιτητή» που δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του κι εκτελεί χρέη οικοδιδασκάλου, μεταφραστή ή παράσιτου (κατά το αρχαιοελληνικό και – κυρίως – το ρωμαϊκό πρότυπο).
Ο Στανισλάβσκι ανεβάζοντας τα κλασικά πλέον έργα τού Τσέχωφ τους προσέδωσε ερεβώδες υπαρξιακό βάθος προσθέτοντας λελογισμένες δόσεις μελοδραματισμού. Έτσι επέτυχε την καθιέρωσή του και την διάδοση ενός έργου που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε επισκιαστεί από την ευθυμογραφική, επιφυλλιδογραφική ενασχόληση τού «αγροτικού γιατρού», που είδε τυπωμένα πάμπολλα καυστικά, χιουμοριστικά διηγήματά του που θυμίζουν σύγχρονα κόμικς.
Αντίθετα από τον Παπαδιαμάντη ή τον Ντοστογιέφσκι, πέρα από τον πολιτικοποιημένο Γκόρκι, ο Τσέχωφ είναι απολίτικος, «συμβιβασμένος», σχεδόν «συστημικός». Απλώς επιταχύνει τις ιδεολογικές διεργασίες με την απαραίτητη κοινωνική αυτοκριτική. Έτσι, η μαγεία αυτού του πρώτου του δραματικού έργου έγκειται στο γεγονός ότι δεν έχει βρει ακόμη τις απαραίτητες ισορροπίες που εξασφαλίζουν την ομαλή εφαρμογή τής θεατρικής συνθήκης. Εδώ στρέφει τον παραμορφωτικό του φακό κατευθείαν πάνω στον/στη/στο θεατή τής εποχής του χωρίς να τον ωραιοποιεί, δίχως να τον κολακεύει, κάτι που – προφανώς – δεν τους άρεσε και το έργο κατέβηκε τότε άδοξα κακήν-κακώς επαυξάνοντας την συσσωρευμένη πίκρα και επιβαρύνοντας την ήδη υποφώσκουσα θλίψη τού γράφοντος-παρατηρούντος.
Αυτό είναι το μυστικό τής επιδραστικότητας τού Τσέχωφ: είναι αντικειμενικός παρατηρητής κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών ζυμώσεων. Είναι ο ιδανικότερος – ως φαίνεται – μάρτυρας της εποχής του στο Δικαστήριο τού Χρόνου.
Σήμερα βιώνουμε ανάλογες μεταβολές στο πολιτιστικό και ιδεολογικό μας «εποικοδόμημα». Ο Πλατόνωφ σταματάει να σκεφτεί ενόσω οι άλλοι τρέχουν χωρίς να ξέρουν γιατί. Είναι περισσότερο επίκαιρος παρά ποτέ.
Μία παρατήρηση: το διάλειμμα στην πειραϊκή παράσταση κατακερματίζει τον σκηνικό ρυθμό και οδηγεί τους κουρασμένους (από την ολοήμερη εργασία τους θεατές) στον παρακείμενο σταθμό τού μετρό.
Ο Ρώσος σκηνοθέτης έδωσε μία «ακαδημαϊκή», απολύτως στιλβωμένη παράσταση δίχως ψεγάδια. Η πλήξη των ξεπεσμένων μεγαλοαστών, οι τάσεις φυγής όλων, τα μεγάλα αστικά κέντρα (Μόσχα, Παρίσι) με τις ψυχαγωγικές διεξόδους που παρέχουν είναι οι ευτοπικοί παράδεισοι που ονειρεύονται οι αργόσχολοι όλου τού τσεχωφικού κόσμου, τους οποίους γελοιοποιεί χωρίς ενδοιασμούς. Κι εδώ αποτυγχάνουν πολλοί, πάμπολλοι ερμηνευτές τού αθάνατου έργου του, γιατί τους ξεφεύγει η βιτριολική διάθεση τού μεγάλου ψυχογράφου. Δεν ταυτίζεται με τα δραματικά του πρόσωπα και δεν μας προτρέπει σε εξεζητημένες ασκήσεις ενσυναίσθησης. Τα βλέπει ως καρικατούρες, ως έμψυχες κούκλες που μιμούνται τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Παραστάσεις έως 28 Απριλίου 2024