Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επικ. Καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στον δημόσιο διάλογο την εβδομάδα που μας πέρασε ήταν οι στίχοι του Πάνου Βλάχου «Μέσα σ’ ένα σάκο βάλτε Άδωνι και Πορτοσάλτε». Από κάποιους οι στίχοι αυτοί θεωρήθηκαν ως έκφραση του σατιρικού είδους, ένας τρόπος αντίδρασης στο κατεστημένο σύστημα, μια μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στον αντίποδα βρέθηκαν όλοι εκείνοι που εντόπισαν ένα σαφέστατα βίαιο προσκλητήριο εξόντωσης, μια πράξη εναντίον της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής δύο ανθρώπων. Έτσι ξεκίνησε για ακόμη μια φορά η γνωστή συζήτηση, που ανακυκλώνεται στερεοτυπικά επαναλαμβανόμενη, γύρω από τις πολιτικές εκφάνσεις του χιούμορ και τα όρια της σάτιρας. Είναι ανάγκη λοιπόν να προσεγγιστεί η υφολογική ταυτότητα των στίχων προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα αιτήματα που εκφράζουν και επομένως ο σκοπός που επιτελούν.
Ευθύς εξ αρχής εκείνο το οποίο φαίνεται άμεσα είναι η επιλογή της έγκλισης του ρήματος, η προστακτική «βάλτε». Όπως μαθαίναμε στο σχολείο η προστακτική χρησιμοποιείται πάντα για να δηλώσει προσταγή ή προτροπή ή παράκληση. Ο καλλιτέχνης επομένως από τη σκηνή του θεάματος κινητοποιεί το κοινό του να βάλει μέσα σε έναν σάκο δύο πρόσωπα. Αυτό που κυριαρχεί στους στίχους δεν είναι η δυσαρέσκεια έναντι του πολιτικού συστήματος ή του δημοσιογραφικού κόσμου, ούτε ένα αίτημα για αλλαγή προς κάτι καλύτερο. Σαφώς υποδεικνύεται η απαξίωση, ωστόσο η αντίδραση που προτείνεται βρίσκεται ξεκάθαρα έξω από την κοινωνία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τις αρχές της ευνομούμενης πολιτείας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο επεμβαίνουν οι υποστηρικτές της άποψης που βλέπουν τη σάτιρα ακόμη και ως είδος επιστρατευτικού διαγγέλματος οργής. Θεωρούν δηλαδή ότι η σάτιρα μπορεί να εκτελεί πλήρως το ρόλο της χωρίς να ασκεί καμία κριτική στο ήθος των δύο ανδρών, ενώ ταυτόχρονα εμπεριέχεται στον επιτελεστικό της ρόλο η προτροπή σε πράξεις βίας και εξόντωσης.
Η αλήθεια είναι ότι από την περίοδο της οικονομικής κρίσης η σάτιρα γύρω από τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα πήρε τον χαρακτήρα μιας έντονα φορτισμένης δημόσιας αντιπαράθεσης. Πολύ συχνά μάλιστα στόχευε στον κατάφωρο στιγματισμό του πολιτικού αντιπάλου, με βίαιες εκφάνσεις και απροκάλυπτα προσβλητικές εκδηλώσεις, ορθώνοντας έναν ακραία διχαστικό λόγο που ξέφευγε πλήρως από την διακωμώδηση. Άρχισε να αρθρώνεται έκτοτε ένας λόγος μίσους που η δυσαρέσκεια του κάθε καλλιτέχνη σήμαινε συλλήβδην την στοχοποίηση όσων αντιπαθούσε. Το χειρότερο όμως ήταν ότι το κοινό εθίστηκε, εξοικειώθηκε σταδιακά με αυτόν τον λόγο του μίσους. Κι ενώ η θεμελιώδης έννοια της δημοκρατικής πολιτικής είναι η αντιπροσώπευση, εντούτοις έγιναν αποδεκτά συνθήματα του τύπου «ή μας τελειώνουν ή τους τελειώνουμε» και «θα τους φάμε».
Δεν αμφισβητεί κανείς την γενικότερη απαξίωση της πολιτικής και της εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτικούς και δημοσιογράφους. Όταν όμως εκφεύγει κανείς της καταγγελίας και εκφράζει μια προστακτική ετυμηγορία και την «ποινή» του σάκου, μπορούν αυτά να εκληφθούν ως μέρος της σάτιρας; Οι περισσότεροι στρέφονται διαρκώς στον Αριστοφάνη προκειμένου να υπερασπιστούν ότι η σάτιρα δεν έχει όρια. Η αλήθεια είναι ότι ο Αριστοφάνης γνώριζε πολύ καλά να μεταχειρίζεται την κωμωδία για να περνάει σοβαρά πολιτικά διδάγματα μέσα από το γέλιο. Η πολιτική του σάτιρα εμπεριείχε και υβρεολόγια βάζοντας στο στόχαστρό της τον τρόπο άσκησης της πολιτικής αλλά και μεμονωμένα πρόσωπα με σκοπό να γίνει αφορμή για σκέψη πάνω σε ανθρώπους αλλά και θεσμούς.
Στην Ποιητική του ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει την βαθύτατα πολιτική διάσταση που έχει η κωμωδία πέρα από την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική. Το γέλιο όμως για τον Αριστοτέλη ήταν «ἀνώδυνον καὶ οὐ φθαρτικόν», δηλαδή χωρίς πρόκληση βλάβης ή πόνου για τους ανθρώπους.