Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Ειδικά στον τομέα της πολιτικής, οι βεντέτες ανάμεσα σε κορυφαία πρόσωπα που συνήθως ήταν οι αρχηγοί των μεγάλων παρατάξεων, ήταν πανταχού παρούσες
Μην έχετε την παραμικρή αμφιβολία ότι η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ που ξεκίνησε ως ιδεολογική και πολιτική αντίθεση περί της κομματικής φυσιογνωμίας, πολύ γρήγορα θα καταλήξει σε μια ανελέητη μάχη ανάμεσα σε πρόσωπα. Έτσι γίνεται πάντα. Είτε το θέλουμε, είτε δεν το θέλουμε, είτε το θεωρούμε σωστό, είτε όχι, τα πολιτικά πρόσωπα είναι που παίρνουν πάνω τους τις ιδεολογίες και τις πολιτικές πρακτικές. Αυτά συγκρούονται μεταξύ τους. Είναι πραγματικά σπάνιο να υπάρξει εσωκομματική ή διακομματική σύγκρουση, δίχως τελικά να καταλήξει σε προσωπική βεντέτα.
Εξάλλου, οι επικοινωνιολόγοι το ‘χουν από χρόνια ξεκαθαρίσει. Παντού στον κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα που της αρέσει να παριστάνει την εξαίρεση, ο κόσμος δεν αναζητά πολιτικές και ιδεολογίες. Αναζητά ηγέτες, στα χέρια των οποίων θα εμπιστευτεί την τύχη του. Ηγέτες στην κυβέρνηση, ηγέτες στα κόμματα, ηγέτες στις μεγάλες επιχειρήσεις, ηγέτες στον πολιτισμό και στις επιστήμες. Ιδέες, αντιλήψεις, ιδεολογικές αποχρώσεις, πολιτικές θέσεις… όλα προσωποποιούνται. Και όλες οι μεγάλες μάχες που έγιναν στην ελληνική πολιτική σκηνή ανέκαθεν, ήταν μάχες ανάμεσα σε καίρια και κορυφαία πρόσωπα. Ακόμα και ο ελληνικός εφοπλισμός, από την αντιπαράθεση Ωνάση και Νιάρχου σφραγίστηκε.
Κάθε μάχη, του παλιού με το καινούριο, του παραδοσιακού με το σύγχρονο, του δεξιού με το αριστερό, του θεόπληκτου με το θρησκευτικά ουδέτερο, του εθνικού με το διεθνιστικό, του συντεχνιακού με την ανοικτή αγορά, του προστατευτισμού με τον φιλελευθερισμό, έφερνε πάντα την σφραγίδα κάποιων προσώπων. Ειδικά στον τομέα της πολιτικής, οι βεντέτες ανάμεσα σε κορυφαία πρόσωπα, που συνήθως ήταν οι αρχηγοί των μεγάλων παρατάξεων, ήταν πανταχού παρούσες. Κι αν στις λογοτεχνικές και τηλεοπτικές βεντέτες ενυπάρχει πάντα η πιθανότητα ενός σασμού, στις πολιτικές βεντέτες τέτοιο πράγμα δεν υφίσταται.
Για να θυμηθούμε, δεν πρόλαβε να αποκατασταθεί η δημοκρατία στην χώρα το 1974 και άρχισε η μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή που εκλήθη απ’ το Παρίσι για να αποκαταστήσει την Δημοκρατία στην χώρα και στον Ανδρέα Παπανδρέου που ίδρυσε ένα μικρό, αλλά ριζοσπαστικό κόμμα και μπήκε φουριόζος στην μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή. Οι μονομαχίες των δύο ανδρών από τα έδρανα της Βουλής από το 1974 έως και το 1980, έμειναν ιστορικές.
Ο Καραμανλής αποκαλούσε τον Ανδρέα «αριστερά της αριστεράς», κυρίως για την θέση του εναντίον της ΕΟΚ, με τον Παπανδρέου να κατηγορεί τον Καραμανλή ότι κακώς προσδένει την Ελλάδα στο άρμα της Δύσης, με το σύνθημά του «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Λίγο πριν τις εκλογές του 1985, ο Παπανδρέου δεν ψήφισε τον Καραμανλή για ανανέωση της Προεδρικής του θητείας, πράγμα που ο Καραμανλής δεν του συγχώρησε ποτέ. Είπε αργότερα σε προσωπική συζήτηση, «αν ήμουν εγώ Πρόεδρος, ο Ανδρέας δεν θα πήγαινε ποτέ στο ειδικό δικαστήριο». Πολλά χρόνια αργότερα, στην δεύτερη θητεία του Ανδρέα ως πρωθυπουργού και του Καραμανλή ως Προέδρου, υπήρχε μια υποχρεωτική εξομάλυνση των σχέσεών τους, αλλά ποτέ δεν αλληλοσυμπαθήθηκαν.
Μετά τις εκλογές του 1981 και ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε μεταπηδήσει στην προεδρία της Δημοκρατίας, επανήλθε στην πολιτική μας σκηνή μια άλλη παλιότερη και διαρκώς ανανεούμενη πολιτική βεντέτα. Αυτή ανάμεσα στον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Κρατούσε ήδη από την λεγόμενη αποστασία του ’65, όταν ο Μητσοτάκης έριξε από την κυβέρνηση τον πατέρα του Ανδρέα, Γεώργιο Παπανδρέου, στην αντιπαράθεση που είχε ο τελευταίος με το Παλάτι. Παρά την χούντα που έκανε επί επτά χρόνια άνω-κάτω την χώρα, η ιστορία αυτή δεν ξεχάστηκε ποτέ. Όταν το 1984 ο Μητσοτάκης εξελέγη αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, οι σχέσεις των δύο ανδρών έφθασαν στα άκρα.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι πέραν των ιδεολογικών διαφορών τους (ενώ αμφότεροι είχαν ξεκινήσει από το Κέντρο), υπήρχε ανάμεσά τους προσωπικό μίσος που δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Ο Παπανδρέου αποκαλούσε τον Μητσοτάκη «αποστάτη», ενώ ο Μητσοτάκης τον έστειλε στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Το «βρώμικο ‘89» (όπως χαρακτηρίστηκε από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ), η συμμαχία του Μητσοτάκη με την αριστερά, φούντωσε τον πόλεμο ανάμεσα στους δύο, με τον Ανδρέα να παραπέμπει όταν ξανάγινε πρωθυπουργός σε Ειδικό Δικαστήριο τον Μητσοτάκη για την πώληση των τσιμέντων ΑΓΕΤ στην Καλτσεστρούτσι. Λίγο αργότερα θα αναιρέσει την παραπομπή, είχε όμως ανταποδώσει στον αντίπαλό του τα ίδια. Οι δύο άνδρες πέθαναν δίχως ποτέ να πει ο ένας καλή κουβέντα για τον άλλον. Κι όμως, υπήρξαν πρωθυπουργοί της χώρας, που ο καθένας τους άφησε εμφανές ίχνος στην ιστορία του τόπου.
Ο Κώστας Καραμανλής εξελέγη αρχηγός στην Νέα Δημοκρατία το 1997, για να μπορέσει να σπάσει το διαρκές κυβερνητικό σερί του ΠΑΣΟΚ και για να γκρεμίσει τον Κώστα Σημίτη από την εξουσία. Η αντιπαράθεσή του με τον Σημίτη ήταν διαρκής και έντονη, δεν έφθασε όμως σε σημεία όξυνσης παλιότερων πολιτικών μαχών. Πιθανότατα διότι και οι δύο άνδρες ήταν αρκούντως ήπιοι και πολιτισμένοι. Εκεί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για βεντέτα. Αντιθέτως, βεντέτα ως το τέλος ήταν η αντιπαράθεση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον Αντώνη Σαμαρά, αφότου ο δεύτερος τον έριξε από την κυβέρνηση του 1993, βεντέτα που αργότερα συνεχίστηκε ανάμεσα στον Σαμαρά και στην κόρη του Μητσοτάκη, Ντόρα Μπακογιάννη. Και που συνεργάστηκαν κάποια περίοδο, το έκαναν και οι δυο με βαριά καρδιά και δίχως την παραμικρή διάθεση πραγματικής βελτίωσης του κλίματος ανάμεσά τους.
Σε σημεία πολιτικού παροξυσμού έφτασαν αργότερα και οι σχέσεις ανάμεσα στον πρωθυπουργό Σαμαρά και στον καινούριο διεκδικητή της εξουσίας, Αλέξη Τσίπρα μετά το 2012. Η σαρωτική και προσβλητική αντιπολίτευση Τσίπρα, που ονόμαζε τον Σαμαρά και τον Βαγγέλη Βενιζέλο πουλημένους και προδότες στα μνημονιακά αφεντικά, ήταν λογικό να προκαλέσει την βίαιη αντίδραση του Σαμαρά. Ο Σαμαράς αποχώρησε το 2015, αλλά μέχρι το 2023 που ο Τσίπρας ήταν αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, διαρκώς στον Σαμαρά αναφερόταν. Μίσος και χολή, επίσης, συνέχισαν επί χρόνια να βγάζουν για τον Τσίπρα οι παλιοί του σύντροφοι, που το 2015 μετά το δημοψήφισμα, αρνήθηκαν να τον ακολουθήσουν στην κωλοτούμπα του τρίτου μνημονίου και αποχώρησαν. Παλιοί αριστεροί σύντροφοι όπως ο Λαφαζάνης ή η Ζωή, έσερναν τα εξ αμάξης στον παλιό αρχηγό τους, τον Αλέξη. Αλλά κι εκείνου του άρεσε να κομπάζει για τον τρόπο που «καθάρισε» τον Αλέκο Αλαβάνο, ο οποίος τον είχε πάρει από το χέρι και τον είχε κάνει αρχηγό του κόμματος από το πουθενά.
Βλέποντας λοιπόν την προϊστορία που διαπερνά όλα τα ελληνικά κόμματα, δυσκολεύομαι να υποθέσω ότι η τεράστια κρίση που μαστίζει σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει μέσα σε πολιτικά και ιδεολογικά πλαίσια. Όσο θα περνά ο καιρός, το σχίσμα θα προσωποποιείται ανάμεσα στον Κασσελάκη και στον αρχηγό εκείνων που έφυγαν. Επί του παρόντος, υποψιαζόμαστε απλώς ότι θα είναι ο Αλέξης Χαρίσης, αλλά ήδη και δίχως την δική του παρουσία, οι τόνοι ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα ανεβαίνουν καθημερινά. Έχουν ειπωθεί τόσα πολλά κι από τις δυο πλευρές, που απορεί κανείς πώς έζησαν τόσα χρόνια κάτω από την ίδια πολιτική στέγη.
Και φυσικά, τώρα που ανακατεύεται η πολιτική σούπα, είναι λογικό να περιμένουμε κάποιο καινούριο ισχυρό δίπολο, που στην μια πλευρά του θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά στην απέναντι δεν ξέρουμε ποιος. Ο Ανδρουλάκης, ο Κασσελάκης ή μήπως κάποιος τρίτος; Πάντως, μονοπολικό σύστημα δεν γίνεται να υπάρχει επί μακρόν στην χώρα και όπως γράφτηκε παραπάνω, οι πόλοι δεν είναι τόσο τα κόμματα και οι πολιτικές, όσο τα πρόσωπα που τις εκφράζουν. Περιμένουμε επ’ αυτού και μάλλον το όλο θέμα θα ξεκαθαρίσει στις Ευρωεκλογές…