Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Πάνου Μπαΐλη
Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των Περιφερειακών και Δημοτικών εκλογών και τα μηνύματα που έκρυβαν οι κάλπες, αυτό που προβληματίζει τα κομματικά επιτελεία είναι η αποχή η οποία αυξάνει επικίνδυνα. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση καταγράφηκε στο δήμο Αθηναίων όπου η συμμετοχή τη δεύτερη Κυριακή περιορίστηκε στο 26,7%. Η πρώτη Κυριακή, που είχαμε και τις περιφερειακές εκλογές η συμμετοχή ήταν εντός της «λογικής» των τελευταίων χρόνων, (52,53%), όπου η αποχή ήταν ο μεγάλος νικητής!
Αναλυτές και κόμματα δίνουν τις δικές του ερμηνείες για το φαινόμενο. Ωστόσο, φαίνεται πως τα χρόνια του μνημονίου δεν έχουν αλλάξει μόνο την καθημερινότητα του Έλληνα, αλλά και τη στάση του, έναντι των εκλογών, είτε αυτές είναι εθνικές είτε περιφερειακές και δημοτικές.
Οι τάσεις από το 1974 και μετά
Από τις εκλογές του 1974 και μέχρι σήμερα ο μεγαλύτερος αριθμός ψηφισάντων καταγράφηκε το 2004 όταν ψήφισαν 7.573.368 πολίτες. ‘Ήταν η περίοδος λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά και μετά από την κυβέρνηση Σημίτη, όπου τα σκάνδαλα και η σκανδαλολογία είχε κυριαρχήσει στη δημόσια ζωή του τόπου.
Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι στις εκλογές του 1974, αν και πρώτη φορά μετά τη δικτατορία, είχαν ψηφίσει μόλις 4.963.558 πολίτες μέσα σε ένα ιδιαίτερα ταραγμένο κλίμα. Η μαζική αποχή αρχίζει και σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο από το 2009 και μετά. Τότε κυμάνθηκε στο 30% ενώ τρία χρόνια αργότερα, το 2012, εν μέσω μνημονίων έφτασε το 37,51%. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία τα τελευταία 14 χρόνια έχουμε μια σταθερή αύξηση της αποχής η οποία κινείται πάνω από 35%.Την ίδια στιγμή ελαφρώς καλύτερη είναι η κατάσταση σε χώρες της Ευρώπης όπως Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία όπου η αποχή, κατά μέσο όρο, κινείται μεταξύ του 30%-35%.
Δεν έχει γίνει εκκαθάριση
Τα θηριώδη ποσοστά αποχής, όμως, ίσως ήταν πολύ μικρότερα αν γινόταν εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων. Στις τελευταίες εθνικές εκλογές, του Μαΐου του 2023, η αποχή έφτασε το 38,9 %. Η συνέχεια φέρνει τις μεγάλες ανατροπές ως προς την συμμετοχή. Την Κυριακή 25 Ιουνίου 2023 και με δεδομένη τη νίκη της Ν.Δ, η αποχή άγγιξε το 47,17%, ξεπερνώντας το προηγούμενο ρεκόρ των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, όταν η αποχή είχε φθάσει το 43,84%. Στις εκλογές του 2019 το ποσοστό έφτασε το 42,22%, σε μια περίοδο εντάσεων με έναν ΣΥΡΙΖΑ να επενδύει στη σκανδαλολογία, με εξόχως τοξικό τρόπο, επιτείνοντας την αδιαφορία των πολιτών για τα τεκταινόμενα στην πολιτική ζωή του τόπου.
Οι εκλογολόγοι αποδίδουν τη μικρή συμμετοχή στην κόπωση του ψηφοφόρου, αλλά και στο γεγονός ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα, πλέον, τα κόμματα δεν έχουν τις «οργανώσεις της δεκαετίας του 1980 και 1990» οι οποίες ήταν σε επαφή με τους πολίτες σε κάθε γειτονιά. Αυτό έχει χαθεί για όλα τα κόμματα πλην του ΚΚΕ. Στις μικρότερες πόλεις και τα χωριά η αποχή είναι μικρότερη καθώς οι μόνιμοι κάτοικοι έχουν άμεση επαφή με τους υποψηφίους. Σε παλιότερες δηλώσεις του ο κ. Στράτος Φαναράς, διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis, εντόπιζε την αποχή σε Αθήνα και Πειραιά, όπου η απόλυτη κυριαρχία της ΝΔ έμοιαζε να κλείνει οριστικά (για την περίοδο αυτή ) τον δρόμο προς μια εναλλακτική λύση. Η μικρή συσπείρωση και κατ΄ επέκταση η αποχή, σύμφωνα με τους εκλογολόγους προέρχεται κυρίως από την Κεντροαριστερά, η οποία φαίνεται ότι δεν είχε να προτείνει κάποιον «ικανό» να κερδίσει τον Μητσοτάκη. Όπως εκτιμούν, μετά την έκφραση θυμού που γέννησαν τα μνημόνια, οι ψηφοφόροι απαξίωσαν μαζικά πολιτικούς και διαδικασίες, αποξενώθηκαν και κατέληξαν να αναρωτιούνται: «γιατί να πάω να ψηφίσω; Τι θα αλλάξει…». Πάντως δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει πως τα τελευταία 14 χρόνια που έχουμε τα ρεκόρ αποχής, έχουμε και την ανάδειξη του νέου «ανθρωπότυπου πολιτικής» (Στράτος Φαναράς), από τον οποίο απουσιάζουν οι ιδέες και δίνεται έμφαση στις δεξιότητες που έχει κάποιος υποψήφιος ως προς τη διαχείριση.
Το μόνο κόμμα το οποίο δεν ενδιαφέρει η αποχή είναι το ΚΚΕ. Τα μέλη και οι ψηφοφόροι του έχουν «καθήκον» να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα, όπου και αν βρίσκονται. Και αυτό φάνηκε στις τελευταίες περιφερειακές και δημοτικές εκλογές όπου είναι το μόνο κόμμα που αύξησε σημαντικά τα ποσοστά του σε όλη τη χώρα. Ακόμη και στις περιπτώσεις που το ΚΚΕ έχει επιλέξει το λευκό ή το άκυρο η συμμετοχή στις εκλογές των μελών και των φίλων του κόμματος είναι «υποχρεωτική».
Οι επικείμενες Ευρωεκλογές αποτελούν το μεγάλο στοίχημα για τη συμμετοχή. Αν και πάντα στην Ελλάδα ήταν μια ευκαιρία για χαλαρή ψήφο και μια «αποστολή μηνυμάτων» προς όλους και κυρίως στην εκάστοτε κυβέρνηση, τώρα εκτιμάται ότι θα είναι μια μάχη με εντονότατα πολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ θέλουν να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους και η κυβέρνηση να επαναβεβαιώσει την κυριαρχία της. Στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις η μεγαλύτερη συμμετοχή με ποσοστό 59,33% καταγράφηκε το 2014. Ελαφρά μείωση είχαμε το 2019 με ποσοστό 58,69%, ενώ η μικρότερη ήταν η συμμετοχή το 2009 με ποσοστό 52,53%.
Περιφερειακές και δημοτικές εκλογές
Τη μοίρα των εθνικών εκλογών ακολουθούν οι περιφερειακές και οι δημοτικές εκλογές, ειδικά όταν πρόκειται για επαναληπτικές. Την πρώτη Κυριακή ο μεγάλος αριθμός των υποψηφίων λειτουργεί υπέρ της συμμετοχής αλλά και εδώ, από το 2014 και μετά, οι ψηφίσαντες δεν ξεπέρασαν το 60% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Οι εκλογές για τις περιφέρειες έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τις εθνικές αφού τα κόμματα επιλέγουν πρόσωπα του στενού πυρήνα τους. Αντίθετα στους δήμους, με εξαίρεση Αθήνα, Πειραιά, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, επικρατούν τα τοπικά κριτήρια…
Από το 2014 και μετά η συμμετοχή στις περιφερειακές εκλογές δεν είναι μεγάλη και μειώνεται ακόμη περισσότερο μεταξύ πρώτης και δεύτερης Κυριακής. Το ίδιο συμβαίνει και με τις δημοτικές εκλογές, παρά τις ιδιαιτερότητες που αυτές έχουν. Οι περισσότεροι υποψήφιοι προσπαθούσαν στο πνεύμα της εποχής να αποστασιοποιηθούν και αυτοί από τα κόμματα δηλώνοντας ανεξάρτητοι. Και τα κόμματα, πάντα πλην ΚΚΕ, δεν αρνήθηκαν αυτή τη λογική και μάλιστα έφτασαν σε σημείο να ανέχονται πολλούς αντάρτες .
Η συμμετοχή στις περιφερειακές εκλογές έφτασε την πρώτη Κυριακή στο 52,53%. Στον δεύτερο γύρο αυτή έπεσε στο πολύ αρνητικό ποσοστό του 35,16%. Το 2019 την πρώτη Κυριακή υπήρχε σχετικά αυξημένη συμμετοχή με ποσοστό 58,28%. Στη δεύτερη Κυριακή ψήφισε το 41,88%. Αυξημένη ήταν η συμμετοχή το 2014 με 61,56%μ ενώ τη δεύτερη Κυριακή έπεσε στο 58,88%.
Αντίστοιχα είναι τα αποτελέσματα στις δημοτικές εκλογές. Το 2023 η συμμετοχή περιορίστηκε την πρώτη Κυριακή στο 52,50%, ενώ τη δεύτερη στο 40,71%. Το 2019 ψήφισε το 58,96% και τη δεύτερη Κυριακή το 44,83. Μια ιδιαίτερα «καλή συμμετοχή» είχαμε το 2014, καθώς την πρώτη Κυριακή ψήφισε το 61,61 και τη δεύτερη το 60,16%.
Στο δήμο Αθηναίων στις τελευταίες εκλογές ήρθαν τα πάνω κάτω. Από 32,32% της πρώτης Κυριακής η συμμετοχή έπεσε στο 26,7%. Το ποσοστό συμμετοχής το 2019 είχε φτάσει στο 46,76%.
Πως φτάσαμε στην αποχή
Το κακό είναι ότι τα μικρά ποσοστά καταγράφονται σε μια περίοδο όπου δικαίωμα ψήφου έχουν όσοι έχουν συμπληρώσει το 17 έτος της ηλικίας τους. Στους εκλογικούς καταλόγους έχουν προστεθεί 438.595 νέοι ψηφοφόροι. Η μείωση, κατά ένα χρόνο της ηλικίας των ψηφοφόρων, ήρθε μετά από 40 χρόνια. Το 1983 μία από τις καινοτομίες του ΠΑΣΟΚ ήταν η ψήφος στα 18. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 2001 οι Έλληνες ψήφιζαν με το εκλογικό βιβλιάριο. Από το 2001 και μετά ή ταυτότητα ή άλλο επίσημο έγγραφο αρκούσε για τον ψηφοφόρο. Αυτό επί της ουσίας κατάργησε την υποχρεωτικότητα της ψήφου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η μη υποχρεωτική ψήφος είναι και ένας από τους λόγους που η συμμετοχή μειώθηκε δραματικά. Ωστόσο , όμως, φαίνεται να λειτούργησε λυτρωτικά για χιλιάδες άτομα τα οποία απέρριπταν τις εκλογές ως μέσο για αλλαγή .
Μνημόνια
Εκτός από την «ελεύθερη ψήφο» σημαντικό ρόλο στην αποχή φαίνεται να έπαιξαν τα μνημόνια και πριν από αυτά τα πολλά σκάνδαλα τα οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα ταλαιπώρησαν τους πολίτες. Ήταν η περίοδος που η καχυποψία σε βάρος των πολιτικών, κυρίως του ΠΑΣΟΚ, αύξανε μέρα με τη μέρα με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να είναι θεατές σε ένα έργο που επέλεξαν να παίζεται χωρίς αυτούς. Πέρασαν στην εποχή του καναπέ, αποσύρθηκε από κομματικές οργανώσεις αφήνοντας χώρο στους «επαγγελματίες» και στις τηλεπερσόνες.
Σημαντικό ρόλο , όπως εκτιμούν οι ειδικοί, έχουν παίξει και τα social media μέσω των οποίων οι πολίτες έχουν την ευκαιρία να εκφράζουν την οργή τους αλλά και οι πολιτικοί να επικοινωνούν με τον «λαό τους» με έναν πιο σύγχρονο τρόπο που ενημερώνει, αλλά ταυτόχρονα τους αποξενώνει από τους ψηφοφόρους…