Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Δημήτρη Καμπουράκη
Ο καταιγισμός σχολίων, αντιδράσεων, κρατικών παρεμβάσεων, νομικών επισημάνσεων και οικονομικών εκτιμήσεων που ακολούθησαν την δημοσιοποίηση του βίντεο με τον σερβιτόρο που χώνεται βαθιά μέσα στο νερό για να πάει το ποτό στον ξαπλωμένο σε πλωτό ντιβάνι πελάτη, ανέδειξε μια σειρά από εξαιρετικά πολύπλοκα και φλέγοντα ζητήματα.
Και μόνο το γεγονός ότι η εικόνα ταξίδεψε σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, ενώ εδώ στην Ελλάδα (εν μέσω εκλογών) πήρε την μερίδα του λέοντος στην τηλεοπτική παρουσίαση επί μία βδομάδα, δείχνει ότι «σκάλισε» κάτι που ήδη υπήρχε και απασχολούσε την κοινωνία. Θέλω να πω, δεν ήταν μόνο το hot της παράδοξης εικόνας που κίνησε το ενδιαφέρον, ήταν κι άλλα πολύ βαθύτερα ζητήματα.
Ας το ξαναδούμε πιο ψύχραιμα
Τώρα που το γεγονός έφυγε από την άμεση επικαιρότητα, είναι η σωστή στιγμή να το ξαναδούμε πιο ψύχραιμα. Για να συνειδητοποιήσουμε ότι απ’ όποια πλευρά κι αν το πιάσει κανείς υπάρχει λόγος και αντίλογος, άρα το θέμα είναι πιο πολύπλοκο απ’ όσο φαίνεται από πρώτη ματιά. Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει το θέμα της εργατικής νομοθεσίας, αλλά και της αξιοπρέπειας της εργασίας. Πολύ μελάνι καταναλώθηκε επ’ αυτών, με αφορμή το συγκεκριμένο περιστατικό. Οι δικηγόροι και οι εργατολόγοι είπαν ότι είναι απαράδεκτο να δουλεύει κάποιος με το νερό να φθάνει ως την μέση του ή ίσως και ως τον λαιμό του. Άκουσα και επιχειρήματα για πιθανά δερματικά νοσήματα που θα δημιουργηθούν, για υποθερμία, για στολή εργασίας που θα ‘πρεπε να υπάρχει, για κίνδυνο πνιγμού ή ηλίασης και άλλα τέτοια.
Οι θεωρίες για εργασιακούς μεσαίωνες, δεν ισχύουν!
Τα ακούω όλα με προσοχή. Φυσικά, κορυφαίο ήταν και το επιχείρημα ότι ο εργαζόμενος πρέπει να εργάζεται μέσα σε συνθήκες προσωπικής αξιοπρέπειας. Αλλά ακούω και το αντεπιχείρημα ότι ο εργαζόμενος συναινεί με τον συγκεκριμένο τρόπο εργασίας διότι έχει πολύ ψηλό μισθό και καλά μπουρμπουάρ. Ποιος μπορεί να απαγορεύσει σ’ έναν εργαζόμενο να σκεφτεί μ’ αυτό τον τρόπο; Κανένας. Στο μεταξύ, οι θεωρίες για εργασιακούς μεσαίωνες και άλλα παρόμοια, στο συγκεκριμένο δεν ισχύουν. Τα μαγαζιά εστίασης ψάχνουν εργαζόμενους και δεν βρίσκουν, άρα η πεπαλαιωμένη αντίληψη ότι ο εργοδότης υποχρεώνει τον υπάλληλο της να εξευτελίζεται για να κρατήσει την δουλειά του, είναι άνευ αντικειμένου στις μέρες μας. Οι επιχειρήσεις παρακαλούν τους εργαζόμενους να πάνε να πιάσουν δουλειά. Οπότε έχουμε να κάνουμε με μια επιλογή που κινείται σε μια κρίσιμη γραμμή ανάμεσα στον εργοδότη και στον υπάλληλο, που όμως είναι εθελοντική. Εξαρτάται από την αμοιβή, από το πως βλέπει ο καθένας μας την εργασία του, από την προσωπική αποδοχή κάθε εργαζόμενου των όρων της δουλειάς του.
Η πολύπλοκη αγορά εργασίας
Ενδεχομένως, μια αυστηρή δημόσια υπηρεσία ελέγχων να διαπιστώσει παραβίαση κομματιών της εργατικής νομοθεσίας, αλλά θα είναι μια απόφαση τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά. Εφόσον ο υπάλληλος είναι δηλωμένος, ασφαλισμένος, καλοπληρωμένος και αποδέχεται τους όρους εργασίας του, κανένας κρατικός έλεγχος δεν μπορεί να μπει ανάμεσα σ’ αυτόν και τον εργοδότη. Σε τελευταία ανάλυση, κάποιος θέλει να δουλέψει σκληρά για να έχει καλύτερες απολαβές, ποιος δικαιούται να του το απαγορεύσει εφόσον τα τυπικά της εργασίας του τηρούνται στο ακέραιο; Ο συνδικαλιστής βέβαια και ο εργατολόγος θα κάνουν τη δουλειά τους και θα καταγγείλουν, όμως η πραγματικότητα στην αγορά εργασίας είναι πιο πολύπλοκη από την στενή εφαρμογή του γράμματος του νόμου.
Ο έλεγχος από την Πολιτεία
Πέραν τούτων όμως, στο συγκεκριμένο κατάστημα υπήρχαν θέματα νομιμότητας της λειτουργίας του. Αυτό είναι άλλο ζήτημα που δεν αφορά την εργατική νομοθεσία, αλλά τις σχέσεις κράτους και επιχειρηματιών. Εδώ το κράτος πρέπει να είναι αμείλικτο, να τηρεί τους νόμους του και να μην αφήνει παραθυράκια. Αν ένα κατάστημα έχει τα τυπικά για να λειτουργήσει, το κράτος πρέπει να το διευκολύνει και να το προστατεύσει. Αν δεν τα έχει, τότε το κράτος πρέπει να το κλείνει. Μέσος όρος σ’ αυτά δεν υπάρχει. Αν η επιχείρηση πήρε άδεια για καντίνα και κατέληξε στα μουλωχτά ένα τεράστιο μαγαζί που πιάνει όλη την παραλία, είναι απαράδεκτο και πέραν πάσης λογικής. Είναι η απόδειξη των ελληνικών παθογενειών. Αλλά δεν έχει σχέση με την συμπεριφορά στους εργαζόμενους του, μπορεί ένας νόμιμος εργοδότης να λιώνει τους υπαλλήλους του κι ένας παράνομος να τους φέρεται με το γάντι.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις περίφημες κατασκευές μέσα στην θάλασσα, για τις οποίες καταναλώθηκε τόση φαιά ουσία. Αυτές οι ξαπλώστρες εκεί που σκάει το κύμα ή και βαθύτερα μέσα στην θάλασσα, προφανώς είναι παράνομες με βάση το γράμμα του νόμου. Για να υπάρξει σταθερή κατασκευή μέσα στην θάλασσα χρειάζονται ειδικές άδειες που δεν χορηγούνται εύκολα και πάντως δίνονται πολύ δύσκολα για λόγους αναψυχής. Από την άλλη, πρόκειται για ημισταθερές κατασκευές που προφανώς ξηλώνονται εύκολα και απομακρύνονται, οπότε είναι στο όριο του νόμου. Απλώς προσφέρουν μια ψευδαίσθηση παραπάνω πολυτέλειας από τα συνηθισμένα μπαρ της παραλίας, η οποία υποτίθεται ότι ανεβάζει το επίπεδο τουριστικών υπηρεσιών που προσφέρει η περιοχή ή το νησί ολόκληρο.
Οι ανταγωνιστές
Εδώ μπαίνουμε σ’ ένα άλλο ευαίσθητο οικονομικά θέμα. Με βάση την σκληρή οικονομική λογική, η Ρόδος, η Σαντορίνη ή η Μύκονος, στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη δεν ανταγωνίζονται την Κάρπαθο ή την Λήμνο, αλλά τη Μαγιόρκα, την Κυανή Ακτή, τις παραλίες του Μεξικού ή το Σαρμ ελ Σέιχ. Εφόσον λοιπόν εκεί προσφέρονται τέτοιας ποιότητας υπηρεσίες στους πελάτες με βαριά βαλάντια, το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι δικοί μας υψηλοί προορισμοί. Είναι κι αυτή μια οπτική του πράγματος, την οποία ο μέσος Έλληνας μπορεί να αγνοήσει ή και να λοιδορήσει, όμως οι επαγγελματικά ασχολούμενοι με τον τουρισμό και τα έσοδα του είναι υποχρεωμένοι να λάβουν υπ’ όψη.
Σ’ αυτή την ανοικτή βεντάλια που πιάνει από τα εργασιακά μέχρι τα βαριά οικονομικά ζητήματα κι από τα θέματα προσωπικής αξιοπρέπειας μέχρι τις πολεοδομικές παραβάσεις στους αιγιαλούς, όλοι μας πρέπει να αναλογιστούμε αν μπορεί να βρεθεί η περίφημη χρυσή τομή που οριακά ικανοποιεί όλους τους εμπλεκόμενους χωρίς υπερβολές ή μεγάλα κόστη. Η απάντηση είναι πως δεν υπάρχει χρυσή τομή γι αυτά τα θέματα, καθότι η επιχειρηματικότητα, ο τουρισμός, οι εργασιακές σχέσεις και τα οικονομικά θέματα είναι δυναμικά μεγέθη που αλλάζουν ανάλογα με τις συνθήκες. Προσωπικά θα μου φαινόταν γελοίο να είμαι ξαπλωμένος μέσα στην θάλασσα και να ζητώ από ένα βουτηγμένο ως τον λαιμό γκαρσόνι να μου φέρνει το ποτό μου.
Αν δεν το βρει στην Ελλάδα…
Δεν θεωρώ καν ότι κάτι τέτοιο αποτελεί πολυτέλεια, νομίζω ότι πρόκειται απλώς για μια υπερφίαλη και ρηχή αντίληψη της ζωής δίχως κανένα νόημα. Δεν μπορώ όμως να επιβάλλω αυτή την θέση σε κανέναν και έχω επίγνωση ότι εκείνος που ζει μ’ αυτό τον τρόπο, αν δεν τον βρει στην Ελλάδα θα πάει αλλού για τις διακοπές του. Από την άλλη, πολύ θα ήθελα να πω «δεν έχω ανάγκη τα δολάρια ή τα ευρώ του κάθε ξιπασμένου πλούσιου», αλλά κι αυτό είναι παρατραβηγμένο. Ξέρω πολλούς ανθρώπους που θεωρούν μεγαλύτερη αναξιοπρέπεια να είναι άνεργοι και άφραγκοι δίχως προοπτική προκοπής, παρά να βουτάνε ως την μέση στο νερό κατά την διάρκεια της καλοπληρωμένης εργασίας τους. Όπως το δει καθένας.
Οι ξεπερασμένες τάσεις
Ξέρω βέβαια ότι οι μακροπρόθεσμες τάσεις του παγκόσμιου τουρισμού είναι στην αντίθετη κατεύθυνση από την φωτογραφία που έκανε διάσημη την Ρόδο. Οι περιττές και εξόφθαλμες δήθεν πολυτέλειες θεωρούνται πια ξεπερασμένη τάση. Ο βιωματικός τουρισμός που ζητά το αληθινό και όχι το εξεζητημένο, που ψάχνει το ατομικό ή οικογενειακό κι όχι το μαζικό, που ενδιαφέρεται για το απλό κι όχι για το πολύπλοκο, που ικανοποιείται από το σοφά προσγειωμένο κι όχι από το υπερβολικό ή το υπερπολυτελές, κερδίζει συνεχώς έδαφος. Ενδέχεται αυτές οι σκηνές της Ρόδου να αφορούν έναν τουρισμό που ανήκει στο παρελθόν, αλλά και η μετάβαση αυτή στον βιωματικό τουρισμό δεν θα γίνει από την μια στιγμή στην άλλη. Όσο για το ίδιο γκαρσόνι που η φωτογραφία του έγινε παγκόσμιο σύμβολο εργασιακής εκμετάλλευσης, σε δυο δεκαετίες από σήμερα δεν έχουμε ιδέα πως θα το σκέφτεται. Ίσως να μνημονεύει αυτό τον τρόπο δουλειάς του ως μια ευκαιρία για να προκόψει ή σαν ένα κάτεργο των νιάτων του. Εξαρτάται από το πώς θα είναι αυτός ο άνθρωπος τότε και από το πώς θα είναι τότε ο κόσμος γύρω του.