Τις βασικές κατευθύνσεις για τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χθες Τετάρτη. Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υψηλό δημόσιο χρέος των κρατών-μελών στο τέλος της πανδημίας Covid-19 και την ανάγκη να γίνουν μαζικές επενδύσεις στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αλλά και στην ενεργειακή ασφάλεια, η Επιτροπή προτείνει νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης που θα είναι πιο απλοποιημένο, πιο διαφανές και αποτελεσματικό, με μεγαλύτερη εθνική ιδιοκτησία και καλύτερη εφαρμογή. Παράλληλα, προτείνει η μείωση των υψηλών δεικτών δημοσίου χρέους να γίνεται με τρόπο ρεαλιστικό, σταδιακό και διαρκή, επιτρέποντας μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.
«Η νέα πραγματικότητα υψηλότερου δημόσιου χρέους, σημαίνει ότι χρειαζόμαστε δημοσιονομικούς κανόνες που να διευκολύνουν τις στρατηγικές επενδύσεις και να διασφαλίζουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα», τόνισε ο Επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι, επισημαίνοντας ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να μπορούν να χρηματοδοτούν τεράστιες επενδύσεις, ιδίως να στηρίξουν την ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση, την ενεργειακή ασφάλεια, την άμυνα και την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.
Το σχέδιο της Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, διατηρεί το όριο για το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ και για το χρέος στο 60% του ΑΕΠ μεν, αλλά με περισσότερη ευελιξία. Όσο μεγαλύτερες θα είναι οι δεσμεύσεις μιας χώρας σε μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, τόσο μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο προσαρμογής θα δίνεται για τη μείωση του χρέους της.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προτείνει πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής η οποία θα καλύπτει περίοδο τεσσάρων ετών. Αυτή η πορεία προσαρμογής θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το χρέος των κρατών μελών με σημαντικές ή μεσαίες προκλήσεις χρέους θα τεθεί σε εύλογη καθοδική πορεία και ότι το έλλειμμα θα παραμείνει αξιόπιστα κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ που ορίζεται στη Συνθήκη.
Στη συνέχεια, τα κράτη μέλη θα υποβάλουν σχέδια που θα καθορίζουν τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική τους πορεία και τις δεσμεύσεις προτεραιότητας για τις μεταρρυθμίσεις και τις δημόσιες επενδύσεις. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να ζητήσουν μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής, επεκτείνοντας την πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής έως και τα τρία χρόνια, δηλαδή συνολικά επτά χρόνια. Σε αντάλλαγμα όμως, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να δεσμευτούν σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους και ανταποκρίνονται σε κοινές προτεραιότητες και στόχους της ΕΕ.
Τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να εγκριθούν από το Συμβούλιο, δηλαδή από τα άλλα κράτη-μέλη, ενώ η Επιτροπή θα παρακολουθεί κάθε χρόνο τη συμμόρφωση με τους στόχους. Τα κράτη μέλη θα υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις προόδου για την εφαρμογή των σχεδίων για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής παρακολούθησης και τη διασφάλιση της διαφάνειας.
Οι μηχανισμοί επιβολής θα ενισχυθούν και η χρήση οικονομικών κυρώσεων θα γίνει πιο αποτελεσματική. Η χρηματοδότηση της ΕΕ θα μπορούσε να αναστέλλεται όταν τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματός τους. Νέο εργαλείο θα διασφάλιζε την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των επενδυτικών δεσμεύσεων που θα στηρίζουν μακρύτερη διαδρομή προσαρμογής. Η αποτυχία υλοποίησης των μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο περιοριστική πορεία προσαρμογής και, για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων.
Οι προτάσεις της Επιτροπής θα συζητηθούν στο Συμβούλιο της ΕΕ, με στόχο η Επιτροπή να καταθέσει νομοθετική πρόταση το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Τα κράτη-μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να καταλήξουν σε συναίνεση σχετικά με τη μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης ενόψει των δημοσιονομικών διαδικασιών των κρατών μελών το 2024 και εν όψει της απενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής.