Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
τoυ Δημήτρη Καμπουράκη
Ο ΣΥΡΙΖΑ ενοχλείται κάθε φορά που βλέπει δημοσκοπήσεις, είτε σε κανάλια προβάλλονται είτε σε εφημερίδες δημοσιεύονται. Και όταν δεν τις καταγγέλλει ευθέως ως προϊόν συναλλαγής (που το κάνει συχνότατα) προτιμά να ξεπερνά την πρόθεση ψήφου και να επικεντρώνει την προσοχή του στα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία. Αυτά τα «ποιοτικά» πάντα κάτι του λένε, κάτι αποκαλύπτουν, κάτι προαναγγέλλουν για το μέλλον, που κατά την εκτίμηση τους είναι πάντα τρομερά αρνητικά για την κυβέρνηση και ιδιαιτέρως ελπιδοφόρα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που αυτό κρατάει πια από τον Φεβρουάριο του 2016, όταν για πρώτη φορά η ΝΔ βγήκε μπροστά στις μετρήσεις της κοινής γνώμης.
Μιλάμε για εξίμισι χρόνια πια, ένα τεράστιο χρονικό διάστημα, πρωτοφανές όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Τα πάντα άλλαξαν στην χώρα μας και στον κόσμο από το 2016, εκτός από την πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη που μπορεί να αυξομειώνεται οριακά, ποτέ όμως δεν απειλήθηκε στα σοβαρά. Τα αρνητικά ποιοτικά χαρακτηριστικά που πάντα διέκρινε (ή κατασκεύαζε μέσα στο μυαλό του) ο ΣΥΡΙΖΑ, ποτέ δεν μετουσιώθηκαν σε ποσοτικά. Παρά τα ζόρια μέσα στα οποία συχνά βρέθηκαν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση, ποτέ δεν φάνηκε να επηρεάζονται κρίσιμοι ποσοτικοί δείκτες σαν την πρόθεση ψήφου, την καταλληλότητα του πρωθυπουργού ή την παράσταση νίκης.
Συνδυασμός ερωτημάτων
Αυτοί όμως είναι οι δείκτες που αποκαλύπτουν τις πραγματικές πολιτικές μεταβολές στο εκλογικό σώμα, όλοι οι άλλοι επιδέχονται ερμηνείες και συνδυασμούς πολυποίκιλους. Το γεγονός δηλαδή ότι ο κόσμος έχει μέγιστη ανησυχία για τις τιμές του ρεύματος και για την ακρίβεια γενικότερα, δημοσκοπικούς δείκτες που ο ΣΥΡΙΖΑ κραδαίνει θριαμβευτικά, δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι θα καταψηφίσει και την κυβέρνηση γι αυτούς τους λόγους. Πρέπει να συνδυαστούν με κάποιο άλλο ερώτημα για να βγάλουν νόημα. Ας πούμε, «ποιο κόμμα θεωρείτε ικανότερο να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση». Αν ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται στο δεύτερο ερώτημα, τότε προφανώς η ανησυχία για την τιμή του ρεύματος θα μετουσιωθεί σε αντικυβερνητική ψήφο. Αν όμως η ΝΔ προηγείται στην γενικότερη ικανότητα, τότε η ανησυχία παραμένει απλώς στο επίπεδο της αδιέξοδης μουρμούρας.
Μετά τις υποκλοπές
Τα γράφω αυτά, διότι μετά την ΔΕΘ γίναμε μάρτυρες μιας εκ νέου αντιστροφής των δημοσκοπικών δεδομένων που κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει. Μετά από δυο φρικαλέους για την κυβέρνηση μήνες, κατά την διάρκεια των οποίων σύσσωμη η αντιπολίτευση και ικανό κομμάτι της κοινωνίας την σφυροκοπούσαν για τις υποκλοπές, ο Μητσοτάκης βγήκε πάλι ξαφνικά μπροστά. Λες και δεν τον άγγιξε διόλου η υπόθεση Ανδρουλάκη. Τα ποσοστά του σε απανωτές φθινοπωρινές δημοσκοπήσεις καρφώθηκαν στο 33-34%, γεγονός που του δίνει μεγάλες ελπίδες να χτυπήσει αυτοδυναμία στην επαναληπτική εκλογή. Οι αναλυτές ερίζουν για το που οφείλεται αυτό.
Ποια είναι η αλήθεια
Κάποιοι θεωρούν ότι βρίσκεται εν ισχύ ο πάγιος μεταπολιτευτικός κανόνας που λέει ότι οι Έλληνες δίνουν πάντα δυο ευκαιρίες σ’ αυτόν που εκλέγουν. Μόνο την έκρυθμη περίοδο των μνημονίων δεν έγινε αυτό, αλλιώς όλοι οι εκλεγμένοι πρωθυπουργοί είχαν δυο θητείες. Κάποιοι λένε ότι ο Μητσοτάκης παραμένει κυρίαρχος αν και πολιτικά τραυματισμένος, διότι δεν έχει αντίπαλο. Ότι ο κόσμος καταφεύγει πάλι υποχρεωτικά σ’ αυτόν ελλείψει αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης. Η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει αποτύχει οικτρά να αποκαθαρθεί από τις αμαρτίες της διακυβέρνησης του και ακόμα πιο οικτρά στο να παρουσιάσει μια αξιόπιστη καινούρια ομάδα εξουσίας.
Άλλοι δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομία, εξηγώντας ότι ο Μητσοτάκης έχει μοιράσει υπερβολικά πολύ χρήμα για να μην έχει το πάνω χέρι στο σκηνικό. Παρά την αδιάκοπη ελληνική μουρμούρα και παρά την ενεργειακή κρίση που μαστίζει την κοινωνία μας, κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Μητσοτάκης βρήκε χρήμα και το μοίρασε. Από πού το βρήκε; Μα από την οικονομική του πολιτική, που άνοιξε την χώρα στις επενδύσεις και απορρόφησε όσο περισσότερο ευρωπαϊκό χρήμα μπορούσε. Ο Έλληνας βέβαια πάντα θέλει παραπάνω, όμως στο πίσω μέρος του μυαλού του διατηρεί την στοιχειώδη ικανότητα να καταλάβει ότι αυτή η κυβέρνηση μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης βρίσκει τρόπους να αντιδρά και να βοηθά.
Αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα
Ο συνδυασμός όλων αυτών, που ασφαλώς σηκώνουν πολλές αντιρρήσεις πλην περιγράφουν σαφώς μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, καταλήγουν σε μια χρόνια πολιτική ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Με επτά και οκτώ μονάδες διαφορά από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, λίγους μήνες πριν τις εκλογές, κανένας νουνεχής άνθρωπος δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει ανατροπή. Κι αφού ο Τσίπρας κονιορτοποίησε την απλή αναλογική που ο ίδιος θέσπισε, δεσμευόμενος ότι δεν σκοπεύει να φτιάξει κυβέρνηση ήττας με τους δευτερο-τριτο-τέταρτους, η νέα πρωθυπουργία του Κυριάκου είναι νομοτελειακή. Ε, αυτό εκφράζουν και οι δημοσκοπήσεις που βλέπουμε αυτό τον καιρό.
Καθηλωμένος ο Ανδρουλάκης
Αυτός που φαίνεται να βγαίνει τελείως εκτός κάδρου είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης. Με την καθήλωση του ποσοστού του σ’ ένα 10-12% και με την σκληρά ουδέτερη γραμμή του απέναντι στα δυο κυρίαρχα πολιτικά μας πρόσωπα, μοιάζει μάλλον ανίκανος να παίξει κάποιον ουσιώδη ρόλο. Ίσα-ίσα που στρώνει μόνος του το χαλί για να κατηγορηθεί ως υπαίτιος μιας πιθανής ακυβερνησίας, πράγμα που λογικά θα τον συρρικνώσει δραματικά στην επαναληπτική εκλογή. Μοιάζει να μην το καταλαβαίνει, ενδεχομένως διότι πίστεψε ότι η υπόθεση των υποκλοπών θα του έδινε τους πόντους που χρειάζεται για να παίξει σοβαρά στο πολιτικό γήπεδο. Αντί γι αυτό, οι παρακολουθήσεις έφεραν απλώς πολύ νωρίτερα την πόλωση στο σκηνικό, η οποία εκφράστηκε με την ενίσχυση των δύο ισχυρών και την αποδυνάμωση του τρίτου, παρά το γεγονός ότι αυτός ο τρίτος ήταν ο πρωταγωνιστής και το θύμα της ιστορίας.
Η παράμετρος ελληνοτουρκικά
Άφησα τελευταία την πιο σοβαρή ίσως παράμετρο. Τα ελληνοτουρκικά, που μέρα με την μέρα οξύνονται σε πρωτοφανές επίπεδο. Δεν θα είναι υπερβολή αν πούμε ότι ο ελληνικός λαός έχει αρχίσει να τρομοκρατείται απ’ αυτά που κάνει ο Ερντογάν, όχι διότι πιστεύει ότι η χώρα δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί του, αλλά διότι ξέρει πως μια σύγκρουση με την Τουρκία θα μας γυρίσει πολλά χρόνια πίσω. Φυσικά, όλοι οι Έλληνες στέκονται στο πλευρό της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και δεν θα βρεθεί ούτε ένας να υποστηρίξει υποχωρητική πολιτική έναντι του σουλτάνου, όλη αυτή η ανακατωσούρα όμως επηρεάζει σαφώς και την εσωτερική πολιτική σκηνή. Είναι κανόνας ότι σε περιόδους εθνικής κρίσης, ο λαός στηρίζει την ηγεσία που έχει και διστάζει να προχωρήσει σε αμφίβολης αξιοπιστίας πολιτικά πειράματα που ενδέχεται να αποδειχθούν καταστροφικά για τα εθνικά ζητήματα.
Ο Μητσοτάκης δεν θέλει τέτοιες εξελίξεις, διότι ένα θερμό επεισόδιο ή μια γενικότερη σύγκρουση δεν έχουν ποτέ προδιαγεγραμμένα αποτελέσματα. Θα προτιμούσε να κριθεί στην οικονομία και στις μεταρρυθμίσεις, παρά σε μια άδηλου τέλους σύγκρουση στο Αιγαίο. Παρά ταύτα, θα κάνει το εθνικό του καθήκον και προφανώς θα εισπράξει ευχαρίστως και τα εκλογικά ευεργετήματα μιας τέτοιας παρατεταμένης κρίσης και του φόβου που έχει ενσπείρει στην ελληνική κοινωνία. Στο τέλος-τέλος, ο Μητσοτάκης θα δικαιούται να πει ότι αν η χώρα πάει σε ακυβερνησία, ο Ερντογάν θα το θεωρήσει ευκαιρία για μια σκληρή κίνηση. Θα δικαιούται να το πει στον ελληνικό λαό, διότι είναι αλήθεια.