Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Δημήτρη Καμπουράκη
Στη Γερμανία, ο υπουργός Οικονομικών δεν δίστασε να βγει δημόσια και να παροτρύνει τους συμπατριώτες του να κάνουν μπάνιο με χλιαρό και όχι με ζεστό νερό. Στόχος, η εξοικονόμηση ενέργειας. Η παρότρυνση του αλλοδαπού υπουργού, βέβαια, μεταφέρθηκε στην Ελλάδα μας με μια «μικρή» διαφοροποίηση. Το «ζεσταμένο σε λιγότερους βαθμούς νερό» μεταφράστηκε εύκολα από τα εγχώρια μέσα σε «κρύο», αν όχι και σε «παγωμένο», δημιουργώντας αυτομάτως στο μυαλό μας την εικόνα ενός γερμανικού λαού, που μέσα στο χιονιά υποχρεώνεται από την κυβέρνησή του να μπαίνει κάτω από ντουζιέρες που ξερνάνε παγάκια, όπως έκαναν πριν δύο αιώνες στους ψυχικά ασθενείς.
Έρχεται εδώ, στην Ελλάδα, σαν… μαρτύριο!
Κατ’ αυτό τον τρόπο, μια απλή συμβουλή οικονομικής διαχείρισης κάπου στην βόρεια Ευρώπη -που δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την ποιότητα της ζωής ούτε καταβαραθρώνει το επίπεδο διαβίωσης- μετατρέπεται εδώ στα νότια σε ομαδικό και απεχθές μαρτύριο, που αργά ή γρήγορα θα καταφθάσει και στα δικά μας μέρη. Διότι η λαϊκίστικη και απλουστευτική λογική, έτσι κινείται. Όταν οι πλούσιοι Γερμανοί υποχρεώνονται από τους υπουργούς τους σε βασανιστήρια με ντους παγωμένου νερού, τι άραγε περιμένει τους φτωχούς Έλληνες από τη δική τους ανάλγητη κυβέρνηση; Εξ ου και ο χλευασμός απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη, όταν προ εβδομάδων είπε ότι «η φτηνότερη ενέργεια είναι αυτή που δεν ξοδεύουμε».
«Αριστερός και ο ακροδεξιός λαϊκισμός»
Όχι, εμείς απαιτούμε να σπαταλάμε όση ενέργεια γουστάρουμε, δίχως να ταλαιπωρούμε τη διάνοιά μας με τσιγκούνικες σκέψεις ή περιττές κινήσεις και η κυβέρνησή μας είναι υποχρεωμένη να μας εξασφαλίζει αυτή την ενέργεια πάμφθηνα, έως και τσάμπα. Κάθε σκέψη ή παρότρυνση που ξεφεύγει απ’ αυτή τη «λαϊκή κατάκτηση», κατατάσσεται αυτομάτως στην κατηγορία του «λαϊκού μαρτυρίου» που επιβάλλεται στις αθώες μάζες από τις αναίσθητες και σαδιστικές κυβερνήσεις τους. Τόσο ο αριστερός όσο και ο ακροδεξιός λαϊκισμός είναι εξπέρ σε τέτοια επιχειρήματα, η δε διάχυση τέτοιων απαιτήσεων είναι γρηγορότερη κι από τη φωτά μέσα σε πευκοδάσος, σε μέρα που έχει αέρα και καύσωνα.
Βεβαίως, αυτά συνέβαιναν πάντα. Απλώς στην εποχή μας με τα social media και με την πλήρη εξαχρείωση ενός μεγάλου μέρους του πολιτικού μας συστήματος, το πράγμα έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας. Οι παλιότεροι ίσως θυμούνται τι είχε πάθει το 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όταν η Αθήνα αντιμετώπισε μια χρονιά έλλειψη νερού, που είχε φέρει την τότε κυβέρνηση σε απόγνωση. Είχαμε φθάσει σε σημείο να νοικιαστούν πετρελαιοφόρα που θα μετέφεραν πόσιμο νερό στην πρωτεύουσα -τελικά δεν χρειάστηκε διότι έβρεξε- ενώ όπως σήμερα υπάρχει καθημερινό δελτίο κρουσμάτων του Covid, τότε υπήρχε καθημερινή ενημέρωση για τα αποθέματα του Μόρνου και της Υλίκης. Οι εκκλήσεις προς τον πληθυσμό για οικονομία στο νερό ήταν συνεχείς, αλλιώς υπήρχε περίπτωση να διαταχθεί η εκκένωση της Αθήνας, τόσο μεγάλο ήταν το πρόβλημα.
Η φράση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη
Τότε ήταν που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε πει τη φράση «ακόμα και κατά τη διάρκεια του ξυρίσματος, πρέπει στα ενδιάμεσα να κλείνουμε τη βρύση». Το τι επακολούθησε, δεν μπορείτε να φανταστείτε. Ήταν μία από τις μεγάλες επικοινωνιακές ήττες του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Όχι, ο Έλληνας δεν άντεχε να κλείνει τη βρύση την ώρα που ξυριζόταν. Την ήθελε ανοικτή και απαιτούσε από τον πρωθυπουργό να του εξασφαλίσει το νερό, που σε συνεχή ροή θα παράσερνε τα κομμένα γένια του από το ξυράφι. Οπότε μην νομίζετε ότι αυτά που ζούμε σήμερα είναι καινούρια χούγια, πάντα υπήρχαν, απλώς τώρα έχει ξεφύγει η κατάσταση και έχει καταλήξει να καθορίζουν ως και το πολιτικό σκηνικό.
«Διάχυτη έλλειψη κοινής λογικής»
Αυτή, πάντως, η διάχυτη έλλειψη κοινής λογικής από τον κόσμο δεν είναι καλό σημάδι. Προαιώνιοι οικονομικοί νόμοι παραμερίζονται, μόνο και μόνο για να προσαρμοστούμε στις νόρμες μιας διαρκούς και αδιέξοδης πολιτικής αντιπαράθεσης. Πάντα μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες, όταν εμφανιζόταν έλλειψη κάποιου προϊόντος ή αύξηση της τιμής του, οι άνθρωποι έψαχναν τρόπους να το αντικαταστήσουν ή να περιορίσουν την κατανάλωσή του. Πρόκειται για μια αυτόματη διαδικασία στην ανθρώπινη συμπεριφορά, πολλαπλώς δοξασμένη από τις παλιότερες γενιές που είχαν μάθει να ζουν μέσα στη στέρηση. Μόνο στις μέρες μας οι άνθρωποι αρνούνται να υιοθετήσουν τέτοιες συμπεριφορές και στη θέση του «κάνω οικονομία», βάζουν την πολιτική και εκλογική καταδίκη.
«Τα απαιτώ όλα και τα απαιτώ τώρα»
Τα απαιτώ όλα, τα απαιτώ τώρα, δεν με ενδιαφέρει πούθε προκύπτει αυτή η έλλειψη αγαθών ή η αύξηση του κόστους τους και αν δεν διορθωθούν όλα αυτόματα, τότε μετατρέπομαι σε αγανακτισμένο που καταψηφίζει κυβερνήσεις. Φυσικά, με τέτοιες λογικές και συμπεριφορές κανένα πρόβλημα δεν λύνεται. Οι κατεδαφιστικές συμπεριφορές επιτείνουν και διογκώνουν τα προβλήματα που τις προκαλούν, δεν τις θεραπεύουν. Για παράδειγμα, αν η εισαγόμενη ακρίβεια οδηγήσει σε πολιτικό κατακερματισμό το ελληνικό πολιτικό σκηνικό και συνακόλουθα βάλει τη χώρα σε μια μακρά περίοδο ακυβερνησίας, αυτό θα μειώσει ή θα αυξήσει το πληθωριστικό φαινόμενο; Προφανώς θα το αυξήσει, μέσα σε συνθήκες χάους και κρατικής παραλυσίας, ο καθένας κάνει ό,τι του κατέβει προς το δικό του προσωπικό κέρδος.
Ο «αγανακτισμένος» δεν σκέφτεται…
Όμως ο «αγανακτισμένος», ο «μπαϊλντισμένος», ο «εξοργισμένος» δεν σκέφτεται έτσι. Το βασικό του μέλημα είναι να τιμωρήσει και να αποκαθηλώσει αυτούς που κατέχουν την εξουσία, δίχως να ψάξει αν έχουν ευθύνη για όσα δεινά τον βρήκαν και δίχως να βάζει στη ζυγαριά την αντιπρόταση όσων πολιτικών προσώπων και κομμάτων υποδαυλίζουν την οργή του. Του αρκεί που κάποιοι επιτήδειοι του λένε «έχεις δίκιο» και εμπιστεύεται τυφλά όσους του προτείνουν απλοϊκές λύσεις για πολύπλοκα προβλήματα. Συμβαδίζει με όσους «αγαναχτούν» μαζί του, δίχως να μπαίνει στη βάσανο της λογικής επεξεργασίας αυτών που ακούει. Τα ζήσαμε το 2010-19, αμφιβάλλω αν μάθαμε. Πάλι στο θυμικό και στο ξέσπασμα αναζητούμε τη λύση.
Και με τους υπερβατικούς;
Υπάρχουν, επίσης, οι ακόμα πιο υπερβατικοί που δηλώνουν εξοργισμένοι, διότι «δεν ήθελαν να φτάσουν τα πράγματα εκεί που έφτασαν». Το έχω ακούσει δεκάδες φορές. Σ’ αυτούς τους αρνητές της πραγματικότητας, μία μόνο απάντηση υπάρχει. Κι εγώ, γιατί να μην είμαι αιωνίως νέος, όμορφος, πλούσιος και με μια υπέροχη γυναίκα που θα παραμείνει πάντα εικοσιπεντάρα; Έλα ντε…