*του Adam Taylor
Οι ερευνητικοί δημοσιογράφοι της Ρωσίας έχουν συνηθίσει στις πιέσεις από το Κρεμλίνο. Αυτό που συνέβη όμως στον Αντρέι Σολντάτοφ μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μια επικίνδυνη κλιμάκωση.
Ο Σολντάτοφ είναι συνιδρυτής του ερευνητικού ιστότοπου Agentura.ru. Στις αρχές του μήνα άρχισε να λαμβάνει μηνύματα από την τράπεζά του ότι πρέπει να πληρώσει τεράστια πρόστιμα. Φαντάστηκε ότι ήταν μια από τις γνωστές τραπεζικές απάτες. Στη συνέχεια όμως έλαβε μήνυμα από μια άλλη τράπεζα που έλεγε ότι παγώνουν τα περιουσιακά του στοιχεία. Ο λόγος ήταν η άσκηση δίωξης εναντίον του για διάδοση ψευδών ειδήσεων για τον ρωσικό στρατό.
«Δεν κατάλαβα ποιος μου είχε ασκήσει δίωξη», είπε από το Λονδίνο, όπου ζει από το 2020. «Δεν έλαβα καμιά επίσημη ειδοποίηση από την κυβέρνηση. Δεν μου τηλεφώνησε κανείς. Μόνο αυτά τα emails από τις τράπεζες».
Οι αρχές επέβαλαν πρόστιμο 80.000 δολαρίων σε κάθε έναν από τους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Κατόπιν αυτού κατέσχεσαν ό,τι περιουσιακό στοιχείο τού είχε απομείνει στη Ρωσία, ακόμη κι ένα παλιό αυτοκίνητο του 1999. Ο δημοσιογράφος ανακάλυψε στη συνέχεια ότι είχε προστεθεί στον κατάλογο των καταζητουμένων, κάτι που σημαίνει πως αν επιστρέψει στη Ρωσία θα συλληφθεί αμέσως, αλλά ότι κινδυνεύει ακόμη κι αν ταξιδέψει σε χώρες με φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία, όπως η Τουρκία ή η Ουγγαρία. Εκτός από αυτόν, όμως, κινδυνεύει και ο πατέρας του, που εξακολουθεί να ζει στη Ρωσία.
Για τον Σολντάτοφ, όπως και για πολλούς Ρώσους δημοσιογράφους, η εισβολή στην Ουκρανία σηματοδότησε μια νέα περίοδο στη ζωή τους. Η δημοσιογραφία στη μετασοβιετική Ρωσία δεν ήταν ποτέ εύκολη και από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο Πούτιν οι δυσκολίες έχουν πολλαπλασιαστεί. Πολλοί από τους παλιούς συναδέλφους του Σολντάτοφ στη Novaya Gazeta έχουν δολοφονηθεί. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί Ρώσοι δημοσιογράφοι συνέχισαν να δουλεύουν με ένα πάθος που θα έκανε τους δυτικούς συναδέλφους τους να ζηλέψουν. Νέα μέσα, όπως το Insider και το Proekt, προέβησαν σε σημαντικές αποκαλύψεις για την εθνική ασφάλεια και την ιδιωτική ζωή του Πούτιν.
Ο ίδιος ο Σολντάτοφ, μαζί με τη συνάδελφό του Ίρινα Μπορογκάν, έγραψαν πολλά άρθρα για τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, καθώς και τέσσερα βιβλία. Ύστερα από προειδοποιήσεις που δέχθηκαν, μετακόμισαν στο Λονδίνο πριν από τη ρωσική εισβολή. Ο Σολντάτοφ χρειάστηκε χρόνο όμως για να καταλάβει γιατί είχε μπει στο στόχαστρο των ρωσικών αρχών. Στην αρχή νόμιζε ότι η αιτία ήταν κάποια σχόλια που είχε κάνει στο κανάλι Popular Politics του YouTube, το οποίο διαχειρίζονται φίλοι του Αλεξέι Ναβάλνι. Μετά κατάλαβε ότι είχε ενοχλήσει η έρευνά του για τις εσωτερικές διαμάχες στην FSB, τη διάδοχο της KGB.
Ο Πρόεδρος Πούτιν είχε αναθέσει σε ένα από τα τμήματα της FSB -την Πέμπτη Υπηρεσία- την ευθύνη να κρατήσει τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες στη ρωσική σφαίρα επιρροής. Η Υπηρεσία αυτή παρείχε στη ρωσική ηγεσία στοιχεία για την Ουκρανία που έκαναν τον Πούτιν να πιστέψει ότι η εισβολή θα ήταν περίπατος. Όταν τα στοιχεία αυτά αποδείχθηκαν ψευδή, έγιναν εκκαθαρίσεις, ενώ ένα από τα ηγετικά στελέχη της Υπηρεσίας μεταφέρθηκε σε μια διαβόητη φυλακή.
Οι έρευνες του Σολντάτοφ γι’ αυτή την υπόθεση ήταν που οδήγησαν τις αρχές να τον καταδιώξουν. Και κανείς δεν γνωρίζει πόσοι ακόμη Ρώσοι δημοσιογράφοι βρίσκονται στην ίδια θέση μ’ αυτόν.
(*) O Ανταμ Τέιλορ είναι αρθρογράφος της Washington Post