Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Todaypress του Σαββάτου
Tου Δημήτρη Καμπουράκη
Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν ήταν ποτέ ορθολογικές. Ούτε πορεύονταν διαρκώς πάνω στις ράγες της σύνεσης, δίχως οι παραλογισμοί και οι ασυναρτησίες να χαρακτηρίζουν πολλές από τις συλλογικές τους επιλογές. Όποια περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας κι αν κοιτάξουμε, πάντα θα ξαφνιαζόμαστε από μικρά και μεγάλα γεγονότα, που ενώ ήταν εξόχως ανορθολογικά και ολοφάνερα (αυτο)καταστροφικά, αυτά πέρασαν σαν οδοστρωτήρες πάνω από τη λογική και την ευθυκρισία, σφραγίζοντας την εποχή τους.
Πάντα η ανθρώπινη ιστορία ήταν μια μάχη ανάμεσα στη λογική και στον παραλογισμό, ανάμεσα στη μετριοπάθεια και στην εξαλλοσύνη, ανάμεσα στον γνωστικό και στον μωρό άνθρωπο, ανάμεσα στον φυσιολογικό και στον (με πολλές έννοιες) «ψεκασμένο».
Αυτό που σήμερα ονομάζουμε «λαϊκισμό» και που τον θεωρούμε τον μέγιστο εχθρό μιας κοινωνίας που προσπαθεί να προκόψει, δεν έλειψε ποτέ από κοντά μας. Με διάφορες παραλλαγές, ονόματα, βιτρίνες και θεωρητικοποιήσεις, μας συνόδευε πάντα στη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας.
Σήμερα, μένουμε κατάπληκτοι από έναν Πούτιν, ο οποίος διευθύνοντας μια χώρα που έχει μόλις το 1,9% του παγκόσμιου ΑΕΠ, επιτίθεται ευθέως εναντίον ενός ολόκληρου δυτικού κόσμου, που κατέχει το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Και λογικά σκεπτόμενοι όλοι εμείς, αναρωτιόμαστε αν αυτός ο τύπος έχει μακροπρόθεσμα κάποια ελπίδα να κερδίσει τον πόλεμο που άνοιξε. Πλην δεν σκέπτονται όλοι λογικά σε τούτο τον πλανήτη, όπως δεν σκέπτονται λογικά όλοι και σε τούτη τη χώρα που ζούμε. Αλλιώς δεν θα υπήρχαν τόσοι έμμεσοι και άμεσοι υποστηρικτές του Πούτιν εν Ελλάδι, ούτε ανάμεσα τους θα ήταν εκείνοι, που το ‘χαν εύκολο να κατεβαίνουν στους δρόμους για τα Βιετνάμ και τις Βολιβίες, αλλά τώρα δυσκολεύονται να κατονομάσουν τον επιτιθέμενο στην ίδια τους τη γειτονιά.
Σάματις δεν κινείται στην ίδια παρα-λογική σφαίρα η πεποίθηση ότι, ειδικά στην μικρή Ελλάδα, η αντιπολίτευσή μας (μόνο αυτή μέσα σ’ έναν πλανήτη που καίγεται από το ίδιο πρόβλημα) βρήκε τον τρόπο να αντιμετωπίσει την αύξηση των τιμών του ρεύματος; Και προτείνει να αρνηθούμε να πληρώνουμε την «ρήτρα αναπροσαρμογής». Το προτείνουν με θράσος χιλίων πιθήκων, αυτοί που ως κυβέρνηση θέσπισαν και τη «ρήτρα» και το χρηματιστήριο ενέργειας; Πώς το φαντάζονται, άραγε, το πράγμα;
Πιστεύουν ότι ως λαός, δεν ξέρουμε πια πόσο μας κόστισαν τα «δεν πληρώνω» και τα λεφτόδεντρα της προηγούμενης δεκαετίας, τότε που πήγαμε για «σεισάχθειες» και σχισμένα μνημόνια, για να βγούμε αχρείαστα τριπλοχρεωμένοι; Πλην, μια από τις βασικές ιδιότητες του ανορθολογιστή, είναι ότι αρνείται να μάθει. Φτιάχνει κάθε φορά έναν κόσμο στα δικά του μέτρα και αλίμονο στον πραγματικό κόσμο αν δεν προσαρμοστεί στο εγκεφαλικό καλούπι, που έχει κατασκευάσει η ψεκασμένη τους φαντασία. Φταίει η πραγματικότητα κι αυτό τον εξοργίζει.
Ας μην μας αδικούμε όμως.
Αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Μόλις πρόσφατα κρατήσαμε την ανάσα μας στη Γαλλία, καθώς μια φασίστρια, υποστηρίχτρια του Πούτιν, κόντεψε να κερδίσει την εξουσία, εκμεταλλευόμενη την ακρίβεια που έφερε στον δικό της λαό ο Ρώσος εκλεκτός της. Και το πιο τρομερό ήταν ότι η Λεπέν φερόταν ως φαβορί μέχρι την τελευταία στιγμή, διότι οι οπαδοί και ψηφοφόροι της άκρας αριστεράς προτιμούσαν να ψηφίσουν μια ναζίστρια από έναν αστό σοσιαλδημοκράτη πολιτικό.
Κοντολογίς, στις μεν ανατολικές κοινωνίες διαπρέπουν οι δικτάτορες και στις δικές μας δυτικές δημοκρατίες ταρακουνιούνται συθέμελα όλες οι παλιές σταθερές, που κρατούσαν σε ισορροπία το σύστημα.
Να εξηγούμαστε, δεν εννοώ ότι ο πόλεμος υπέρ της λογικής και της μετριοπάθειας έχει χαθεί. Υποστηρίζω, όμως, ότι πάντα θα βρισκόμαστε στα χαρακώματα αυτού του συγκεκριμένου πολέμου και κάθε φορά θα γιορτάζουμε προσωρινές νίκες ή απρόσμενες ήττες με άδηλο αποτέλεσμα. Και οι επόμενες εκλογές (και οι μεθεπόμενες) εδώ στην Ελλάδα, μην απατάστε, σ’ αυτό το μοτίβο θα κινηθούν. Μεταξύ λογικής και παράνοιας, μεταξύ της κανονικότητας και του υποσχόμενου χάους, μεταξύ της κυβερνησιμότητας και της μακράς ακυβερνησίας. Δεν θα έχει σημασία αν θα επικεντρώνονται λεκτικά στους λογαριασμούς του ρεύματος ή στην τιμή της τομάτας και του ψωμιού, άλλο θα είναι το συνολικό διακύβευμα. Αν θα προχωρήσουμε με σύνεση μέσα στο διεθνές ναρκοπέδιο που βρισκόμαστε ή αν θα κάνουμε συλλογικά ένα νέο salto mortale κι όποιον πάρει ο χάρος.
Διαβάζω αναλύσεις, σύμφωνα με τις οποίες, οι δυτικές κοινωνίες έχουν γίνει έρμαια του λαϊκισμού και του ανορθολογισμού, διότι υπάρχουν μεγάλες κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό τους. Σύμφωνοι, αλλά πότε είχαν εκλείψει από τον αναπτυγμένο κόσμο οι κοινωνικές ανισότητες; Πάντα υπήρχαν τα κάτω πατώματα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και οι πλούσιες οικονομικά και μορφωτικά ανώτερες τάξεις. Αυτό που μοιάζει να χάνεται στον κόσμο μας, είναι η μεγάλη μεσαία τάξη, που αποτελούσε το αμορτισέρ των κραδασμών και των κοινωνικών εκρήξεων. Όμως, αυτή η μεγάλη μεσαία τάξη της δύσης στηριζόταν στον διαμοιρασμό ενός πλούτου, που ταξίδευε από τον τρίτο κόσμο προς τις δικές μας κοινωνίες.
Για παραπάνω από εξήντα χρόνια μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη ενώ ήταν το 7-8% του παγκόσμιου πληθυσμού και είχε το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, διέθετε στους πληθυσμούς της το 60% των παγκόσμιων κοινωνικών παροχών. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για τον πλούτο όλου του υπόλοιπου πάμφτωχου πλανήτη, που με διάφορους οικονομικούς μηχανισμούς, ταξίδευε για να διαμοιραστεί στον τυχερό πληθυσμό του ανεπτυγμένου κόσμου. Έτσι, διασφαλίζεται εύκολα και η κοινωνική ειρήνη και ο συλλογικός ορθολογισμός. Σήμερα, που ο τρίτος κόσμος ξύπνησε και γιγαντώθηκε, διεκδικώντας το μερίδιο του από τον παγκόσμιο πλούτο, οι κοινωνικές αντιθέσεις αυτομάτως οξύνονται. Πολύ δε περισσότερο, όταν ο διπολικός κόσμος έγινε πολυπολικός, με τα κανόνια πλέον να βρυχώνται ανεξέλεγκτα.
Τώρα πια δεν υπάρχει εξασφαλισμένος πλούτος για όλους μας. Οι αυριανές ευρωπαϊκές γενιές θα περάσουν χειρότερα από τις γενιές των παππούδων τους, χωρίς να διαφαίνεται μια λύση που θα ικανοποιεί όλους. Σ’ αυτό πατά και ο λαϊκισμός και ο ανορθολογισμός και ο πολιτικός τσαρλατανισμός και ο αυταρχισμός κάθε μορφής. Κι αφού η οικονομία δεν πρόκειται να δώσει λύση, θα ακροβατούμε διαρκώς πάνω στην κόκκινη γραμμή, ανάμεσα στη λογική που θα προσπαθεί να βρει εφικτές απαντήσεις σε δύσκολα προβλήματα και στον λαϊκισμό που θα εκμεταλλεύεται την οργή, προς όφελος όσων προτιμούν να γκρεμίζουν παρά να χτίζουν. Έτσι θα ζούμε εφεξής, μ’ αυτά θα παλεύουμε.