Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Ανδρέα Κωνσταντάτου
Με τη διαφορά ΝΔ -ΣΥΡΙΖΑ, διευρυνόμενη σε κάθε νέα δημοσκόπηση -ξεπέρασε ήδη το 6%- το «αποστειρωμένο» ντιμπέιτ δεν άλλαξε την εικόνα και δεν μας έκανε σοφότερους.
Αποκάλυψε όμως πως οι διαθέσιμες επιλογές των ψηφοφόρων, για την επόμενη μέρα, είναι η εξής μία. Η κυβερνητική πρόταση της ΝΔ και η αυτοδυναμία της.
Από τη μια μεριά στο ντιμπέιτ, υπήρξε η εικόνα του πρωθυπουργού με μια συγκροτημένη προγραμματική πρόταση για το αύριο, που φρόντιζε να αναλύει σε κάθε απάντηση του και από την άλλη, τρεις «προοδευτικοί» αρχηγοί κομμάτων χωρίς κοινό τόπο και στόχο για το μέλλον της χώρας. Κι αυτή η εικόνα έστειλε, κατά το Μέγαρο Μαξίμου, το σημαντικότερο μήνυμα στους ψηφοφόρους ενόψει των εκλογών της 21ης Μαΐου.
Φλερτ χωρίς ανταπόκριση
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κ. Τσίπρα, που «φλέρταρε ασυστόλως» τον Νίκο Ανδρουλάκη και τους άλλους δύο πολιτικούς αρχηγούς, Κουτσούμπα και Βαρουφάκη, για να διατηρήσει ζωντανό το αφήγημα της προοδευτικής συνεργασίας, οι απαντήσεις που έλαβε δεν ήταν καθόλου αισιόδοξες.
Ο κ. Ανδρουλάκης επέμενε να «χτυπά» και δεξιά και αριστερά και να μη δείχνει καμία διάθεση αλλαγής της θέσης του για κοινό πρωθυπουργό, τον οποίο όμως δεν αποκάλυψε, ούτε περιέγραψε, αφού δεν ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους.
Ο κ. Κουτσούμπας υπήρξε κατηγορηματικός και αιχμηρός στην άρνηση του, καθώς μίλησε για «μούφα προοδευτική διακυβέρνηση» και προειδοποίησε τον κ. Τσίπρα να «μην ξύνεται στη γκλίτσα του τσοπάνη», ενώ ο κ. Βαρουφάκης διαμαρτυρήθηκε γιατι επί δύο χρόνια που ζητά να συζητήσουν μεταξύ τους οι προοδευτικές δυνάμεις δεν βρήκε απάντηση.
Έτσι, το ζήτημα της διακυβέρνησης, με όλες τις διαδικαστικές και πολιτικές δυσκολίες του, που δεν ετέθη στο ντιμπέιτ, μετατίθεται για την επομένη των εκλογών, όταν η πρόεδρος της Δημοκρατίας θα δώσει στους τρεις πρώτους αρχηγούς την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Ο Μητσοτάκης θα καλέσει Ανδρουλάκη;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος έχει δηλώσει καθαρά πως στόχος του είναι η αυτοδυναμία και όχι μια κυβέρνηση αστάθειας, προϊόν συνεργασίας κομμάτων, θα έχει να διαχειριστεί ένα καυτό πρόβλημα, μόλις λάβει την πρώτη εντολή.
Με δεδομένο, πως ο κ. Ανδρουλάκης δεν αρνείται τη συνεργασία, αν το κόμμα του λάβει το ακαθόριστο «ισχυρό διψήφιο ποσοστό» που ζητά, θα πρέπει ο κ. Μητσοτάκης να βρει ουσιαστικό λόγο να απορρίψει τη συνεργασία και ταυτόχρονα να αποδώσει την ευθύνη της αποτυχίας στον κ. Ανδρουλάκη, προκειμένου να πάει σε δεύτερες εκλογές για αυτοδυναμία. Πολύ περισσότερο πολύπλοκο θα είναι, αν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ υποχωρήσει από τη θέση του «κοινού πρωθυπουργού».
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν, πως η μόνη δυνατή κυβέρνηση συνεργασίας που μπορεί να προκύψει από τις εκλογές της απλής αναλογικής, είναι αυτή μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ καθώς οι εταιρείες ερευνών δίνουν στα δύο κόμματα πλειοψηφία 156-157 έδρες.
Έτσι, το πρώτο και καθοριστικό ερώτημα που τίθεται, είναι αν ο πρωθυπουργός μετά την επίσκεψη του στην πρόεδρο της Δημοκρατίας και με την εντολή στο χέρι, ζητήσει, επίσημα πια, συνάντηση με τον κ. Ανδρουλάκη προκειμένου να διερευνήσει τις προθέσεις του.
Το πιθανότερο είναι ναι, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα αναλάβει τις ευθύνες και το πολιτικό κόστος για την αποτυχία κυβερνητικής συνεργασίας. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως θα τηρήσει τις συνταγματικές επιταγές. Πάντως, παρά τη μυστικότητα που υπάρχει γύρω από κινήσεις για την επόμενη μέρα, πληροφορίες αναφέρουν πως το όλο ζήτημα των διερευνητικών εντολών και μιας συνάντησης με τον κ. Ανδρουλάκη απασχολεί το επιτελείο του πρωθυπουργού.
Αποτελεί μάλιστα αντικείμενο προσεκτικής ανάλυσης των δεδομένων και των κινήσεων που θα γίνουν, έτσι ώστε η όποια αποτυχία συνεργασίας να μη χρεωθεί στη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αντιλαμβάνεται κανείς πως το ίδιο θα συμβαίνει και στο ΠΑΣΟΚ.
Δύσκολη η συνεργασία
Ποιος θα πάρει το «μουτζούρη» της ευθύνης, να διαλύσει τη νέα Βουλή, να περάσει η χώρα σε υπηρεσιακή κυβέρνηση και να κληθούν εκ νέου στις κάλπες οι πολίτες, αφ’ ης στιγμής τα «κουκιά» βγάζουν κυβέρνηση συνεργασίας των δύο κομμάτων;
Η γραμμή του κ. Ανδρουλάκη, «ούτε Μητσοτάκης- ούτε Τσίπρας» για πρωθυπουργός και η τελευταία προσθήκη πως ακόμα και οι υπουργοί θα πρέπει να είναι κοινής αποδοχής, κάνει πιο εύκολη τη δουλειά του κ. Μητσοτάκη. Δείχνει όμως και κάτι άλλο. Πως ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ- αν τηρήσει και μετεκλογικά αυτή τη θέση- δεν επιθυμεί κατά βάση καμιά κυβερνητική συνεργασία, σε αυτές τις εκλογές, υπό το φόβο περαιτέρω «απορρόφησης» του κόμματος του, είτε από τη ΝΔ είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ίσως και να προτιμά μια αυτοδύναμη ΝΔ, όπου θα έχει το χρόνο, να εξελιχθεί ως πολιτικός αρχηγός στη Βουλή, να αναδιοργανώσει το κόμμα του και να δουλέψει πάνω σε μια αξιόπιστη πολιτική πρόταση, αντί να ορκιστεί υπουργός του Μητσοτάκη ή του Τσίπρα.
Μόλις οι δημοσκοπήσεις άρχισαν να καταγράφουν την πιθανότητα κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ- ΠΑΣΟΚ, τα δυο κόμματα φρόντισαν να ενισχύσουν την εικόνα των διαφορών τους. Το έκανε με έντονο τρόπο ο κ. Ανδρουλάκης στο ντιμπέιτ, όταν είπε πως κάποιοι πρέπει να πάνε φυλακή για τις υποκλοπές, το έκανε και ο πρωθυπουργός όταν ξεκίνησε να μιλά για «εμμονές» Ανδρουλάκη στο πρόσωπο του και για κοινή πορεία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το Μαξίμου επιχειρεί συνεχώς να αναδεικνύει τις διαφορές του με τον κ. Ανδρουλάκη και την πολιτική του, για να περάσει στους ψηφοφόρους την αίσθηση μιας, αν όχι αδύνατης, τουλάχιστον δύσκολης και ασταθούς κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ.
Στα «συν» της κυβέρνησης για το ζήτημα των συνεργασιών, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, είναι πως έχει εδραιωθεί σιγά -σιγά, η πεποίθηση στους ψηφοφόρους πως οι δεύτερες εκλογές καθίστανται αναγκαίες, λόγω της απλής αναλογικής και της απροθυμίας των πολιτικών αρχηγών να βρουν κοινό τόπο για συνεργασία.
Στα «πλην» μπορεί κανείς να καταγράψει πως μια τέτοια προοπτική, μπορεί να ενισχύσει την «χαλαρή» ψήφο που κανένα κόμμα και πολύ περισσότερο η ΝΔ, δεν επιθυμεί.
Ωστόσο το «στήσιμο» των ενοτήτων του ντιμπέιτ, δεν βοήθησε τους δημοσιογράφους να «φωτίσουν» τις εξελίξεις της επόμενης μέρας, ούτε ρώτησαν τους πολιτικούς αρχηγούς, ποιός μπορεί να συνεργαστεί και με ποιον από τη Δευτέρα των εκλογών, ούτε πήραν απάντηση.
Ακόμα, όμως, κι αν οι πολιτικοί αρχηγοί, δέχονταν πιεστικές ερωτήσεις, να αποκαλύψουν τις σκέψεις του για την επόμενη των εκλογών, θα «πέταγαν τη μπάλα στην εξέδρα» όπως συνέβη στην περισσότερες των ερωτήσεων, εκτός του κ. Μητσοτάκη που σχεδόν εμμονικά προσπάθησε να μην ξεφύγει από το χρόνο και από την ερώτηση που του έθεταν.