Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου
του Γιάννη Καντέλη
Εκλογικός πυρετός επικρατεί σε κομματικά επιτελεία και υποψηφίους μετά την αναφορά του πρωθυπουργού ότι «μυρίζει εκλογές», τα σενάρια έχουν φουντώσει τα τελευταία εικοσιτετράωρα και όλοι ψάχνουν την ημερομηνία που θα στηθούν οι κάλπες.
Πολλοί σπεύδουν να προεξοφλήσουν την ανακοίνωση της ημερομηνίας τους δύο πρώτους μήνες του νέου έτους κυκλώνοντας τις Κυριακές του Μαρτίου και του Απριλίου.
Ένα σενάριο είναι η 19η Μαρτίου, μια εβδομάδα πριν τους εορτασμούς για την απελευθέρωση και με τα Rafale να ετοιμάζονται να πετάξουν πάνω από την παρέλαση. Επόμενη, πιθανή ημερομηνία είναι η 9η Απριλίου, μια εβδομάδα πριν το Πάσχα με τους περισσότερους να ετοιμάζονται ήδη να μεταβούν στα χωριά τους για την Ανάσταση. Και στις δύο περιπτώσεις οι δεύτερες εκλογές θα πραγματοποιηθούν εντός του Μαΐου ώστε το καλοκαίρι και η έναρξη της νέας τουριστικής περιόδου να μην επηρεαστεί από το προεκλογικό κλίμα.
Προς το τέλος της θητείας
Το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί να κλείσει την παραφιλολογία για την ημερομηνία των εκλογών διαμηνύοντας ότι θα πρέπει να ξεχάσουν όλοι τους πρώτους μήνες του 2023, ενώ στην ερώτηση αν αυτό ενισχύει τις υποθέσεις για την αρχή της Άνοιξης, σπεύδουν να απαντήσουν ότι «η προεκλογική περίοδος θα είναι αγώνας αντοχής» και οι κάλπες θα στηθούν προς το τέλος της κυβερνητικής θητείας.
Αυτό επανέλαβε και χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, ο οποίος είπε ότι «οι εκλογές θα διεξαχθούν όσο πιο κοντά στο τέλος της τετραετίας». Μιλώντας στην ΕΡΤ, δήλωσε ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν «όσο πιο κοντά στο τέλος της τετραετίας. Δεν θα μας κατηγορήσει κανείς, αν διεξαχθούν 2-3 μήνες πριν» είπε . Ο κ. Οικονόμου υπογράμμισε επίσης τη σημασία και των δυο εκλογικών αναμετρήσεων που θα υπάρξουν, αν με την πρώτη δεν σχηματιστεί κυβέρνηση. «Είναι το ίδιο κρίσιμες, το ίδιο αποφασιστικές και οι δυο εκλογικές αναμετρήσεις».
Σ΄ ότι αφορά την επόμενη μέρα των εκλογών και για το σχηματισμό κυβέρνησης, ο κ. Οικονόμου, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι «τις απαντήσεις τις δίνει ο λαός», επισημαίνοντας ότι η χώρα «χρειάζεται μια κυβέρνηση, συμπαγή αποτελεσματική, με κατανόηση της παγκόσμιας κατάστασης», όπως σήμερα διαθέτει.
Η αναφορά του πρωθυπουργού
Η αλήθεια είναι ότι την συζήτηση φούντωσε η αναφορά του ίδιου του πρωθυπουργού και παρότι τα χρονικά περιθώρια για τις εκλογές διαρκώς στενεύουν δεν θέλει να χάσει το όποιο περιθώριο αιφνιδιασμού υπάρχει. Ταυτόχρονα, ο κ. Μητσοτάκης έχει δείξει στη διάρκεια της θητείας του ότι κινείται θεσμικά και επενδύει στη σχέση ειλικρίνειας με το εκλογικό σώμα, οπότε όσοι τον γνωρίζουν καλά επιμένουν ότι το εννοεί όταν λέει πως οι εκλογές θα γίνουν κοντά στην ολοκλήρωση της τετραετίας. Μέχρι τότε, όπως λένε όσοι υπερασπίζονται αυτή την επιλογή, η κυβέρνηση έχει να επιδείξει έργο στους πολίτες με την αύξηση των συντάξεων, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Σημειώνουν, επίσης, ότι η χώρα θα βγει από τον δύσκολο χειμώνα για τον οποίον μιλούν όλοι χωρίς τριγμούς και η κοινωνία όρθια, κάτι που θα πιστωθεί στην κυβέρνηση.
Το καλό ποσοστό
Μια νίκη, όμως, στις εκλογές δεν μοιάζει αρκετή, ελέω της απλής αναλογικής. Θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα ποσοστό που θα σηματοδοτεί την δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης στην δεύτερη κάλπη. «Ο στόχος είναι απολύτως εφικτός», διαμηνύει ο κ. Μητσοτάκης και ποντάρει στην υπεροχή έναντι του βασικού αντιπάλου του, που είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Είτε πρόκειται για τον «καταλληλότερο πρωθυπουργό» είτε πρόκειται για το δίλημμα ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τις κρίσεις το προβάδισμα του κ. Μητσοτάκη είναι ξεκάθαρο. Τα στοιχεία των τελευταίων δημοσκοπήσεων που δημοσιεύτηκαν είναι ξεκάθαρα: Σε αυτήν της GPO το 43,2% θεωρεί καταλληλότερο Πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη έναντι 32,4% που θεωρεί καταλληλότεροι τον Α. Τσίπρα. Η Pulse δίνει ποσοστό 39% έναντι 28%, αντίστοιχα, ενώ σύμφωνα με την Marc που κατέγραψε την δημοφιλία των πολιτικών αρχηγών ο κ. Μητσοτάκης συγκεντρώνει 47,8% θετικών απόψεων έναντι 33,7% του κ. Τσίπρα. Ανάλογη είναι η εικόνα και στους ποιοτικούς δείκτες των μετρήσεων. Σύμφωνα με την Marc το 48,1% εμπιστεύεται περισσότερο τον νυν πρωθυπουργό στο τιμόνι της χώρας έναντι 29,6% τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στο ερώτημα «ποιος μπορεί να ωφελήσει περισσότερο ανθρώπους σαν εσάς» τα ποσοστά είναι 41,2% έναντι 35,5% αντίστοιχα. Ίδια είναι η εικόνα και σύμφωνα με την Pulse καθώς στο ερώτημα για το ποιος από τους αρχηγούς των κομμάτων είναι καταλληλότερος να χειριστεί τα «καυτά» θέματα της ενεργειακής κρίσης, της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερτερεί με μεγάλη διαφορά έναντι του Αλέξη Τσίπρα και ειδικότερα στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής συγκεντρώνει σχεδόν διπλάσιο ποσοστό.
Μητσοτάκης ή Τσίπρας
Το δίλημμα «Μητσοτάκη ή Τσίπρας» που επαναλαμβάνει διαρκώς ο πρωθυπουργός δεν είναι αλαζονικό ή ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, αλλά στηρίζεται στην ανάλυση αυτών των στοιχείων και το κυβερνητικό επιτελείο εκτιμά ότι καθορίσει την τελική επιλογή ψηφοφόρων που αυτή τη στιγμή εμφανίζονται αποστασιοποιημένοι από το κυβερνών κόμμα, αλλά έχουν θετική γνώμη για τον πρωθυπουργό. «Τον κ. Τσίπρα τον κυνηγά το κακό παρελθόν του. Οι πολίτες έχουν εμπειρία πλέον από την διακυβέρνηση του και δεν ξεγελιούνται με τα τεχνάσματα του 2015» σημειώνουν συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη.
Η κυβέρνηση διανύει τους τελευταίους μήνες της θητείας της, έχοντας διαχειριστεί συνεχείς πρωτόγνωρες κρίσεις, που δοκιμάζουν τις αντοχές όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, και όμως διατηρεί υψηλά ποσοστά σε όλες τις δημοσκοπήσεις που καταγράφουν σαφές προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτές που έχουν δημοσιευτεί την τελευταία εβδομάδα η ΝΔ καταγράφει ποσοστό στην πρόθεση ψήφου άνω του 32% και η διαφορά από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κυμαίνεται από 5 έως 8 μονάδες. Έμπειροι εκλογικοί αναλυτές των μετρήσεων της κοινής γνώμης εκτιμούν σε συζητήσεις τους ότι με τα μέχρι τώρα δεδομένα το 32% είναι η βάση εκκίνησης του κυβερνώντος κόμματος στην εκλογική μάχη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι στην τελική ευθεία με τα εκλογικά διλήμματα να τίθενται επιτακτικά και τα δύο μεγάλα κόμματα να συσπειρώνουν δυνάμεις το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξηθεί κοντά στο 34 έως 35%, ανοίγοντας τον δρόμο για την αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές. Εξου και η εκτίμηση του κ. Μητσοτάκη από το Λονδίνο ότι ένα ποσοστό γύρω στο 37 με 38% θα δώσει την αυτοδυναμία στη ΝΔ.
Πως θα έρθει η αυτοδυναμία
Τι προβλέπει ο νέος νόμος για την αυτοδυναμία; Το μπόνους στο πρώτο κόμμα ξεκινά να μετρά από το 25%, για το οποίο παίρνει 20 έδρες. Για κάθε 0,5%, προστίθεται και μια έδρα. Συνεπώς, ένα κόμμα που θα πάρει π.χ. 37% έχει λαμβάνειν 44 έδρες από το μπόνους που μπορεί να φτάσει ως και τις 50 έδρες στο σύνολο. Εν προκειμένω, οι 44 έδρες αφαιρούνται από το σύνολο των 300 εδρών, άρα μένουν 256 να κατανεμηθούν αναλογικά με βάση τη δύναμη των κομμάτων. Οι έδρες πολλαπλασιαζόμενες με το ποσοστό του κόμματος δίνουν τις έδρες της πρώτης κατανομής και στη συνέχεια διατίθενται τα υπόλοιπα της δεύτερης κατανομής. Με αυτό το παράδειγμα και με 10% κομμάτων εκτός Βουλής, η ΝΔ προσεγγίζει τις 150 έδρες, συνεπώς με μεγαλύτερο ποσοστό του 37% ή με μεγαλύτερο ποσοστό κομμάτων που θα μείνουν εκτός Κοινοβουλίου, φτάνει στην πολυπόθητη αυτοδυναμία. Το κατώτατο όριο είναι 36% με τα κόμματα που μένουν εκτός Βουλής να φτάνουν το 15%, ενώ αν τα εξοκοινοβουλευτικά κόμματα μείνουν στο 8% απαιτείται 38% για το πρώτο κόμμα.