Στο προσκήνιο επανήλθε, τις τελευταίες ημέρες το θέμα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα έπειτα από δημοσίευμα του βρετανικού περιοδικού «The Critic», βάσει του οποίου έχει επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα στο Βρετανικό Μουσείο και την ελληνική κυβέρνηση για την παραχώρησή τους μέσω «μόνιμου δανεισμού», κάτι το οποίο διαψεύδει το Βρετανικό Μουσείο.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος, η εφημερίδα «The Times» κάνει λόγο για διακανονισμό, τονίζοντας πως οι συνομιλίες μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας δεν έχουν προχωρήσει από τα τέλη του 2023, όταν το ζήτημα τέθηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στον τότε ηγέτη της αντιπολίτευσης, Σερ Κιρ Στάρμερ.
Εκπρόσωπος της Ντάουνινγκ Στριτ δήλωσε ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση αλλαγής της νομοθεσίας που θα επέτρεπε την παραίτηση του Μουσείου από τη νομική ιδιοκτησία των Γλυπτών. Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε, «η διαχείριση των Γλυπτών του Παρθενώνα αποτελεί αρμοδιότητα των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο λειτουργεί ανεξάρτητα από την κυβέρνηση».
Σύμφωνα με την ΕΡΤ, η πρόταση που βρίσκεται επί τάπητος αφορά μια συμφωνία «αμοιβαίου δανεισμού», με τα Γλυπτά να επιστρέφουν στην Ελλάδα για μακροχρόνια περίοδο, χωρίς όμως να παραχωρείται η κυριότητα. Σε αντάλλαγμα, το Βρετανικό Μουσείο θα φιλοξενούσε κυλιόμενες εκθέσεις με άλλα σημαντικά ελληνικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Αν και η πρόταση φαίνεται να δημιουργεί ένα πιθανό διπλωματικό άνοιγμα, η προοπτική ακόμη και μακροχρόνιου δανεισμού προκαλεί αντιδράσεις στο εσωτερικό της Βρετανίας. Η επικεφαλής των Συντηρητικών, Κέμι Μπάντενοχ, δήλωσε πρόσφατα ότι «ποτέ δεν υποστήριξε την επιστροφή των Γλυπτών», ενώ εκπρόσωποι του Μουσείου επιμένουν ότι οι συνομιλίες βρίσκονται ακόμη μακριά από οποιοδήποτε συμπέρασμα.
Από την πλευρά της Ελλάδας, αξιωματούχος που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις ανέφερε ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να προβλέπει την επιστροφή μέρους των Γλυπτών στην Αθήνα για «παρατεταμένη περίοδο», όχι απλώς για 1–2 χρόνια, αλλά ούτε και με τον τυπικό χαρακτήρα ενός συμβατικού δανεισμού 50 ή 100 ετών.