Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
του Δημήτρη Τζανιδάκη, Διεθνολόγος & Πολιτικός Επιστήμονας
Το εκατέρωθεν κλίμα δεν άφηναν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Tα «ήξεις αφήξεις» της ρωσικής πλευράς σχετικά με την παρουσία ή την απουσία του Προέδρου Πούτιν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ανεβοκατέβαζαν συνεχώς τον πήχη των προσδοκιών. Μέχρις ότου ο αμερικανός Πρόεδρος μας προσγειώσει μια και καλή στην πραγματικότητα: «Καμία λύση στην Ουκρανία χωρίς εμένα και τον Πούτιν» έγνεψε καταφατικά. Άραγε, τι αίσθηση και κυρίως τι συμπεράσματα μας αφήνει το -κατά πολλούς- φιάσκο της Κωνσταντινούπολης;
Καταρχάς το γεγονός και μόνο πως οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές κάθισαν στο ίδιο τραπέζι, συζήτησαν, διαφώνησαν και διατύπωσαν τις θέσεις τους, παρουσία της αμερικανικής διπλωματίας, συνιστά βήμα προς τα εμπρός. Και η ιστορία μας έχει διδάξει πως η καθιέρωση διμερών επαφών έστω και σε κατώτερο επίπεδο από αυτό των αρχηγών κρατών, παράγουν αποτελέσματα. Ένα τέτοιο ήταν η συμφωνία για ανταλλαγή 1.000 αιχμαλώτων από την κάθε πλευρά.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα αποτελεί η γεωστρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας. Ο πρόεδρος Ερντογάν, προβάλλοντας εαυτόν ως ειρηνοποιό που προσεγγίζει και τις δύο πλευρές, αναλαμβάνοντας μάλιστα την πρωτοβουλία να «φιλοξενήσει» τις διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη, σφυρηλατεί ένα προφίλ αξιοπιστίας. Αυτό τον καθιστά αφενός εξόχως χρήσιμο στον Τραμπ, αφετέρου αναβαπτισμένο εντός ΝΑΤΟ και ΕΕ. Το εγκώμιο που του έπλεξε ο ΓΓ του ΝΑΤΟ, Μάρκ Ρούτε προ ολίγων ημερών, είναι ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί.
Σε αυτό το ακανθώδες γεωπολιτικό τοπίο, η Κωνσταντινούπολη μας θύμισε με τον πλέον εμφατικό τρόπο έναν απαράβατο νόμο των Διεθνών Σχέσεων: πως η έκβαση μιας διαπραγμάτευσης ορίζεται και καθορίζεται πάντα από τον ισχυρό. Κι αυτό καλό είναι να μην το προσπερνάμε ούτε να το παραβλέπουμε, όσο ο πόλεμος συνεχίζεται.