«Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει αυτή τη στιγμή την ισχύ ώστε να μην ετεροκαθορίζεται», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στο «Πρώτο Πρόγραμμα» του ραδιοφώνου της ΕΡΤ.
Όπως σημείωσε, η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει αναπτύξει μία πάρα πολύ έντονη συνεργασία με τις χώρες της περιοχής και έχει ένα πολύ σημαντικό αποτύπωμα.
«Σε λιγότερο από 20 ημέρες η Ελλάδα αναλαμβάνει μία εξαιρετικά κρίσιμη και σημαντική θέση, ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, εκεί όπου στην πραγματικότητα θα διαμορφωθεί η νέα τάξη της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας», τόνισε.
Ανέφερε δε πως είναι αρκετά πρόχειρο να αξιολογήσουμε κατά πόσον θα επηρεαστεί η εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, από τις εξελίξεις στη Συρία.
«Αξιολογούμε και τη θέση και τη στάση της Τουρκίας στην περιοχή. Επαναπροσδιορίζουμε, αλλά αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι το σημαντικό, πάνω απ’ όλα, είναι να ενισχύουμε τη δική μας διεθνή διπλωματική θέση, έτσι ώστε πάντοτε να συζητούμε από θέση ισχύος», σημείωσε.
Ο υπουργός Εξωτερικών επεσήμανε πως το θέμα του παγώματος του αιτήματος ασύλου Σύρων προσφύγων είναι στην ατζέντα της συνεδρίασης του σημερινού ΚΥΣΕΑ.
«Είναι ένα θέμα, το οποίο ακόμα επηρεάζεται από την κατάσταση στη Συρία, η οποία δεν είναι διαμορφωμένη, βρίσκεται σε δυναμική εξέλιξη. Οι όποιες αποφάσεις θα ληφθούν σε συνέργεια με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβαίως με τη συνέργεια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών», τόνισε χαρακτηριστικά.
Όπως εξήγησε, «η κατάσταση είναι εξαιρετικά νωπή και ρευστή και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να αποφεύγουμε τα βιαστικά συμπεράσματα. Οφείλουμε να παρακολουθούμε, να διαβλέπουμε τις εξελίξεις, να είμαστε έτοιμοι να διαχειριστούμε τις καταστάσεις, να έχουμε έναν ενεργό ουσιαστικό ρόλο. Και από ‘κει και πέρα, θα επανεκτιμούμε διαρκώς την κατάσταση».
Αυτήν τη στιγμή, είχαμε την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, «το οποίο κατά τη διάρκεια της αυταρχικής του διαδρομής δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην περιοχή», ανέφερε και πρόσθεσε:
«Έχουμε όμως και μία χώρα, η οποία μαστίζεται από έξωθεν παρεμβάσεις, οι οποίες έχουν δημιουργήσει πάρα πολύ μεγάλη πίεση στους πολίτες. Φαίνεται να διαμορφώνεται μία de facto κυβέρνηση, η οποία αποτελείται από ομάδες ισλαμιστών, οι οποίες έχουν αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της κυριαρχίας του κράτους. Παραμένουν οι θύλακες των Κούρδων, οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί βορειοανατολικά. Και βεβαίως, υπάρχουν οι ρωσικές βάσεις στη Μεσόγειο».
«Οι χώρες, οι οποίες επί μακρόν ασκούσαν επιρροή, είτε μέσω χρηματοδότησης είτε μέσω ισχύος, προσπαθούν να επιβάλουν τη συμμετοχή τους» υπογράμμισε, ενώ αναφορικά με τον διάλογο με την Τουρκία, σημείωσε πως δεν υπήρξε ποτέ κανένας πρωθυπουργός και κανένας υπουργός Εξωτερικών που να μην συζητεί με την Τουρκία.
«Ο διάλογος πορεύεται επί τη βάσει μιας δομημένης συζήτησης. Αυτό που διαφοροποιεί την τωρινή συζήτηση, σε σχέση με παρελθούσες συζητήσεις είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μία εξαιρετικά ισχυρή διπλωματική θέση, επέκεινα του γεγονότος ότι έχουμε πολύ σημαντικές θέσεις στο διεθνές στερέωμα, αλλά και ισχυρές στρατηγικές συμμαχίες, περιφερειακές και διεθνείς» ανέφερε.
Σημείωσε ακόμη ότι «ο διάλογος με την Τουρκία τελείται υπό ένα καθεστώς, το οποίο δεν είναι καθεστώς πίεσης. Θέλω να θυμίσω ότι οι συζητήσεις που γίνονταν στο παρελθόν γίνονταν ενόσω είχαμε καθημερινά εκατοντάδες παραβιάσεις ελληνικού εναέριου χώρου».
«Έχουμε καταφέρει να έχουμε μία συζήτηση, η οποία είναι οργανωμένη, δομημένη, να στηρίζεται σε ορισμένα θετικά χαρακτηριστικά, χωρίς να παραβλέπουμε τις θεμελιακές διαφορές, οι οποίες παραμένουν και ισχύουν από δεκαετίες, είναι νομίζω, εκείνο, το οποίο διακρίνει τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Εάν υπάρξει οποιαδήποτε επίπτωση, τότε καταλαβαίνουμε όλοι ότι θα επαναπροσδιορίσουμε» τόνισε.
Ανέφερε πως επειδή είναι ένας οργανωμένος διάλογος, στηριζόμενος στους τρεις πυλώνες των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, της Θετικής Ατζέντας και του Πολιτικού Διαλόγου, προς ώρας δεν επηρεάζεται.
Ο υπουργός Εξωτερικών επεσήμανε πως ο ελληνοτουρκικός διάλογος συμπληρώνει 16 μήνες οργανωμένης δράσης, από τον Σεπτέμβριο του 2023, όταν και ξεκίνησε με την απόφαση των δύο ηγετών.
Στο διάστημα αυτό, ανέφερε, έχουν γίνει πολλά, συμφωνίες σε επίπεδο θετικής ατζέντας, δηλαδή οικονομίας, εμπορίου, τουρισμού. συμφωνίες συνεργασίας για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης, στο μεταναστευτικό, συνέργειες στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης σε επίπεδο στρατιωτικό, έχουν μηδενιστεί ουσιαστικά οι παραβιάσεις εναερίου χώρου.
«Έχει περιορισθεί η παλαιά, μισαλλόδοξη και εχθροπαθής ρητορική. Εκείνο, το οποίο δεν έχει συμβεί είναι να προχωρήσουμε στο μεγάλο βήμα, το οποίο είναι να συζητήσουμε περισσότερο για τα υποκείμενα ζητήματα που παράγουν, στην πραγματικότητα, τις διαρκείς εντάσεις και κρίσεις. Και ομιλώ προφανώς, για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας», ανέφερε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Ενόσω παραμένουν σε ισχύ αυτές οι αξιώσεις, οι μαξιμαλιστικές, της Τουρκίας και δεν θα μπορούσε να περιμένει ο οποιοσδήποτε, ακόμα και ο πιο αισιόδοξος, ότι μέσα σε λίγους μήνες θα παραιτείτο η Τουρκία από τα ζητήματα αυτά, εκείνο, το οποίο ισχύει είναι ότι έχουμε καταφέρει να ελέγξουμε, αν μη τι άλλο, τα θέματα εκείνα που παράγουν τις καθημερινές κρίσεις».
Ξεκαθάρισε δε πως αυτήν τη στιγμή δεν βρισκόμαστε στη θέση εκείνη να μπορέσουμε να συζητήσουμε για το θέμα αυτό.
«Το να συζητήσεις για ένα θέμα, το οποίο είναι τόσο σύνθετο, ανατρέχει δεκαετίες και εμπεριέχει μία μεγάλη τεχνική διάσταση στη βάση του διεθνούς δικαίου, όπως είναι η οριοθέτηση, απαιτεί πρώτα και πάνω απ’ όλα μία κατανόηση για το τι συζητάμε», σημείωσε και επανέλαβε πως η Ελλάδα συζητεί μόνον το θέμα της οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας.
«Δεν θεωρεί ότι υφίσταται κανένα άλλο ζήτημα και δεν θα θέσει ποτέ στην ατζέντα του διαλόγου ζητήματα κυριαρχίας, τα οποία αντιλαμβανόμαστε ότι διατηρεί το αναφαίρετο δικαίωμα να τα ελέγξει απολύτως. Άρα, στο μέτρο που δεν υπάρξει σύγκλιση στη μία και μόνη διαφορά, δεν θα υπάρξει και συζήτηση για τα θέματα αυτά».
Ερωτηθείς για τις χθεσινές δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ανέφερε πως «έχει την ιστορική του διαδρομή και θα αξιολογηθεί και από τον ιστορικό του μέλλοντος».
«Εγώ παράγω και θέτω στην κρίση της Βουλής και του ελληνικού λαού τα συγκεκριμένα αποτελέσματα, τα οποία έχουν προκύψει από τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Και τα οποία είναι ότι έχουμε επιστρέψει σε μία περίοδο σχετικής ομαλότητας. Τα νησιά μας αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε μία κατάσταση να μην λειτουργούν υπό καθεστώς φόβου. Έχουμε αναπτύξει το αποτύπωμα της ελληνικής διπλωματίας περισσότερο από ποτέ» σημείωσε.
Και υπογράμμισε πως «Δεν έχουμε κανένα φοβικό σύνδρομο, δεν μας κατατρέχει το φοβικό σύνδρομο ότι θα πρέπει ως αδύνατοι να προσέλθουμε στη συζήτηση. Έχουμε πολύ μεγάλη ισχύ για να το πράξουμε αυτό, υπηρετούμε μία πολιτική, η οποία, ξέρετε, δεν είναι δική μου. Εγώ εφαρμόζω την πολιτική, η οποία τίθεται με την κατεύθυνση του Πρωθυπουργού από το Υπουργικό Συμβούλιο και από το ΚΥΣΕΑ. Άρα, είναι μία συλλογική πολιτική της κυβέρνησης».
«Υπάρχει μία νομιμοποιημένη κυβέρνηση που μέσα από τα συλλογικά της όργανα θα ασκήσει τη στρατηγική της και θα κριθεί εν τέλει από τον ελληνικό λαό», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Εμείς θα πορευθούμε στη βάση αυτή. Δεν υπήρξε, ούτε θα υπάρξει ποτέ καμία απολύτως υποχώρηση. Η σκέψη, όμως, ότι με ανέξοδες πολεμικές ιαχές ή με μία δογματική ακινησία, ως δια μαγείας, θα λυθούν τα προβλήματα που δεν λύθηκαν για πενήντα χρόνια, αποτελεί απλώς μία φενάκη», κατέληξε.