Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δρ Κωνσταντίνου Μπούρα
Χιλιοτραγουδισμένοι οι στίχοι: Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια – Ώρα με την ώρα βιαστικά – Νιάτα που περνούν – Που δε θα ξαναρθούν – Κι εκείνο που βλέπω – Να μένει τελικά – Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι – Μες τα θερινά τα σινεμά – Νύχτες που περνούν – Που δε θα ξαναρθούν – Μ αγιόκλημα και γιασεμιά -Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια – Κάποιος μας τα κλέβει μυστικά – Χρόνια που περνούν – Που δε θα ξαναρθούν – Κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά – Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι – Μες τα θερινά τα σινεμά – Νύχτες που περνούν – Που δε θα ξαναρθούν – Μ αγιόκλημα και γιασεμιά.
Ακούγοντας πάντα τη βαθιά «εργατική» λαϊκή φωνή τής αξέχαστης Βίκυς Μοσχολιού να τραγουδάει το δημοφιλέστατο άσμα τού Λουκιανού Κηλαηδόνη, σκέφτομαι πόσα χαμένα καλοκαίρια περάσαμε σκυμμένοι πάνω από βιοποριστικές εργασίες, παγιδευμένοι σε καταστάσεις αδιέξοδες και εγκλωβισμένοι σε σχέσεις με ανθρώπους που τελικά δεν αξίζανε την τόση επιμελή προσοχή μας.
Πικροί οι απολογισμοί, γλυκόπικρη η επίγευση τού χρόνου που κυλάει και δεν γυρίζει πίσω στο κοσμικό ρεύμα τού παππού Ηράκλειτου. Όμως τίποτα δεν είναι τραγικό, μήτε καν μελοδραματικό στο «ιοστεφές άστυ» όταν μπορείς να βγεις έξω, να καθίσεις σε μια σπαστή πολυθρόνα και να απλώσεις τα γυμνά σου πόδια στο φροντισμένο, καλοποτισμένο θερινό σινεφίλ χαλίκι.
Ξεφυλλίζω ένα μνημειώδες και μνημειακό έργο τού πρόσφατα εκλιπόντος νεοέλληνα διανοούμενου και συνειδητού συγγραφέα Δημήτρη Φύσσα, με τίτλο «Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2013. Ιστορίες του αστικού τοπίου», (δίτομο, χαρτόδετη έκδοση), από τις εκδόσεις ΛΟΓΟΤΥΠΟ. Η ιστορική λεπτομέρεια
συναγωνίζεται την λογοτεχνική γλαφυρότητα, η ακαδημαϊκή σχολαστικότητα την ευδιαθεσία, το περισπούδαστο ύφος την συγγνωστή «αβάσταχτη ελαφρότητα» τού «λάθε βιώσαντος».
Δεν ακριβώς έτσι βέβαια, αλλά για λόγους αφηγηματικής οικονομίας καλόν είναι να δούμε το μεσογειακό ελληνικό καλοκαίρι ως τζίτζικες κι ουχί ως μέρμηγκες.
Θυμάμαι το προηγούμενο βράδυ από την έναρξη των εισαγωγικών Πανελληνίων Εξετάσεων (το μακρινό εκείνο 1979) αντί να ξενυχτίσω διαβάζοντας πήρα τον ηλεκτρικό από Μαρούσι, κατέβηκα Πατήσια και πήγα στον θερινό κινηματογράφο Λιλά, υποσχόμενος στον εαυτό μου ότι – εάν περάσω στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο – κάποια στιγμή θα βλέπω κάθε βράδυ τού θέρους μία ταινία σε έναν ανοικτό, μοσχοβολιστικό υπαίθριο κινηματογράφο, με τις τηλεοράσεις να αχνοφέγγουν τρεμοπαίζοντας στα μπαλκόνια.
Τώρα βέβαια έχει διαφοροποιηθεί κάπως το σκηνικό και αντί για πρωτόγονες «κουμούτσες» τρισδιάστατες τηλεοράσεις έχουμε λεπτεπίλεπτα τάμπλετ και κινητά. Τέλος πάντων…
Τα πέντε λαμπερά αστέρια της θερινής κινηματογραφικής απόλαυσης είναι κατά τη γνώμη μου (και ίσως αναμφισβήτητα) οι σταθεροί (αλλά όχι αναλλοίωτοι) «τόποι» στον Χρόνο: Θησείον, Ριβιέρα, Εκράν, Παναθήναια, Βοξ.
Το «Βοξ» φέτος αναλίσκεται (απογευματινοβραδινή) στο τελευταίο πολύτιμο κινηματογραφικό πετράδι τού Λάνθιμου. Εάν περάσεις απέξω μετά την έναρξη (βγάζοντας βόλτα το σκύλο σου, ας πούμε) βλέπεις κατεβασμένα ρολά. Η έξοδος γίνεται από το πλάι.
Το «Εκράν» φέτος περιορίζεται στη δοκιμασμένη απόλαυση παλαιών καλών ταινιών, «κλασικών» και παγιωμένων στην εκτίμηση τού κινηματογραφόφιλου κοινού.
Η «Ριβιέρα» είναι πιο μάχιμη. Παίζει πρωτοπορία και σχετικά πρόσφατες παραγωγές εναλλάξ με τις παλαιές, ενώ δίνει στέγη (τρόπος τού λέγειν), δίνει χώρο σε ειδικά εβδομαδιαία αφιερώματα.
Τα «Παναθήναια» παίζουν την άκρως επιτυχημένη ταινία τού Ρένου Χαραλαμπίδη «Νυκτερινός Επισκέπτης». Ένα βράδυ μάλιστα η παράσταση διακόπηκε από μια ιδιότροπη κυρία που έβριζε την νεαρά στο πίσω κάθισμα γιατί – λέει – την κλωτσούσε!!! Η σύγκρουση γενικεύτηκε (μεταξύ των θεατών).
Τέθηκαν θέματα σεξισμού, ρατσισμού, πολιτικής ορθότητας και διασκεδάσαμε όλοι αλησμόνητα τόσο με τα διαδραματιζόμενα στην υπέροχη σύγχρονη ταινία όσο και με τα άκρως απρόβλεπτα τεκταινόμενα στην πλατεία (κυριολεκτικά αυτή τη φορά). Είναι να μην σε εμπνέει ένας καλλιτέχνης. Άπαξ και σε ενθουσιάζει, μετά είναι όλα εφικτά.
Το «Θησείον» είναι περισσότερο τουριστικό θερινό σινεμά, όπως και το «Σινέ Παρί» στην οδό Κυδαθηναίων στην Πλάκα, που μόλις επαναλειτούργησε χαρίζοντας στους προνομιούχους θεατές του την φωτισμένη Ακρόπολη «στο πιάτο».
Και μετά με ρωτάνε οι φίλες και οι φίλοι μου εάν πλήττω που μένω σχεδόν κάθε καλοκαίρι στο κλεινόν άστυ. Μα πώς να πλήξω; Με αφήνουν οι θερινοί κινηματογράφοι και τα τραγελαφικά περιστατικά μετωπικών γενικευμένων συγκρούσεων μεταξύ επιβατών στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς; Αλλά αυτό
είναι ένα άλλο θέμα για προσεχή διαπραγμάτευση. Μην ανησυχείτε, δεν χανόμαστε. Θεού θέλοντος… και καύσωνος επιτρέποντος.
Αθάνατη συγγνωστή νεοελληνική χαρμολύπη!