Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Ανδρέα Μαζαράκη
Σε μία ήπειρο τόσο μεγάλη και ποικιλόμορφη όπως η Ευρώπη, είναι πάντα απερίσκεπτο να γενικεύουμε. Κι όμως, εκείνη την εποχή, η γενίκευση ήταν ολοένα και πιο φανερή. Ιδεολόγοι της Αριστεράς χαρακτήριζαν οποιονδήποτε δε συμμεριζόταν τη δική τους άποψη για τον κόσμο ως «φασίστα ιμπεριαλιστή», «αντιδραστικό» και «αιμοσταγή». Ιδεολόγοι της Δεξιάς απεικόνιζαν οποιονδήποτε είχε έστω και μετριοπαθείς αριστερές απόψεις ως «μπολσεβίκο» ή «τρομοκράτη». Κατά συνέπεια, εκείνοι που βρίσκονταν στη μέση υποχρεώνονταν όλο και περισσότερο να επιλέξουν πλευρά — γενικά: όποια πλευρά φαινόταν να είναι ισχυρότερη εκείνη τη στιγμή. Σύμφωνα με τα λόγια ενός από τους πατέρες του διεθνούς κομμουνισμού: «Γέρνει κανείς είτε προς την πλευρά του ιμπεριαλισμού είτε προς την πλευρά του σοσιαλισμού. Η ουδετερότητα είναι απλό καμουφλάζ, και τρίτος δρόμος δεν υπάρχει».*3
Οι συνέπειες επιλογής τής λάθος πλευράς, ιδίως στην ανατολική Ευρώπη ή στην Ελλάδα, μπορούσε να είναι θανάσιμες. Αυτή η σύγκρουση ιδεολογιών δεν ήταν κάτι καινούργιο στη μεταπολεμική περίοδο. Αριστεροί παρτιζάνοι και δεξιοί πολιτοφύλακες είχαν συχνά πολεμήσει μεταξύ τους ενόσω ο κύριος πόλεμος ήταν ακόμη σε εξέλιξη, και μερικές φορές συμφωνούσαν ακόμη και σε τοπική κατάπαυση πυρός με τους Γερμανούς προκειμένου να επικεντρωθούν πλήρως στον μεταξύ τους πόλεμο. Τοπικοί εμφύλιοι διεξάγονταν παράλληλα με τον κύριο πόλεμο όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στη Γιουγκοσλαβία, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Σλοβακία και στην Ουκρανία.
Για τους φανατικούς και των δύο πλευρών, αυτό που πραγματικά είχε σημασία δεν ήταν τόσο ο εθνικός πόλεμος κατά της γερμανικής κατοχής, αλλά η με βαθύτερες ρίζες πάλη ανάμεσα σε εκείνους που είχαν εθνικιστικά ιδεώδη και σε εκείνους με κομμουνιστικά. Σ’ αυτή την ιδεολογική πάλη μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, η ήττα της Γερμανίας το 1945 υπήρξε σημαντική μόνο επειδή έβγαλε από τη μέση τον πιο σημαντικό υποστηρικτή της Δεξιάς στην Ευρώπη. Δε σήμαινε ότι o ιδεολογικός πόλεμος είχε τελειώσει. Κάθε άλλο: για πολλούς κομμουνιστές ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν ένα ξεχωριστό γεγονός, αλλά μόνον ένας σταθμός σε μία πολύ μεγαλύτερη διαδικασία που διαρκούσε ήδη δεκαετίες.
Η ήττα του Χίτλερ
Η ήττα του Χίτλερ δεν αποτελούσε ένα τέλος από μόνη της, αλλά ένα εφαλτήριο απ’ όπου θα εξαπολυόταν η δεύτερη φάση του αγώνα. Η αρπαγή του πολιτικού ελέγχου από τους κομμουνιστές σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη κατέληξε να θεωρείται ως μέρος της διαδικασίας που θα τελείωνε, σύμφωνα με το μαρξιστικό δόγμα, με την «αναπόφευκτη» νίκη του κομμουνισμού σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ήταν μόνο η παρουσία των Δυτικών Συμμάχων, και ιδίως των Αμερικανών, εκείνη που εμπόδισε τον κομμουνισμό να εξαπλωθεί ευρύτερα στην Ευρώπη. Δεν είναι παράξενο συνεπώς που οι κομμουνιστές στα μεταπολεμικά χρόνια απεικόνιζαν τους Αμερικανούς ως ιμπεριαλιστές συνωμότες, ακριβώς όπως δαιμονοποιούσαν την αστική αντιπολίτευση στην Ουγγαρία και στη Ρουμανία ως «χιτλεροφασίστες». Στον κομμουνιστικό νου δεν υπήρχε θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε δικτάτορες όπως o Χίτλερ και σε δημοκρατικές προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος Τρούμαν, ο Ίμρε Νάγκι ή ο Ιουλίου Μάνιου — ήταν όλοι εκπρόσωποι ενός διεθνούς συστήματος που εκμεταλλευόταν τους εργάτες, και προσπαθούσε διαρκώς να ποδοπατήσει το σοσιαλισμό.
Οι Αμερικανοί
Σε ό,τι αφορούσε τους Αμερικανούς, σύντομα βρέθηκαν να σύρονται προς τον αντίθετο πόλο. Ο πόλεμος κατά του κομμουνισμού δεν ήταν κάτι που είχαν σχεδιάσει εξαρχής, καθώς όμως αναμίχθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενεπλάκησαν αναγκαστικά στην ευρύτερη πολιτική διεργασία της Δεξιάς κατά της Αριστεράς.
Κατά την εκ μέρους τους αστυνόμευση της Ευρώπης μετά το τέλος του πολέμου, βρέθηκαν αναπόφευκτα καθηλωμένοι στις πολυάριθμες τοπικές συρράξεις που ξέσπασαν ανάμεσα στις δύο φατρίες — και σε κάθε περίπτωση επέλεξαν ενστικτωδώς το μέρος της Δεξιάς, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου αυτό σήμαινε τη στήριξη μιας βάναυσης δικτατορίας, όπως συνέβη στην Ελλάδα.
Με την πάροδο του καιρού όμως, και με την απόκτηση πείρας, άρχισαν κι αυτοί να δαιμονοποιούν τους αντιπάλους τους, και τη δεκαετία του 1950 η μετρημένη προσέγγιση Αμερικανών όπως ο Ντιν Άτσεσον ή ο Τζορτζ Μάρσαλ είχε δώσει τη θέση της στη βίαιη ρητορική που συνόψιζε ο γερουσιαστής Τζο Μακάρθι. Η απεικόνιση εκ μέρους του Μακάρθι των Αμερικανών κομμουνιστών ως «μιας συνωμοσίας σε μια κλίμακα τόσο τεράστια ώστε να ξεπερνά κατά πολύ οποιοδήποτε προηγούμενο εγχείρημα στην ιστορία του ανθρώπου» ήταν εξίσου παράλογη όπως και ο αντιαμερικανισμός της ανατολικής Ευρώπης.
Η πόλωση της Ευρώπης
Η πόλωση της Ευρώπης, και τελικά ολόκληρου του κόσμου, σε αυτά τα δύο στρατόπεδα θα γινόταν το καθοριστικό χαρακτηριστικό του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν έμοιαζε με καμία άλλη σύρραξη που είχε διεξαχθεί παλαιότερα. Στην κλίμακά του υπήρξε εξίσου τεράστιος με τους δύο παγκόσμιους πολέμους, αν και δεν διεξήχθη με πυροβόλα και τεθωρακισμένα, αλλά μέσω της καρδιάς και του νου των πολιτών.
Για να κερδίσουν αυτές τις καρδιές και αυτά τα μυαλά, και οι δύο πλευρές αποδείχτηκαν πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν όποια μέσα ήταν απαραίτητα, από τη χειραγώγηση των ΜΜΕ έως την απειλή βίας ή τη φυλάκιση νεαρών Ελληνίδων σε πολιτικά στρατόπεδα-φυλακές. Για την Ευρώπη, και για τους Ευρωπαίους, αυτός ο νέος πόλεμος θα έδειχνε ταυτόχρονα τη σημασία και την αδυναμία της ηπείρου στην παγκόσμια σκηνή.
Όπως συνέβη και στους δύο παγκόσμιους πολέμους των προηγούμενων 30 ετών, η Ευρώπη αποτελούσε ακόμη το κύριο θέατρο συγκρούσεων. Για πρώτη φορά όμως στην ιστορία τους οι Ευρωπαίοι δεν ήταν εκείνοι που κινούσαν τα νήματα: από τώρα και στο εξής θα αποτελούσαν πιόνια στα χέρια υπερδυνάμεων που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα της δικής τους ηπείρου.