Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Την ασφάλεια των πολιτών, λοιπόν. Αυτό είναι το νέο προνομιακό πεδίο δράσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη — ή έστω, το νέο επικοινωνιακό της σλόγκαν, καθώς βαδίζουμε ολοταχώς προς το μέλλον, κοιτώντας με δέος (και φόβο) το παρελθόν. Η ασφάλεια επιστρέφει δυναμικά στο προσκήνιο ως μείζον πολιτικό ζητούμενο, σε μια χώρα όπου, παραδοσιακά, ο «νόμος και η τάξη» δεν έφερναν στον νου τάξη και νόμο, αλλά γκλομπ, ΕΑΤ-ΕΣΑ και έναν αντιστασιακό παππού που ψιθύριζε «μην τους εμπιστεύεσαι».
Μέχρι πρότινος, τέτοιου τύπου ρητορική εθεωρείτο πολιτικά ύποπτη. Συντηρητική στα όρια της ακραίας Δεξιάς, μετεμφυλιακή, σχεδόν χουντική. Κι όμως σήμερα, η κοινωνία —ή τουλάχιστον ένα μεγάλο τμήμα της— όχι μόνο δεν ανατριχιάζει στο άκουσμα του δόγματος «νόμος και τάξη», αλλά φαίνεται να το επιζητά. Να το αποζητά σχεδόν ανακουφιστικά, σαν να είναι θερμοφόρα πάνω στο πονεμένο πλευρό του φοβισμένου μικροαστού.
Τα γεγονότα που τροφοδότησαν αυτή την αναδιάταξη δεν είναι λίγα. Επεισόδια βίας στα πανεπιστήμια, με κορύφωση την έφοδο στον ΙΑΝΟ, τα γεγονότα στη Νομική και την Πολυτεχνειούπολη, όπου οργανωμένες ομάδες φοιτητών επιτέθηκαν σε καθηγητές ή άλλους φοιτητές. Οι εικόνες αυτές, αν και περιορισμένες σε αριθμό, αναμεταδόθηκαν χιλιάδες φορές, μεγεθύνθηκαν επικοινωνιακά και εντυπώθηκαν βαθιά στην κοινωνική συνείδηση. Τα πανεπιστήμια, λένε πια πολλοί, έχουν γίνει άβατο βίας. Η κυβέρνηση βρήκε πάτημα. Εξήγγειλε ότι οι δράστες τέτοιων επιθέσεων θα χάνουν τη φοιτητική τους ιδιότητα. Ένα σλόγκαν που χειροκροτήθηκε, αλλά που από νομική και θεσμική σκοπιά δεν είναι καθόλου εύκολο.
Διότι, καλώς ή κακώς, το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είναι ιδιωτικός όμιλος που πετάει τον “ανεπιθύμητο” έξω με το πάτημα ενός κουμπιού. Υπάρχει συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο, υπάρχει η αρχή της αναλογικότητας στην ποινή, υπάρχουν πειθαρχικά όργανα, ΕΔΕ, εισαγγελείς και τεκμήριο αθωότητας. Όλα αυτά δεν παρακάμπτονται με υπουργική διαταγή ή με οργισμένο Δελτίο Τύπου. Κι όμως, η κοινωνία δείχνει να μην ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες: «τους πλακώνουν στο ξύλο και τους κρατάνε φοιτητές;» λέει ο μέσος τηλεθεατής. Και κάπως έτσι, ο διάλογος περί συνταγματικότητας καταπίνεται από το κενό του θυμού.
Πανεπιστημιακή Αστυνομία και άλλα ανέκδοτα
Το προηγούμενο επεισόδιο στην υπόθεση «ασφάλεια στα πανεπιστήμια» έχει τίτλο Ο.Π.ΠΙ. —η περιβόητη Πανεπιστημιακή Αστυνομία. Μπήκε με φανφάρες, κάμερες και εμβατήρια, για να εξαφανιστεί αμέσως δίχως την παραμικρή δράση, μέσα σε κλίμα πλήρους αμηχανίας. Έγινε σύμβολο της αποτυχίας του κράτους να ελέγξει τον δημόσιο χώρο χωρίς να τον εκθέσει σε κωμικοτραγικές σκηνές. Αστυνομικοί που θα περιπολούσαν με όπλο μια σφυρίχτρα μέσα στα πανεπιστήμια που δεν τους ήθελαν, φοιτητές που θα τους έβριζαν, υπουργοί που δεν ήξεραν τι να κάνουν με αυτούς. Το πείραμα απέτυχε. Και τώρα, όλοι γνωρίζουν πως άλλη τέτοια αποτυχία δεν θα συγχωρηθεί —ούτε από τη δεξιά εκλογική βάση που ζητά «νόμο», ούτε από τη μεσαία τάξη που ζητά «τάξη».
Η επανεμφάνιση της τρομοκρατίας ήρθε να προσθέσει άλλο ένα κεφάλαιο στον μεγάλο τόμο της ανασφάλειας. Δύο περιστατικά —με τρομοκράτες που τινάχτηκαν στον αέρα μόνοι τους— δεν συγκροτούν ρεύμα. Αλλά ξυπνούν μνήμες. Και οι μνήμες, όταν είναι φορτισμένες, διαμορφώνουν πολιτικές στάσεις. Η τρομοκρατία, όσο κι αν αυτο-καταστρέφεται ή αυτο-ρεζιλεύεται, τρομάζει. Και ο φόβος γεννάει την ανάγκη για περισσότερο κράτος, περισσότερη επιτήρηση, περισσότερο έλεγχο.
Παράλληλα, η νέα απειλή που στοιχειώνει τα τηλεοπτικά πάνελ λέγεται «ανήλικη βία». Το ξύλο μεταξύ παιδιών —συχνά με μαχαίρια, άλλοτε με κινητά που καταγράφουν και διαπομπεύουν— έχει γίνει σχεδόν καθημερινή είδηση. Η κυβέρνηση αντέδρασε με το Kids Wallet, ένα μέτρο που στην πράξη συνδυάζει την ψηφιακή χρηματοδότηση με τον γονεϊκό έλεγχο και, ενδεχομένως, την πρόληψη μέσω επιτήρησης. Παράλληλα, θεσπίζονται πειθαρχικές ρυθμίσεις για «παραβατικούς μαθητές». Η γλώσσα είναι πια νομική και ηθικολογική ταυτόχρονα. Ο καλός μαθητής απέναντι στον κακό. Ο ήσυχος απέναντι στον ταραξία. Ο «εμείς» απέναντι στους «άλλους».
Τι άλλαξε; Η κοινωνία έγινε πιο φοβισμένη ή πιο συντηρητική;
Το πιθανότερο και τα δύο. Ο φόβος είναι η μαγιά της συντήρησης. Και η ελληνική κοινωνία, έχοντας περάσει μια δεκαετία κρίσης, πανδημίας, πολέμων, πληθωρισμού και εγκληματολογικών ειδήσεων με πιτσιρίκια που σφάζονται στα σχολεία, βρίσκεται σήμερα σε φάση ακραίας κόπωσης και χαμηλής ανεκτικότητας. Η ελευθεριακή ρητορική δεν συγκινεί πια· η αριστερή ηθική περί «δικαιωμάτων» ηχεί σε πολλούς ως πολυτέλεια. Οι περισσότεροι θέλουν τάξη, ησυχία, ασφάλεια. Και κάποιον να τους την προσφέρει, έστω κι αν χρειαστεί να την επιβάλει με το κλομπ ή το app.
Είναι αυτό μια ελληνική εκδοχή της ευρωπαϊκής δεξιάς στροφής; Πολύ πιθανόν. Από το Παρίσι έως τη Ρώμη, κι από τη Στοκχόλμη μέχρι την Βιέννη, οι ψηφοφόροι στρέφονται σε κόμματα που υπόσχονται σταθερότητα, καταστολή της εγκληματικότητας, έλεγχο των συνόρων, έλεγχο των πάντων. Η εποχή των μεγάλων αφηγήσεων και των ελευθεριών τελείωσε· τώρα ήρθε η εποχή της ασφάλειας. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και οι παραδοσιακές κεντροαριστερές δυνάμεις αναγκάζονται να μιλούν με “δεξιές” λέξεις για να παραμείνουν πολιτικά βιώσιμες.
Στην Ελλάδα, η μεσαία τάξη —ο μεγάλος ρυθμιστής των εκλογικών ισορροπιών— δείχνει να έχει αλλάξει κριτήρια. Εκεί που κάποτε τρόμαζε μπροστά στην έννοια της «αστυνόμευσης», σήμερα την αναζητά. Όχι για να καταστείλει τη δική της ζωή, φυσικά, αλλά για να περιορίσει την “ζωή των άλλων”: των αλητών, των κουκουλοφόρων, των «κακομαθημένων» φοιτητών, των Ρομά που κλέβουν καλώδια, των μεταναστών που επειδή δεν έχουν χαρτιά είναι οιονεί ύποπτοι, των πρεζεμπόρων που μπαινοβγαίνουν με μαχαίρια στα σχολεία των παιδιών της. Μια νέα κοινωνική αντίληψη διαμορφώνεται, όπου η καταστολή θεωρείται δικαίωμα —όχι απειλή— του νοικοκυραίου.
Είναι επικίνδυνη αυτή η στροφή; Ίσως. Είναι όμως και κατανοητή.
Ο φόβος είναι πολύ ισχυρότερος από την ιδεολογία. Και όταν ένα κράτος δείχνει —ή προσποιείται— ότι μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια, πολλοί πολίτες θα του δώσουν άφεση για την αυταρχικότητα που μπορεί να τη συνοδεύει. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να το έχει καταλάβει αυτό καλά. Ξέρει ότι η οικονομία από μόνη της δεν αρκεί πια για να εξασφαλίσει πολιτική ηγεμονία. Χρειάζεται και «το αίσθημα» —και τίποτα δεν ενεργοποιεί το αίσθημα περισσότερο από τον φόβο και την ελπίδα για τάξη.
Το ερώτημα, φυσικά, είναι πού τραβάει κανείς τη γραμμή. Ποια μέτρα είναι λογικά και ποια αυταρχικά; Ποια ανακουφίζουν την κοινωνία και ποια τη μουδιάζουν; Ποια προστατεύουν την ελευθερία και ποια την περιορίζουν στο όνομα της προστασίας; Αυτές οι ερωτήσεις δεν απαντώνται εύκολα. Ιδίως όταν η απάντηση δεν δίνεται πια από διανοούμενους και πολιτικούς αναλυτές, αλλά από την κοινή γνώμη που έχει πια έναν μόνιμο πονοκέφαλο. Πώς να βγάλει τη μέρα χωρίς να της την τινάξει στον αέρα κανένας έφηβος με μαχαίρι ή κανένας «αγωνιστής» με εκρηκτικά.
Ο νόμος και η τάξη είναι εδώ, πιο δημοφιλείς από ποτέ. Το ερώτημα δεν είναι αν θα τους αποδεχτούμε. Είναι αν θα μπορέσουμε να τους ελέγξουμε, προτού μας ελέγξουν ολοκληρωτικά εκείνοι.