Δημοσιεύτηκε στην έντυπη εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Οκτώ στους δέκα εργαζόμενους επιθυμούν να εργάζονται με συλλογικές συμβάσεις αλλά μόνον ένας στους τρεις το καταφέρνει. Ένας στους δύο εργαζόμενους λαμβάνει μηνιαίο μισθό έως 1.000 ευρώ ενώ η επαναφορά στα προμνημονιακά επίπεδα αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός.
Την ίδια στιγμή σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε το 2019-2022, κατά -1,7% σε ετήσια βάση.
«Έχουμε τη βούληση και τη στρατηγική να ενισχύσουμε τις συλλογικές συμβάσεις, διότι θεωρούμε ότι αποτελούν βασικό εργαλείο για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής», αναφέρει χαρακτηριστικά η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως, προωθώντας και σχετικές πρωτοβουλίες.
Η εργασιακή – μισθολογική ανισότητα όμως, όχι μόνο προκαλεί κοινωνική δυσαρέσκεια αλλά και διαχωρισμό των εργαζόμενων στον ίδιο χώρο με συνέπεια την ποιοτική και παραγωγική υποβάθμιση του τελικού προϊόντος.
Η ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, με τον νόμο 4163/2024 για τον κατώτατο μισθό, ορίζει ότι εντός του 2025 πρέπει να καταστρωθεί Σχέδιο Δράσης (οδικός χάρτης) για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, με συγκεκριμένα μέτρα και χρονοδιάγραμμα από ένα ως πέντε χρόνια. Υπό αυτό το πρίσμα ξεκινά προσεχώς ο διάλογος αν και τα συνδικάτα εμφανίζονται επιφυλακτικά.
Αλλαγές
Σύμφωνα με τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, οι αλλαγές θα αφορούν τόσο τους όρους και τις προϋποθέσεις για την κήρυξη μιας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ως γενικώς υποχρεωτικής, ώστε να εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου, όσο και τη δομή και τον ρόλο των Μητρώων Συνδικαλιστικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων, καθώς οι ισχύουσες διατάξεις λειτουργούν ως αντικίνητρο επέκτασης μιας Σύμβασης.
Δηλαδή, επανεξετάζεται το 51% της εργοδοτικής εκπροσώπησης, ως προϋπόθεση για την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων και συζητείται η μείωση του συγκεκριμένου ποσοστού (ίσως στο 40%), έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ισχύς μιας κλαδικής σύμβασης σε όλους τους εργαζόμενους.
Ταυτόχρονα συζητείται η παροχή διευκολύνσεων προς τους κοινωνικούς εταίρους κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τη χρήση περισσότερων πηγών πληροφόρησης για τις μισθολογικές αυξήσεις. Αυτό που εξετάζεται είναι να τεθεί ένα βασικό πλαίσιο πριν από κάθε διαπραγμάτευση και να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάσταση ενός κλάδου, αλλά και η εξέλιξη του μέσου μισθού, ώστε να λαμβάνονται υπόψη στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Η ΓΣΕΕ
Στον διάλογο η ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι θα συμμετέχει. Ωστόσο, όπως σημειώνει: «Ο θεσμός των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο με ακηδεμόνευτες από το κράτος διαδικασίες και με την πλήρη επαναφορά του πλαισίου, που περιλαμβάνει τη μετενέργεια, την επεκτασιμότητα, τη συρροή και την καθολικότητα». Ακόμη υπογραμμίζει ότι «η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου της εργασίας τάσσεται υπέρ της επαναφοράς του θεσμού στην προ μνημονίου μορφή του. Το 86% των ερωτώμενων σε πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) υποστηρίζει την καθολική κάλυψη όλων των εργαζομένων και την υποχρεωτική ισχύ για όλες τις επιχειρήσεις των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας».
Τα στοιχεία
Βάσει των διαθέσιμων στατιστικών τρέχοντος τριμήνου 2025, το 40% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι ο μισθός του επαρκεί για την κάλυψη των μηνιαίων εξόδων, ενώ το 88% δηλώνει ότι έχει μειώσει τις δαπάνες του σε βασικά ήδη διατροφής προκειμένου να ανταπεξέλθει. Παράλληλα, 7 στους 10 εργαζομένους (71% των ερωτηθέντων) δηλώνει ότι είτε χρησιμοποιεί μέρος των αποταμιεύσεων του (34%), είτε ότι δεν διαθέτει καθόλου αποταμιεύσεις (37%), προκειμένου να αντιμετωπίσει τα έξοδα του μήνα.
Σχεδόν 6 στους 10 εργαζόμενους (58%) που ενοικιάζουν κατοικία, ξοδεύουν πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματός του σε δαπάνες ενοικίου, και θέρμανσης. Την ίδια ώρα σχεδόν 1 στους 2 εργαζομένους με ιδιόκτητη κατοικία ξοδεύει πάνω από το 20% του μηνιαίου εισοδήματός του για αποπληρωμή στεγαστικών δανείων και θέρμανση.
Σε ό,τι αφορά τους μισθούς, το 43% των εργαζομένων δηλώνει ότι έλαβε αύξηση το 2024, ποσοστό που σε σημαντικό βαθμό συμπίπτει με το ποσοστό των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Tο 57% των εργαζομένων δηλώνει ότι δεν είχε καμιά αύξηση στο ύψος του μισθού του.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τον χρόνο εργασίας, το 40% δηλώνει ότι εργάζεται πέρα του προβλεπόμενου χρόνου εργασίας και μάλιστα το 43% υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες σε εβδομαδιαία βάση. Την ίδια ώρα περίπου 1 στους 3 εργαζομένους (36%) δηλώνει ότι δεν αμείβεται για τις πρόσθετες ώρες εργασίας του.
Από το σύνολο των απαντήσεων της έρευνας του ΙΝΕ ΓΣΕΕ «επιβεβαιώνεται για ακόμη μια φορά η υψηλή εμπιστοσύνη των εργαζομένων στον θεσμικό ρόλο των συλλογικών συμβάσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ωστόσο καθίσταται επίσης σαφές ότι τόσο το εισόδημα, όσο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της μισθωτής εργασίας συνεχίζουν να υφίστανται σημαντικές πιέσεις, με τους εργαζόμενους να αποκομίζουν ελάχιστα από τα οφέλη της όποιας οικονομικής ανάπτυξης».
Νομοθεσία
Κατά την κείμενη νομοθεσία , οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας συνάπτονται για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. Σε περίπτωση λήξης ή καταγγελίας μιας Συλλογικής Ρύθμισης, παρατείνεται η ισχύς της επί 3 μήνες, κατά τους οποίους δεσμεύει επίσης όλο το προσωπικό (και τυχόν νεοπροσλαμβανομένους). Η ΕΓΣΣΕ σε περίπτωση λήξης ή καταγγελίας παρατείνεται για 6 μήνες. Την λήξη της παράτασης ισχύος ακολουθεί το στάδιο της μετενέργειας.
Κατά της απόφασης του διαιτητή ή της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας οποιοδήποτε από τα μέρη μπορεί να ασκήσει έφεση, που κατατίθεται στη γραμματεία του Ο.ΜΕ.Δ.. Η προθεσμία της έφεσης είναι δέκα (10) ήμερες από την κοινοποίηση της απόφασης. Η προθεσμία και η άσκηση της έφεσης αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διαρκεί έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της έφεσης.
Αναφορικά με το είδος των Συλλογικών Ρυθμίσεων Εργασίας, διευκρινίζεται ότι, εάν η συλλογική ρύθμιση προσδιορίζει το είδος της, η ανάρτηση γίνεται με το χαρακτηρισμό που έδωσαν σε αυτή τα δεσμευόμενα μέρη.