Δημοσιεύτηκε στην ψηφιακή εφημερίδα Ipaper
του Δημήτρη Κυριακόπουλου
Σε αυτή την παρατεταμένη περίοδο πληθωριστικής έξαρσης (από τον Οκτώβριο του 2021) τα εισοδήματα των νοικοκυριών της Ελλάδας κάθε μήνα εξανεμίζονται κυρίως για την αγορά βασικών καταναλωτικών αγαθών (σούπερ μάρκετ), για την πληρωμή των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας (κυρίως ΔΕΗ) και για την κάλυψη των φουσκωμένων ενοικίων.
Το οξύ στεγαστικό πρόβλημα ήταν το αντικείμενο του προηγούμενου σημειώματός μου. Και με ικανοποίηση ακούσαμε τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για καθιέρωση επιστροφής ενός μισθώματος κατ’ έτος στους δοκιμαζόμενους ενοικιαστές, καθώς αποτελεί πρωτοβουλία προς τη σωστή κατεύθυνση.
Τι γίνεται όμως με τους λογαριασμούς ρεύματος, που παραμένουν «καυτοί»; Τα τριάμισι χρόνια εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους –κυρίως εξαιτίας εξωγενών παραγόντων- η κυβέρνηση δύο φορές χρησιμοποίησε το μέτρο επιστροφής μέρους των υπερκερδών των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Την πρώτη για το 9μηνο Οκτωβρίου 2021-Ιούνιου 2022 και τη δεύτερη για το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου 2024. Και αυτό προκειμένου οι πόροι από τις έκτακτες εισφορές των εταιρειών να αξιοποιηθούν για την ελάφρυνση των οικονομικών βαρών των καταναλωτών.
Ωστόσο, το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις παραμένει σταθερά υψηλό, όπως και τα κέρδη των προμηθευτών. Συνεπώς, μια κυβερνητική παρέμβαση προς εξασφάλιση της χρηματοδότησης σημαντικών επιδοτήσεων των καταναλωτών, από τα «υπερπλεονάσματα» των εταιρειών ηλεκτρισμού, απαιτείται να έχει μονιμότερο χαρακτήρα (τουλάχιστον έως ότου εξομαλυνθεί το ενεργειακό τοπίο). Γιατί τελικά τα εταιρικά κέρδη έχουν αξία όταν η κοινωνία είναι όρθια!