Ό,τι κι αν ειπώθηκε, ό,τι κι αν συνέβη, η διευθύντρια Συραγώ Τσιάρα δεν φαίνεται να αγχώθηκε ιδιαίτερα. Ίσως γιατί πιστεύει πως το σοκ και ο ντόρος –ακόμα κι αν προέρχονται από βανδαλισμό έργων τέχνης– είναι μια κάποια λύση για την προσέλκυση κοινού. Αν μη τι άλλο, η Εθνική Πινακοθήκη, υπό τη διεύθυνσή της, δείχνει να ποντάρει σε μια πιο επιθετική στρατηγική “μάρκετινγκ”.
Με αυξημένα μέτρα ασφαλείας πρόκειται να επιστρέψουν στις αρχές Μαΐου τα τέσσερα έργα του Χριστόφορου Κατσαδιώτη που βανδαλίστηκαν από τον βουλευτή της «Νίκης», Νίκο Παπαδόπουλο, κατά τη διάρκεια της έκθεσης «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου». Ο ίδιος είχε αποδώσει την πράξη του σε δήθεν «βλάσφημο» περιεχόμενο των έργων – μια πράξη που προκάλεσε κατακραυγή αλλά, εν τέλει, φαίνεται πως έδωσε και μια… απρόσμενη δόση δημοσιότητας στην Πινακοθήκη.
Την ανακοίνωση για την επανέκθεση έκανε η κ. Τσιάρα στο περιθώριο της παρουσίασης της νέας αναδρομικής έκθεσης του Παναγιώτη Τέτση με τίτλο «Η εμμονή του βλέμματος», που εγκαινιάζεται σήμερα – μια κίνηση που συνδέει διακριτικά το παλιό με το νέο σοκ.
Όπως δήλωσε, τα έργα του Κατσαδιώτη θα επιστρέψουν σε περιβάλλον με ενισχυμένα μέτρα προστασίας, συνοδευόμενα από μια διεπιστημονική ημερίδα αφιερωμένη στη λογοκρισία στην τέχνη – ένα θέμα που, κατά την ίδια, έχει λάβει επικίνδυνες διαστάσεις παγκοσμίως.
Υπενθυμίζεται ότι μετά τον βανδαλισμό, τα έργα αρχικά παρέμειναν στο πάτωμα του εκθεσιακού χώρου, σε μια συμβολική κίνηση, πριν αποσυρθούν με τη σύμφωνη γνώμη του καλλιτέχνη για λόγους ασφάλειας και ομαλής λειτουργίας του ιδρύματος. Από την πρώτη στιγμή, πάντως, είχε διαφανεί η πρόθεση της Πινακοθήκης να τα επανεκθέσει, εφόσον ολοκληρωθούν οι απαραίτητες εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης.
Πριν από περίπου δύο εβδομάδες, πραγματοποιήθηκε διαμαρτυρία έξω από το κτίριο της Πινακοθήκης, οργανωμένη από την «Πρωτοβουλία Εναντίον της Λογοκρισίας», ενώ σήμερα 29 καλλιτέχνες και νόμιμοι εκπρόσωποι έργων τέχνης απηύθυναν επιστολή προς την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη και τη Συραγώ Τσιάρα. Στην επιστολή ζητούν την απόσυρση των δικών τους έργων, εφόσον τα βανδαλισμένα του Κατσαδιώτη δεν επιστρέψουν στη θέση τους.
Το μήνυμα είναι σαφές: ή όλα τα έργα έχουν θέση στην Πινακοθήκη ή κανένα. Και ενόσω η διευθύντρια κρατά σταθερά το τιμόνι, οι πίνακες φαίνεται να επιστρέφουν – όχι απλώς ως τέχνη, αλλά ως σύμβολα μιας δημόσιας διαμάχης που (ίσως;) εξυπηρετεί περισσότερους σκοπούς απ’ όσους φαίνονται.