Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Κυριακόπουλου
Το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος ήταν μια από τις βασικές αιτίες του ναυαγίου της ελληνικής οικονομίας και της χρεοκοπίας του 2010, που έθεσε εκτός αγορών την χώρα μας για σημαντικό διάστημα.
Στον αντίποδα, η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια πρωταγωνιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο στη μείωση του δημόσιου χρέους, παρουσιάζοντας αξιοθαύμαστα επιτεύγματα. Χαρακτηριστικά, η σωρευτική μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) από το 2019 έως και το 2024 είναι 25,7 μονάδες, δηλαδή η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι προβλέψεις συγκλίνουν στη συνέχιση της μείωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους τα επόμενα χρόνια, με προϋπόθεση την προσήλωση στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Η εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2025 προβλέπει περαιτέρω αποκλιμάκωση του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2025, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Μεσοπρόθεσμα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο ότι θα συνεχίσει την καθοδική του πορεία, σημειώνοντας σωρευτική αποκλιμάκωση κατά 15,8 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2026-2028, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθούν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,4% του ΑΕΠ ετησίως και θετικοί, παρότι βαθμιαία μειούμενοι, ρυθμοί μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ.
Σε ενδιαφέρουσα έκθεση του Economic Research της Alpha Bank, παρουσιάζονται οι παράγοντες που συμβάλλουν στην σημαντική αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους της χώρας μας, η οποία έχει ευεργετική επίδραση στην ελληνική οικονομία:
Μία από τις μακροοικονομικές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας, κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης, ήταν η παρατεταμένη ύπαρξη πρωτογενών ελλειμμάτων, παρά τους θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς και ο υψηλός λόγος χρέους προς ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ελλειμματική κατάσταση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κλόνισαν την επενδυτική εμπιστοσύνη, με αποτέλεσμα τη ραγδαία πτώση των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια.
Επιπλέον, ο συνδυασμός της αύξησης του δημόσιου χρέους (αριθμητής), ως απόρροια της χορήγησης δανείων στα πλαίσια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και η μεγάλη πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ (παρονομαστής) κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οδήγησαν σε περαιτέρω άνοδο τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ (2007: 104,6%, 2014:181,5%).
Η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενή πλεονάσματα μετά το δεύτερο μισό της περασμένης δεκαετίας (εξαιρουμένης της διετίας 2020-21, όταν χρειάστηκε να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις του πανδημικού shock). Έτσι, η εμπιστοσύνη σταδιακά αποκαταστάθηκε και οι επενδύσεις άρχισαν να αυξάνονται. Επιστέγασμα των δημοσιονομικών προσπαθειών της χώρας ήταν η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το 2023.
Στο 142,7% ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ το 2026
Παράλληλα, τα πρωτογενή πλεονάσματα, η ενεργητική διαχείριση του χρέους μέσω των πρόωρων αποπληρωμών μέρους αυτού, οι ισχυροί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης και ο πληθωρισμός διατηρούν την τροχιά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σταθερά καθοδική από το 2021. Η σωρευτική μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2019 έως και την περσινή χρονιά είναι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ίση με 25,7 μονάδες, δηλαδή η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 μετά την αντίστοιχη της Κύπρου. Οι ίδιοι παράγοντες, δηλαδή η άνοδος του πραγματικού ΑΕΠ κατά περισσότερο από 2% ετησίως, η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στην περιοχή του 2,5% αλλά και ο πληθωρισμός, είναι αυτοί που θα μειώσουν περαιτέρω τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ την επόμενη διετία. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να υποχωρήσει στο 142,7% το 2026, από 153,1% το 2024 (εκτίμηση).
Δημοσιονομική αξιοπιστία
Η δημοσιονομική αξιοπιστία, όπως αποτυπώνεται στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και την αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, είναι καθοριστικό κριτήριο για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών. Η σημαντική δημοσιονομική πρόοδος που έχει συντελεστεί αντανακλάται τόσο στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αλλά και στην πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope εντός αυτής (σε BBB), όσο και στη διαφορά απόδοσης του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου με το αντίστοιχο γερμανικό, η οποία σταδιακά μειώνεται ως αποτέλεσμα του μειωμένου κινδύνου της χώρας.
Η αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει σημαντικό κίνητρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων και, ως εκ τούτου, θα ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα, η δυνατότητα δανεισμού της χώρας από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές με ευνοϊκούς όρους, το υψηλό ταμειακό απόθεμα αλλά και τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του χρέους, όπως η υψηλή διάρκεια αποπληρωμής και οι χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, το καθιστούν βιώσιμο και συμβάλλουν στην εγκαθίδρυση της Ελλάδας ως ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
Επιτόκια, πληθωρισμός, πλεονάσματα και οικονομική μεγέθυνση
Η αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, από το 2019 έως και το 2024, προήλθε πρωτίστως από τον παρονομαστή, δηλαδή από το ονομαστικό ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, από τις 25,7 μονάδες της πτώσης του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ στο διάστημα αυτό, οι 17,5 μπορούν να αποδοθούν στον πραγματικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και οι 27,5 στην άνοδο του επιπέδου τιμών, με την πτώση να αντισταθμίζεται μερικώς από τις πληρωμές τόκων (περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες σωρευτικά) αλλά
και τα πρωτογενή ελλείμματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Με τον ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ να εκτιμάται στην περιοχή του 2,2% την επόμενη διετία και τη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού οριακά κάτω από το 2% το 2026, η μειωτική επίδραση των δύο παραγόντων στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ διατηρείται, αν και φθίνουσα.
Παράλληλα, τα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπονται τόσο για το 2025, όσο και για το 2026, θα μειώσουν περαιτέρω τον λόγο χρέος προς ΑΕΠ την επόμενη διετία, αντισταθμίζοντας την αυξητική επίδραση των επιτοκίων. Το υψηλό ταμειακό απόθεμα και τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του χρέους διαμορφώνουν τις συνθήκες για περαιτέρω αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), το ταμειακό απόθεμα της Ελλάδας διαμορφώθηκε σε 33 δισ.ευρώ τον Δεκέμβριο του 2024, καλύπτοντας περίπου 3 χρόνια χρηματοδοτικών αναγκών. Η συσσώρευση του ταμειακού αποθέματος έχει επιτευχθεί μέσω των εκδόσεων κρατικών ομολόγων, των δημοσιονομικών πλεονασμάτων πριν και μετά την πανδημία, καθώς και της διατήρησης ενός ευνοϊκού προφίλ αποπληρωμής χρέους. Η ύπαρξη υψηλού ταμειακού αποθέματος αφενός αποτελεί μία δικλείδα ασφαλείας, αφετέρου διευκολύνει την ενεργητική διαχείριση του χρέους.
Βιώσιμο το χρέος μεσοπρόθεσμα
Αναφορικά με τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του χρέους που το καθιστούν βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, σημειώνονται τα ακόλουθα:
- Πρώτον, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους χαρακτηρίζεται από σταθερά και χαμηλά επιτόκια (ετήσιο σταθμισμένο μέσο επιτόκιο: 1,33% 2), ενώ εάν συνυπολογιστούν οι ενέργειες αντιστάθμισης κινδύνου που εφαρμόζει ο ΟΔΔΗΧ, το σύνολο του χρέους είναι καλυμμένο έναντι του επιτοκιακού κινδύνου.
- Δεύτερον, το 70% του χρέους διακρατείται από επίσημους πιστωτές, ενώ η μέση σταθμισμένη ληκτότητά του εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε σε 19 έτη το 2024 (Γράφημα 3β), όταν στην Πορτογαλία και την Ισπανία είναι 8 έτη, στην Ιταλία 7 έτη και στην Κύπρο 6 έτη.
- Τρίτον, όσον αφορά στο 2025, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας εκτιμώνται περίπου στο 6,7% του ΑΕΠ, γεγονός που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην πρόωρη αποπληρωμή δανείων του Greek Loan Facility (GLF) που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2024, ύψους 7,9 δισ. ευρώ.
Τέλος, για το 2025, η στρατηγική χρηματοδότησης της Ελλάδας περιλαμβάνει την έκδοση κρατικών ομολόγων ύψους 8 δισ. ευρώ, ενώ προγραμματίζονται επιπλέον αποπληρωμές, με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.