Η δοκιμασμένη πλέον «Μηχανή Άμλετ» του πολυβραβευμένου και διεθνώς αναγνωρισμένου Heiner Müller στο πάντα φιλόξενο Θέατρο Αλκμήνη που προσελκύει και νεανικό, φοιτητικό-σπουδαστικό κοινό και θεατρόφιλους που υποστηρίζουν ενεργά την δια βίου μάθηση.
Κάθε εποχή προβάλλει στα κλασικά κείμενα των «αθάνατων» δημιουργών τις δικές της προβληματικές, εμμονές, προσκολλήσεις, αναδιφώντας τα βαθιά υποστρώματα τόσο τού παραδοθέντος λογοτεχνικού έργου όσο και του ατομικού ή συλλογικού Ασυνειδήτου. Ούτως ή άλλως, η Συλλογική Συνειδητότητα συναπαρτίζεται από πολλαπλά και δυσεξιχνίαστα διακειμενικά και διαπολιτισμικά «συγκοινωνούντα δοχεία» σε πανανθρώπινη κλίμακα.
Η περίφημη «αποδόμηση» δεν είναι απλώς ένα τεχνικό εργαλείο αλλά και ιδεολογική-αισθητική αμφισβήτηση της παραδοσιακής ερμηνείας διαχρονικών δραματικών έργων. Ο Χάϊνερ Μύλλερ, βαθύς γνώστης τόσο τής αρχαιοελληνικής γραμματολογίας όσο και του ελισαβετιανού θεάτρου προβαίνει εδώ σε μια απολύτως νόμιμη και συνδημιουργική ανάγνωση-ανάπλαση των ήδη καταχωρημένων στη παγκόσμια Μνημοσύνη με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Ο Άμλετ είναι μία αφορμή πρωτεϊκών μεταπηδήσεων από την Ηλέκτρα στην Οφηλία. Η μεταμορφωσιμότητα των τριών ηθοποιών σε διάφορους ρόλους επιτονίζει την θεατρική σύμβαση και προσφέρει στην σκηνική πραγμάτωση τής λεκτικής «παρτιτούρας» μία ευπρόσδεκτη αποστασιοποίηση που ευνοεί κάθε νοητική διεργασία χωρίς τη μελοδραματική επιβάρυνση τού θυμικού.
Το απλό αφαιρετικό σκηνικό και τα απολύτως απαραίτητα χρηστικά αντικείμενα, τα υπερχρονικά και υπερτοπικά κοστούμια και αξεσουάρ, το όλο σκηνοθετικό στήσιμο, η διδασκαλία των ρόλων από τον υποψήφιο διδάκτορα στο πρωτοπόρο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών τού ΕΚΠΑ Παύλο Σούλη συμβάλλουν τα μάλα στη σύγχρονη προβληματική και για την ερμηνεία τού αρχαίου δράματος συνεισφέροντας ενεργά έναν υπερβατικό τρόπο διαχείρισης τού υλικού του.
Οι τρεις ερμηνευτές στέκονται, χορεύουν τραγουδούν, κινούνται, σωπαίνουν, ομιλούν, διαδρούν, αποστασιοποιούνται, αφομοιώνονται από το σκηνικό περιβάλλον, συνδέονται με το κατά το μάλλον ή ήττον σιωπηλό κοινό και λειτουργούν άλλοτε ως tableaux vivants κι άλλοτε ως ετερόκλητα (αλλά αρκούντως ενσωματωμένα) μοτίβα και φόρμες από αλλά παραστασιακά είδη και εκφράσεις.
Ειδικά ο «πρωταγωνιστής» που επωμίζεται τον «επώνυμο ρόλο» χορεύει και τραγουδάει με τέτοιο αντιστικτικό (ως προς τον εκφερόμενο λόγο) τρόπο έτσι ώστε δημιουργεί την αφηγηματική αντίθεση που ενεργοποιεί τον συνδημιουργικό εγκέφαλο τού επαρκούς θεατή προκειμένου να συνθέσει το δικό του προσωποποιημένο διϋποκειμενικό μετείκασμα. Η ανάγκη για πολλαπλές «ανατροπές» είναι εγγύηση συμμετοχής και συνδέσμευσης όλων.
Οι τρεις γενναίοι ηθοποιοί που συνθέτουν αυτό το μετανεωτερικό άκρως ενδιαφέρον αμάλγαμα είναι οι (με τη σειρά που αναγράφονται στο Δελτίο Τύπου): Ειρήνη Αναγνωστοπούλου, Σωσάννα Νικολακοπούλου, Μιχάλης Φιλίππου. Αξιοθαύμαστοι, ηρωικοί, εχέφρονες, συντονισμένοι, ευπειθείς, αποτελεσματικοί, λειτουργικοί και συμβατοί μεταξύ τους όλες και όλοι τους.
Οφείλουμε όμως να αναφέρουμε ευφήμως όλους τους συντελεστές αυτού του σκηνικού άλματος, που μπορεί να θεωρηθεί και άθλος.
Αξιοσημείωτη η νέα μεταφραστική απόδοση τού πασίγνωστου κειμένου από την Βάλια Κουντούρη. Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία – Επιμέλεια κίνησης: Παύλος Σούλης. Σκηνικά – Κοστούμια: Χρυσούλα Γλωσσίδου. Επιμέλεια φωτισμού: Μανώλης Μπράτσης. Διδασκαλία τραγουδιού – Βοηθός δραματουργικής επεξεργασίας: Μαρία Μάχου. Διδασκαλία χορογραφίας: Κατερίνα Αγγελακοπούλου. Σχεδιασμός αφίσας – προγράμματος: Αργυρώ Μπεζάτη. Φωτογραφίες: Αναστασία Γιαννάκη. Video – Trailer: Giannis Gizmo. Επικοινωνία: Λία Κεσοπούλου.
Προσωπικά προτιμώ τα περισσότερο αφηγηματικά μετά το μεταμοντέρνο δραματουργικά κείμενα, όμως δεν έπληξα καθόλου και η ωριαία διάρκεια τού συγκεκριμένου θεάματος-ακροάματος κύλησε σαν χείμαρρος ορμητικός και δεν δοκίμασε – επ’ ουδενί – τις αισθητικές, ρυθμολογικές, βιολογικές αντοχές μου.
Προσπαθώ πάντα ως κριτικός να μπω στη μέση τού λεγόμενου, υποθετικού «μέσου θεατή» και να λειτουργήσω ως γευσιγνώστης επιστήμων πριν από την τελική επιλογή του για την βραδινή ή απογευματινή έξοδο.
Έτσι λοιπόν, συστήνω ανεπιφύλακτα αυτή την παράσταση και όχι μόνον για ένα ειδικό κοινό με εξατομικευμένα ενδιαφέροντα. Η επί σκηνής δράση είναι σαγηνευτική, κατακλύζει την αίθουσα και φτάνει έως και τον πλέον μακρινό ή «παθητικό» θεατή συναρπάζοντάς τον, συνδεσμεύοντας τους πάντες. Αυτό δεν είναι το πολυπόθητο ψυχαγωγικό αποτέλεσμα;
Εύγε και πάλι εύγε.