Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ μακριά για να βρούμε την καρδιά του προβλήματος. Στη δική μας Ελλάδα, η αξιοκρατία μοιάζει με το νερό. Παίρνει το σχήμα του δοχείου που το βάζουμε, με την παραμικρή ρωγμή ξεχειλίζει και μουσκεύει τους πάντες, ενώ η καθαρότητα του είναι εξατομικευμένη. Η ίδια γουλιά, άλλους τους δροσίζει κι άλλους τους δηλητηριάζει.
Πάρτε για παράδειγμα τον αστυνομικό που κατηγορείται για τη φρικαλεότητα να βιάζει τα ίδια του τα παιδιά και να υποχρεώνει την (επίσης αστυνομικό) γυναίκα του να κακοποιεί κι εκείνη σεξουαλικά τα ίδια της τα τέκνα. Δεν ήταν κάποιος που πέρασε τυχαία από το δρόμο και φόρεσε τη στολή. Ούτε έγινε κλήρωση και διάβηκε την πόρτα του Κοινοβουλίου για να το φυλάει.
Είχε «μέσον» και υψηλές γνωριμίες. Αυτά τον πήγαν στη Βουλή, σε μια θέση κύρους και υψηλότερων απολαβών. Αυτά επίσης τον κράτησαν στο σώμα της ΕΛΑΣ και στην περίοπτη υπηρεσιακή του θέση, παρά τον ογκωδέστατο φάκελο αδικημάτων που τον συνόδευε, αλλά και την εξόφθαλμα προβληματική του ψυχοσύνθεση. Γι αυτά δεν έφερε καν όπλο ή χειροπέδες.
«Έχω γνωριμίες…»
Το διατυμπάνιζε άλλωστε και ο ίδιος, απροκάλυπτα. «Έχω γνωριμίες, δεν με κουνάει κανένας». Ούτε τόλμησε κανένας μέσα στην ιεραρχία να κοιτάξει τον φάκελο του, ούτε η «τσαμπουκαλίδικη» συμπεριφορά του ενόχλησε κάποιον, ούτε τα δήθεν ψυχομετρικά τεστ που υποχρεωτικά κάνουν οι αστυνομικοί υπέδειξαν το παραμικρό. Έτσι είναι αυτά στην Ελλάδα. Ποιος τα βάζει με τις «γνωριμίες»;
Το ίδιο είδαμε με τον σταθμάρχη στα Τέμπη, εκείνον που κρατούσε στα χέρια του τη ζωή δεκάδων ανθρώπων χωρίς να έχει τα απαραίτητα προσόντα. Ήταν η κλασική ιστορία. Ένας άνθρωπος σε λάθος θέση, επειδή είχε το σωστό «χέρι» να τον τραβήξει. Το αποτέλεσμα; Ένα δυστύχημα που καταγράφηκε στο εθνικό μας υποσυνείδητο ως έγκλημα, βαρύ τραύμα και συλλογική αποτυχία μας.
Τι είναι, λοιπόν, το «μέσον»;
Στην Ελλάδα, το «μέσον» δεν είναι απλώς μια έννοια. Είναι τρόπος ζωής, βασιλεύει παντού. Από το να βρεις δουλειά ή να αποφύγεις μια κλήση στην τροχαία, ως το να διασκεδάσεις στο «πρώτο τραπέζι πίστα» ή να μπεις σε κλίνη εντατικής θεραπείας. Αν το καλοσκεφτούμε, το «μέσον» είναι ο μεγάλος μας εφευρέτης. Έχει φτιάξει καριέρες, έχει κλείσει στόματα και, βέβαια, έχει χτίσει ολόκληρες πολιτικές δυναστείες.
Δεν χρειάζεται να είσαι ικανός, έξυπνος ή ταλαντούχος. Αυτό που χρειάζεται είναι να ενταχθείς στο σωστό δίκτυο. Να ξέρεις τον σωστό άνθρωπο. Να χτυπήσεις την κατάλληλη πόρτα. Να κάνεις τον σωστό καφέ, αν προτιμάτε μια πιο λαϊκή εκδοχή. Και κάπως έτσι, η αξιοκρατία γίνεται ανέκδοτο, και το όνειρο των αξίων να προκόψουν μέσα από τις ικανότητες και την δουλειά τους, να παραμένει απλώς όνειρο.
Το «μέσον» δεν είναι μυστικό. Κάθε οικογένεια έχει τη δική της ιστορία. Έναν γείτονα που «ήξερε κάποιον». Έναν ξάδερφο που «βολεύτηκε». Έναν φίλο που έκανε την «εξυπηρέτηση». Έναν βουλευτή που «έσπρωξε». Έναν υπουργό που «φρόντισε». Εδώ, όμως, βρίσκεται η ουσία. Δεν είναι πια απλώς μια εξαίρεση στον κανόνα. Είναι ο κανόνας.
Το κράτος το γνωρίζει. Οι πολίτες το γνωρίζουν. Το πολιτικό προσωπικό το υπηρετεί πιστά. Ακόμα και τα παιδιά στα σχολεία μας, μαθαίνουν από νωρίς ότι για να προχωρήσουν σε τούτη την χώρα πρέπει να έχουν το σωστό «κονέ». Ποιος, λοιπόν, θα αλλάξει αυτό το σύστημα, όταν όλοι το αποδέχονται ως δεδομένο;
Η αξιολόγηση ως προσποίηση
Και έρχεται, που λέτε, η αξιολόγηση. Σας θυμίζει κάτι; Είναι εκείνο το εργαλείο που, υποτίθεται, μετρά την αξία μας, την εργατικότητα μας, την απόδοση μας, την δημιουργικότητα μας. Στην Ελλάδα, όμως, η αξιολόγηση είναι σαν το δελτίο καιρού. Το βλέπουμε, αλλά δεν το παίρνουμε στα σοβαρά. Γίνεται στα χαρτιά και στα λόγια, για να λέμε ότι την έχουμε. Στην πραγματικότητα, δεν εφαρμόζεται ποτέ.
Παλιότερα, ειδικά στο δημόσιο, οι αρνητές της αξιολόγησης εξέφραζαν την διαφωνία τους ανοικτά, απροκάλυπτα και μαχητικά. Ειδικά οι συνδικαλιστές. Όσο περνά ο καιρός, η ιδέα της αξιολόγησης κερδίζει πόντους μέσα στην κοινωνία, οπότε οι αντιρρησίες της περνούν σε άλλους τρόπους αντίδρασης. Είναι πάντα υπέρ της αξιολόγησης γενικά, αλλά διαφωνούν με κάθε συγκεκριμένο μοντέλο αξιολόγησης που πάει να εφαρμοστεί. Το αποτέλεσμα είναι τελικά το ίδιο.
Αλλά και το πολιτικό ή το ανώτατο διοικητικό προσωπικό της χώρας κάνει ό,τι μπορεί για να παρακάμπτει, να προσπερνά, να αλλοιώνει και να αναιρεί τα αποτελέσματα ων αξιολογήσεων, όπου γίνονται. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Αν υπήρχε αξιολόγηση, οι άσχετοι σταθμάρχες δεν θα έμπαιναν σε θέσεις που απαιτούν εμπειρία. Οι αστυνομικοί δεν θα περνούσαν αβρόχοις ποσί από σκάνδαλα και παρανομίες. Και οι υπουργοί; Ε, αυτοί δεν θα έκαναν τα στραβά μάτια για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους.
Το κόστος της αξιοκρατίας
Ξέρετε γιατί δεν εφαρμόζεται η αξιοκρατία; Γιατί έχει κόστος. Όχι μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτικό. Σπάει δίκτυα, γκρεμίζει σχέσεις εξουσίας και αφαιρεί δύναμη από όσους την έχουν συγκεντρώσει. Ένας υπουργός, ένας δήμαρχος, ένας βουλευτής, ανήκουν όλοι σε έναν κύκλο που εξαρτάται από το «μέσον». Αν το καταργήσουν, καταργούν το ίδιο τους το σύστημα.
Αλλά ας μην ρίχνουμε όλο το φταίξιμο στην πολιτική. Η κοινωνία δεν είναι αθώα. Καταδικάζουμε το «μέσον» όταν αφορά τους άλλους ή θέματα που δεν μας αγγίζουν, αλλά το αποδεχόμαστε ασμένως όταν μας εξυπηρετεί. Όταν μας ανοίγει μια πόρτα, ξεχνάμε αρχές και αξίες. Ίσως γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να απαλλαγούμε από αυτό το φαινόμενο, είναι βολικό.
Δεν χρειάζονται φιλοσοφίες για να αλλάξει η κατάσταση. Χρειάζεται βούληση. Θέλει παιδεία που να προάγει την αξία του προσώπου και όχι της γνωριμίας. Θέλει αξιολόγηση που να εφαρμόζεται πραγματικά. Και, κυρίως, θέλει πολίτες που να κινούνται με προσωπική εντιμότητα και να απαιτούν αλλαγή νοοτροπίας γύρω τους. Και φυσικά, να αποδέχονται τα αποτελέσματα των αξιοκρατικών διαδικασιών.
Μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα;
Είναι μύθος ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει χώρα αξιοκρατίας. Μπορεί, αρκεί να βρεθούν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις μαζί με τα πρόσωπα, που θα κηρύξουν πόλεμο στο «μέσον», δίχως να υπολογίσουν το κόστος. Αρκεί να βρεθούν οι υπουργοί ή οι δήμαρχοι που θα πουν «δεν με νοιάζει αν χάσω ψήφους, εγώ θα επιβραβεύσω τους άξιους». Δεν είναι εύκολο. Γιατί, όπως λέει και ο σοφός λαός, «ο βολεμένος δεν θέλει να ξεβολευτεί».
Είναι γνωστό από έρευνες που έγιναν στους Έλληνες οι οποίοι ξενιτεύτηκαν την εποχή της οικονομικής κρίσης, ότι η αναξιοκρατία που επικρατεί στην χώρα είναι μεγαλύτερη τροχοπέδη για την επιστροφή τους, ακόμα κι από τις χαμηλότερες αποδοχές που μπορούν να πετύχουν εδώ σε σχέση με το εξωτερικό. Όποιος έχει ζήσει και δουλέψει σε περισσότερο αξιοκρατικά συστήματα, αρνείται να υποβληθεί στην ντροπή της «γνωριμίας» και του «μέσου». Ούτε αποδέχεται να βλέπει άλλους χειρότερους να τον ξεπερνούν, επειδή έχουν «μπάρμπα στην Κορώνη».
Οπότε, ας τολμήσουμε να δούμε την πραγματικότητα κατάματα. Το «μέσον» είναι η μεγάλη μας αρρώστια. Και, όσο κι αν μας πονάει, πρέπει να βρούμε τη θεραπεία. Γιατί, αν συνεχίσουμε έτσι, θα είμαστε πάντα μια χώρα ανατολίτικη, που θα ζει με ψεύτικες αξίες, τις οποίες θα πληρώνει με τραγωδίες και εγκλήματα. Έχουμε επιλογή. Το ερώτημα είναι αν έχουμε και το θάρρος.