Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Η προϋπόθεση: Η ατζέντα της σύγκρουσης με το «αφυπνισμένο» (woke) δικαιωματισμό των Δημοκρατικών και της ελίτ των Γκλομπαλιστών προωθεί «την κυριαρχία των Δημοκρατικών εθνών-κρατών έναντι της εξουσίας των διεθνών θεσμών, το συνταγματικό κράτος δικαίου έναντι της ολιγαρχικής εξουσίας των δικαστών και των διοικητικών υπαλλήλων, μια οικονομία της ελεύθερης οικονομίας που δεν θέτει αφηρημένες θεωρίες laissez faire πάνω από τα συγκεκριμένα εθνικά συμφέροντα, μια ηθική τάξη που τιμά τη θρησκεία στον δημόσιο χώρο, την παραδοσιακή οικογένεια -στηριζόμενη από οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες που δίνουν προτεραιότητα στη φυσιολογική οικογενειακή ζωή και την ανατροφή των παιδιών, μια εκπαιδευτική πολιτική που επιβεβαιώνει τον πατριωτισμό και μια πιο περιοριστική μεταναστευτική πολιτική», όπως λέει ο Τζον, Φόντε του Ινστιτούτου Hudson.
Με λίγα λόγια, σύμφωνα με αυτήν την Αμερική που συντάσσεται πίσω από τον Τραμπ, προϋπόθεση για να αντιστραφεί η παρακμή και η διάλυση των ΗΠΑ είναι η ανάκτηση και η διατήρηση της παραδοσιακής αμερικάνικης ελευθερίας, ασφάλειας και ευημερίας.
Νέα τάση
Και προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η αποκατάσταση των αρετών που ενυπάρχουν στον πατριωτισμό, τη θρησκεία και την οικογένεια, τον άνδρα και την γυναίκα. Σύμφωνα με την τελευταία φθινοπωρινή προεκλογική δημοσκόπηση που καταγράφει τις τάσεις της νεολαίας (Harvard Youth Poll), από το 2000 και μετά μια νέα τάση έχει εμφανιστεί στην αμερικάνικη πολιτική. οι πολύ νεότεροι ψηφοφόροι -18 έως 24 ετών- δηλώνουν ότι είναι πιο συντηρητικοί από την ομάδα των λίγο μεγαλύτερών τους. Αυτή η νέα τάση, που ισχύει και για τα δύο φύλα, τον τελευταίο χρόνο είναι ιδιαίτερα έντονη στους άνδρες. Η νεότερη γενιά ανδρών είναι πιο πιθανό να προσδιορίσει τον εαυτό της ως συντηρητικό παρά ως φιλελεύθερο, μια εντυπωσιακή ανατροπή. Τα νεότερα μέλη αυτής της ομάδας ήταν μόλις 10 ετών, όταν εξελέγη πρόεδρος ο Τραμπ και τον βλέπουν ως έναν αντι-ήρωα απέναντι στο σύστημα της παγκοσμιοποίησης, που το θεωρούν φαύλο.
Οι σπουδές
Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας αυξανόμενος αριθμός νέων Αμερικάνων, αποφοίτων Λυκείου, έχει γυρίσει την πλάτη του στα πανεπιστήμια της lvy League του Βορρά και προτιμά να σπουδάσει στα πανεπιστήμια των Νότιων Πολιτειών. Ένας βασικός λόγος γι’ αυτό είναι η ελευθερία του λόγου, σε αντίθεση με την επιβεβλημένη «πολιτική ορθότητα» στα κέντρα της γκλομπαλιστικής εκπαίδευσης, και η ακαδημαϊκή σοβαρότητα που περιορίζει την woke κουλτούρα. Το τεταμένο «ορθοπολιτικό» κλίμα στη Νέα Υόρκη και στις άλλες μεγαλουπόλεις του Βορρά στρέφει τους νεότερους φοιτητές στον Νότο. Σύμφωνα με τη Street Journal, ο αριθμός των Βορείων που επιλέγει τις Νότιες Πολιτείες για σπουδές έχει αυξηθεί κατά 84%, ενώ σε περιπτώσεις, όπως η Αλαμπάμα, παρατηρείται αύξηση των αιτήσεων κατά 600%, τρεις φορές περισσότερες από τις αντίστοιχες στο Χάρβαρντ.
Αποκαλυπτικοί οιωνοί
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχούν στις παγκόσμιες υποθέσεις από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Αμερική έγινε παγκόσμια δύναμη πριν από το 1945, φυσικά, αλλά μετά το 1945-1946 άρχισε να επεκτείνει αποφασιστικά τη δύναμή της με το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ. Ακολούθησαν η ίδρυσή του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization – ΝΑΤΟ) και οι πόλεμοι της Κορέας και του Βιετνάμ, που επιβεβαίωσαν τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της μεταπολεμικής Αμερικής. Η νέα επεμβατική πολιτική που εγκαινίασε το Δόγμα Τρούμαν ανέτρεψε εντελώς τις διαχρονικές συμβουλές του Τόμας Τζέφερσον και του Τζωρτζ Ουάσινγκτον για εσωστρέφεια και μη εμπλοκή σε διεθνείς περιπέτειες. Στη συνέχεια, η εξωτερική πολιτική του Τρούμαν ακολουθήθηκε από όλους τους διαδόχους του, ακόμη και τους Ρεπουμπλικάνους.
Η συμμετοχή
Η Αμερική, ως παγκόσμια δύναμη, είχε ή πρωταρχικό ενδιαφέρον για τη δυτική Ευρώπη, λόγω του ανεπτυγμένου πολιτισμού της και της βιομηχανικής ικανότητάς της. Αρχικά, οι ΗΠΑ δεν είχαν δει τη Μέση Ανατολή ως ένα κρίσιμο μέρος του κόσμου. Ενδιαφέρονταν για το νεοπαγές κράτος του Ισραήλ, αλλά δεν συνήψαν συμμαχία ούτε με αυτό, ούτε με κάποιο άλλο κράτος της Μέσης Ανατολής (η Τουρκία που μπήκε στο ΝΑΤΟ θεωρείτο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου, λόγω της παραχώρησης της Ανατολικής Θράκης το 1923). Η συμμετοχή στις διεθνείς υποθέσεις δημιούργησε μια σειρά από προβλήματα για τον Λευκό Οίκο στις μετά το 1945 δεκαετίες. Στη δεκαετία του 1960, η διακυβέρνηση του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι και του Λύντον Τζόνσον συνέχισε το New Deal της κληρονομιάς του Θίοντορ Ρούσβελτ, με νέα νομοθετικά μέτρα που συνδυάστηκαν με την ταχεία άνοδο του βιοτικού επιπέδου, μέχρι τις ολοένα και μεγαλύτερες δαπάνες του πολέμου του Βιετνάμ, που ανάγκασε την κυβέρνηση Τζόνσον να αναλάβει τη χρηματοδότηση του ελλείμματος.
Ο ρόλος
Ο Ψυχρός Πόλεμος, με την κούρσα των εξοπλισμών του, τις διαδοχικές επικίνδυνες αντιπαραθέσεις των υπερδυνάμεων και την πανταχού παρούσα απειλή της πυρηνικής καταστροφής, είχε στοιχειώσει την Αμερική -και τον κόσμο- για πάνω από 40 χρόνια. Ήταν μια μονόπλευρη αναμέτρηση, της οποίας η έκβαση ήταν προγραμματισμένη από την αρχή. Όλοι οι πιθανοί οικονομικοί ανταγωνιστές ή απειλές της Αμερικάνικης Αυτοκρατορίας είχαν καταστραφεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα επόμενα χρόνια η Ευρώπη έχασε τις αποικίες της. Ακόμη και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνοδεύτηκε από απογοητεύσεις. Ο πλανήτης στο σύνολό του -με τουλάχιστον 8 έθνη με σημαντικά αποθέματα πυρηνικών όπλων και περίπου 30 ικανά να διεξάγουν χημικό ή βιολογικό πόλεμο- έδειξε ελάχιστα σημάδια ότι θα ήταν ένας πιο ειρηνικός τόπος απ’ ό,τι ήταν πριν από την πτώση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Ο ρόλος των ΗΠΑ ως παγκόσμιος αστυνόμος (πλανητάρχης) σε αυτόν τον επισφαλή νέο κόσμο, ήταν ένας ρόλος που οι περισσότεροι Αμερικάνοι δεν ήθελαν και σχεδόν σίγουρα δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά.
Κοινό γνώρισμα
Ο λεγόμενος Πόλεμος του Κόλπου του 1990-1991, μια αντιπαράθεση μεταξύ ενός συνασπισμού κρατών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και ενός σημαντικά οπλισμένου Ιράκ, ήταν, μεταξύ άλλων γεγονότων, μια απογοητευτική απεικόνιση του πόσο μακριά βρισκόταν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου από του να εγκαινιάσει μια εποχή παγκόσμιας ειρήνης. Κάτι που επαληθεύθηκε δραματικά μετά την 11/9 στη Νέα Υόρκη και τις τυχοδιωκτικές πολεμικές περιπέτειες της «συλλογικής» Δύσης στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι ένα κοινό γνώρισμα των αυτοκρατοριών είναι προφανώς ότι χρειάζονται για την επιβολή τους κάποιο είδος ανώτερης στρατιωτικής δύναμης – τις περισσότερες φορές έναν ισχυρό στόλο. Αν ένα κράτος γίνει ναυτική δύναμη, τότε μπορεί να μετακινεί στρατεύματα στα νώτα ενός εχθρού, να επιβάλλει μποϊκοτάζ, ή α ρυθμίζει το εμπόριο και τις προμήθειες, για να βοηθήσει συμμάχους ή να επιβάλλει κυρώσεις σε απείθαρχες αποικίες.
Η πανωλεθρία
Η πρόσφατη στρατηγική της υπερδύναμης, της «εξαγωγής της δημοκρατίας», θύμιζε την αντίστοιχη της Αθηναϊκής Αυτοκρατορίας, που βασίστηκε στη συμμαχία 180 υποτελών πόλεων-κρατών. Οι πόλεις-κράτη που κατακτήθηκαν από την Αθήνα υποχρεώθηκαν να γίνουν «δημοκρατίες» με εκβιασμούς, όπως αφηγείται ο Θουκυδίδης: «Η είστε μαζί μας ή εναντίον μας», απείλησαν οι Αθηναίοι, και αν είστε εναντίον μας, θα σας καταστρέψουμε.
Το 415 π.Χ., μια μεγάλη αθηναϊκή ναυτική δύναμη πήγε στο νησί της Μήλου και απαίτησε από τους Μήλιους να υποταχθούν και να αρχίσουν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας. Σαν να μην ήταν αρκετή η καταστροφή της Μήλου για να καταδείξει την ύβρη και τη διαφθορά της αυτοκρατορικής Αθήνας, το επόμενο καλοκαίρι, η Αθήνα έστειλε μια δύναμη 40.000 στρατιωτών στις Συρακούσες για να κατακτήσει ή να καταστρέψει τη μεγαλύτερη δημοκρατία του ελληνικού κόσμου. Η Σικελική εκστρατεία έμεινε γνωστή στην ιστορία ως μια πλήρης καταστροφή, μια στρατιωτική πανωλεθρία που σηματοδότησε το τέλος της Αθηναϊκής Αυτοκρατορίας και κατέδειξε τις ανοησίες του ανεξέλεγκτου ιμπεριαλισμού.