Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Στα τέλη της περασμένης βδομάδας, η είδηση έσκασε στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης σαν πολύχρωμη φωτοβολίδα σε σκοτεινό ουρανό. Ανάμεσα σε βιασμούς και αλληλομαχαιρώματα ανηλίκων, λίγο μετά τα ρεπορτάζ για την ακρίβεια σε βούτυρα, ζυμαρικά και αναψυκτικά, δίπλα σε αμφίβολης αξιοπιστίας αναλύσεις Ελλήνων αποστράτων για το μεσανατολικό, η ειδησούλα έμοιαζε παράταιρη με το γενικό μας κλίμα. «Ένας Έλληνας επιστήμονας, επιλέχθηκε Πρόεδρος του Συμβουλίου του CERN.» Πρόκειται για τον καθηγητή Φυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Κωνσταντίνο Φουντά, που ήταν ο επιστημονικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στο μεγαλύτερο ευρωπαϊκό ερευνητικό εργαστήριο πυρηνικής και σωματιδιακής φυσικής.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η θαυμάσια αυτή είδηση προκάλεσε περισσότερο την έκπληξη των Ελλήνων, παρά τον θαυμασμό τους για τον διακεκριμένο επιστήμονα. Ο θαυμασμός είναι απολύτως φυσιολογικός και αυτονόητος, πλην η κατάπληξη επικράτησε.
Γιατί;
Μα διότι εδώ στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, αν έχουμε εμπεδώσει κάτι από γεννησιμιού μας, είναι ότι κανένας δεν προκόβει αν δεν έχει «μπάρμπα στην Κορώνη».
Και ο Φουντάς προφανώς δεν είχε.
Στην μετεπαναστατική Ελλάδα και για δύο συνεχείς αιώνες, δεν ήταν η αξία του ατόμου που καθόριζε την μοίρα και την εξέλιξη του, αλλά όλα τα υπόλοιπα που έχουμε μάθει από τα γεννοφάσκια μας.
Ήταν πάντα το «μέσον», η «οικογένεια», το «δίκτυο», η «κουμπαριά», το «κόμμα», η «αυλή» και δεκάδες ακόμα παρόμοιοι ευγενείς και προαιώνιοι θεσμοί που κινούσαν την ελληνική κοινωνία και καθόριζαν την στελέχωση της ιεραρχίας της.
Γι αυτό και συνήθως μένουμε κατάπληκτοι όταν ακούσουμε ότι κάποιος Έλληνας σκαρφαλώνει στα ανώτατα κλιμάκια οργανισμών και θεσμών ξένων χωρών ή διεθνών οργανισμών, δίχως προφανώς να έχει «σπρωχτεί» από κάποιο μέσον, οικογένεια, κουμπαριά ή κόμμα. Μας φαίνεται εξωφρενικό, διότι ο ίδιος άνθρωπος μέσα στην χώρα μας δεν θα το πετύχαινε ποτέ ή για να είμαστε πιο επιεικείς, σχεδόν ποτέ.
Ο κ. Φουντάς επιλέχθηκε για Πρόεδρος του μεγαλύτερου ευρωπαϊκού ερευνητικού οργανισμού ως ο πρώτος και ο καλύτερος ανάμεσα στους σοβαρότερους επιστήμονες της γηραιάς ηπείρου.
Στο CERN μετέχουν 24 χώρες με την αφρόκρεμα του επιστημονικού τους δυναμικού, ο δε Πρόεδρος επιλέγεται μετά από σκληρή αξιολόγηση της επιστημοσύνης, του έργου, της εμπειρίας και της προσωπικότητας καθενός απ’ αυτούς.
Ο κ. Φουντάς μπήκε στην τελική τριάδα και τελικά βγήκε νικητής με απολύτως αξιοκρατική μέθοδο. Αυτό το «αξιοκρατική» είναι που δεν μπορούμε να καταλάβουμε εδώ στην Ελλάδα.
Θα κάνω μια παρένθεση, με μια μικρή ιστορία του ελληνικότατου παρελθόντος μας.
Όταν το 1904 ο περίφημος Έλληνας μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή(ς) αναγορεύτηκε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν (που ήταν το καλύτερο της Ευρώπης στα μαθηματικά και την φυσική), από νοσταλγία για την Ελλάδα έκανε αίτηση στο ελληνικό υπουργείο παιδείας να έρθει και να εργαστεί στην χώρα.
Ήταν ήδη διάσημος και θεωρούνταν από τα μεγαλύτερα μαθηματικά μυαλά της γηραιάς ηπείρου. Όλοι οι Έλληνες καθηγητές πανεπιστημίου τον ήξεραν καλά και μελετούσαν τα συγγράμματα του. Ανησύχησαν όμως για την πιθανή του έλευση, διότι αυτό θα αναδείκνυε την δική τους ανεπάρκεια, οπότε πίεσαν το υπουργείο παιδείας να του απαντήσει ότι γι αυτόν υπήρχε μόνο θέση δασκάλου σε σχολείο της επαρχίας. Και φυσικά ο Καραθεοδωρής έμεινε στην Γερμανία, όπου συνέχισε μεταξύ άλλων και την επιστημονική του αλληλογραφία με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν.
Κάποια πράγματα στην χώρα έχουν αλλάξει από το 1904 ασφαλώς, πλην το τελικό ισοζύγιο ανάμεσα στην θείο από την Κορώνη και την αξιοκρατία παραμένει σταθερά υπέρ του μπάρμπα.
Η είδηση ότι ένας «καθηγητάκος» από ένα ελληνικό περιφερειακό πανεπιστήμιο αποδεικνύεται ικανός να πάρει θέση Προέδρου και αρχηγού σ’ έναν πολυεθνικό οργανισμό με μόνο όπλο την αξία του, συνεχίζει να μας εκπλήσσει και να μας σοκάρει.
Έχουμε τόσο πολύ εμποτιστεί με την ιδέα του «μέσου», που ακόμα κι αν τύχει να δούμε κάποιον άξιο άνθρωπο να προκόβει, δεν το πιστεύουμε και ψάχνουμε κατ’ ευθείαν να ανακαλύψουμε «ποιος τον υποστηρίζει από πίσω».
Ως γνωστόν, η αναξιοκρατία πάει χέρι-χέρι με την διαφθορά, αλλά και με την ανικανότητα.
Όταν ο ανάξιος παίρνει την θέση του άξιου σε μια κρατική ή περιφερειακή ή δημοτική ή εκπαιδευτική ή στρατιωτική θέση, τότε είναι πολύ πιθανότερη η ελαστικότητα της συνείδησης του.
Παραλλήλως τα πελατειακά δίκτυα διαιωνίζονται, ενώ ο ίδιος ο μηχανισμός στον οποίον διορίζεται ο ημέτερος δεν έχει καμιά ελπίδα ανανέωσης και εκσυγχρονισμού του. Η στενότητα της αντίληψης παίρνει την θέση των ανοικτών μυαλών, η γραφειοκρατία γίνεται ασπίδα των ανικάνων και η τυπολατρία γίνεται θρησκεία για όλη την ιεραρχία.
Είναι τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα στο ελληνικό DNA η αναξιοκρατία και η καχυποψία, που ακόμα κι εκεί που το πολιτικό σύστημα θέλησε να την καταπολεμήσει, το έκανε με θεσμούς που κατέληξαν γάγγραινα.
Οι πανελλαδικές εξετάσεις (για να μην υπάρχει πιθανότητα «μέσου» στην εισαγωγή στο πανεπιστήμιο) κατέληξαν να καταπιούν όλη την ζωτικότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, το δε ΑΣΕΠ που φτιάχτηκε για να καταργήσει τον κομματικό διορισμό, κατέληξε ένας θηριώδης γραφειοκρατικός μηχανισμός που αδυνατεί να φέρει σε πέρας την αποστολή του.
Παραλλήλως υπήρχε αιωνίως ένα πλέγμα πολιτικών, συντεχνιακών και συνδικαλιστικών συμφερόντων, που όχι μόνο αρνούνται κάθε ιδέα αξιολόγησης στις κρατικές μας δομές, αλλά τις πολεμούν με νύχια και με δόντια.
Σύσσωμο το τεράστιο δημοσιοϋπαλληλικό σώμα της χώρας αρνείται την αξιολόγηση. Ακόμα και όταν η ιδέα της αξιολόγησης (που στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας υπάρχει de facto) θεσπίστηκε ως στοιχειώδες μέτρο εκσυγχρονισμού, οι πολέμιοι της την υπονόμευσαν σταθερά στην πράξη και μάλιστα σε όλες τις βαθμίδες του δημοσίου.
Το «ποιος είσαι συ που θα αξιολογήσεις εμένα;» έγινε το σταθερό σύνθημα ενός κράτους που αρνείται να προσαρμοστεί στους σύγχρονους καιρούς και καταλήγει αντί για αναπτυξιακό εργαλείο να γίνεται τροχοπέδη.
Πλην η αξιοκρατία δεν μπορεί να ισχύει μόνο στην ανάληψη μιας θέσης, πρέπει να παντρεύεται με την διαρκή αξιολόγηση για να φέρει αποτέλεσμα.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το εθνικό σύνθημα για «επιστροφή» όσων Ελλήνων ξενιτεύτηκαν κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης, θα παραμείνει κενό γράμμα, ειδικά όταν αφορά τους επιστήμονες.
Μια έρευνα που έκανε σε νέο-ξενιτεμένους Έλληνες το «Δίκτυο» της Άννας Διαμαντοπούλου (πολύ πριν αυτή χριστεί υποψήφια αρχηγός του ΠΑΣΟΚ) έδειξε καθαρά ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο για να επιστρέψουν αυτά τα παιδιά στην Ελλάδα, δεν είναι οι αποδοχές αλλά η ανυπαρξία αξιοκρατίας στην πατρίδα τους.
Όταν κάποιος έχει βιώσει συστήματα που λειτουργούν αξιοκρατικά, δεν θα καταδεχτεί να ξαναμπεί στον βούρκο των κουμπάρων, των κολλητών, των συντρόφων και των ξαδέρφων.
Άρα η γενιά αυτή θα χαθεί οριστικά για την Ελλάδα, η οποία την μεγάλωσε και εκπαίδευσε αλλά την έστειλε τελικά αλλού να αξιοποιήσει τα προσόντα και τις γνώσεις της.
Όταν αντί να κάτσουμε και να συζητήσουμε σοβαρά την καταβαράθρωση των επιδόσεων του ελληνικού σχολείου στον διαγωνισμό PISA, προτιμούμε να υιοθετούμε την θέση της ΟΛΜΕ που λέει ότι «δεν αναγνωρίζει τον διαγωνισμό διότι είναι στην υπηρεσία του ΟΟΣΑ και του κέρδους», προκοπή δεν θα δούμε.
Απλώς πότε-πότε θα βλέπουμε κανέναν Κωνσταντίνο Φουντά να φωτίζει τα αναξιοκρατικά μας σκοτάδια ως πυροτέχνημα κι ύστερα θα ξαναγυρίζουμε στα συγγενολόγια, στα κολλητιλίκια, στις επετηρίδες και στα κομματικά σπρωξίματα με τα οποία χτίστηκε και συνεχίζει η αθάνατη Ελλάδα μας.