Την τελευταία πνοή του σε ηλικία 76 ετών άφησε ο Σβεν Γκόραν Ερικσον, μετά από μάχη με τον καρκίνο. Ο Σουηδός υπήρξε ένας από τους κορυφαίους προπονητές της Ευρώπης τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και το 2001 έγινε ο πρώτος ξένος τεχνικός που ανέλαβε την εθνική Αγγλίας, με την οποία έφτασε ως τα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2002 και το 2006, αλλά και του EURO 2004.
Στις αρχές του χρόνου, ο Ερικσον είχε ανακοινώσει ότι πάσχει από καρκίνο τελικού σταδίου στο πάγκρεας, ενώ πριν λίγες ημέρες αποχαιρέτησε τους φιλάθλους με ένα συγκινητικό βίντεο που αναρτήθηκε στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Γεννημένος στις 5 Φεβρουαρίου 1948 στην πόλη Σούνε της Σουηδίας, ο Σβεν Γκόραν Ερικσον είχε μία μάλλον αδιάφορη καριέρα ως ποδοσφαιριστής και εγκατέλειψε τα γήπεδα σε ηλικία 25 ετών. Η αγάπη του για το ποδόσφαιρο, όμως, τον οδήγησε να ασχοληθεί με την προπονητική, ξεκινώντας ως βοηθός προπονητής της Ντάγκερφορς, στην 3η κατηγορία του σουηδικού πρωταθλήματος. Το 1977 προήχθη σε πρώτο προπονητή και στη δεύτερη σεζόν του κέρδισε την άνοδο στη β΄ κατηγορία. Το 1979 κάνει το μεγάλο «άλμα» στην καριέρα του και αναλαμβάνει προς γενική έκπληξη την Γκέτεμποργκ, όπου και αρχίζει να «φτιάχνει» το όνομά του. Κατακτά δύο φορές το κύπελλο Σουηδίας και το 1982 αφήνει άφωνη την ποδοσφαιρική Ευρώπη, οδηγώντας την ομάδα του στην κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA, με δύο νίκες στον τελικό απέναντι στο Αμβούργο (την ομάδα δηλαδή που ένα χρόνο αργότερα κέρδισε στην Αθήνα το Κύπελλο Πρωταθλητριών!).
Ο ευρωπαϊκός θρίαμβος της Γκέτεμποργκ υπήρξε το «διαβατήριο» για την… εκτόξευση του Ερικσον. Το ίδιο καλοκαίρι αναλαμβάνει την Μπενφίκα, με την οποία κατακτά σε δύο χρόνια ισάριθμα πρωταθλήματα και ένα κύπελλο Πορτογαλίας, ενώ έφτασε ξανά ως τον τελικό του Κυπέλλου UEFA, χάνοντας αυτή τη φορά το τρόπαιο από την Άντερλεχτ. Επόμενος «σταθμός» της καριέρας του ήταν το καμπιονάτο και η Ρόμα, στην οποία έμεινε τρία χρόνια και πανηγύρισε ένα κύπελλο Ιταλίας, για να ακολουθήσει μία μέτρια διετία στη Φιορεντίνα και η επιστροφή στην Μπενφίκα, την οποία οδήγησε ως τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1990 (ηττήθηκε 1-0 από την ανυπέρβλητη Μίλαν του Αρίγκο Σάκι), ενώ κατέκτησε άλλο ένα πρωτάθλημα. Το 1992 επέστρεψε στη Ιταλία για λογαριασμό της Σαμπντόρια, που μόλις είχε φτάσει «μια ανάσα» από τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης (χάνοντας τον τελικό από την Μπαρτσελόνα). Έμεινε πέντε χρόνια στη Γένοβα, αλλά δεν μπόρεσε να οδηγήσει τους «μπλουτσερκιάτι» σε ανάλογες επιτυχίες, με εξαίρεση την κατάκτηση του κυπέλλου το 1994. Το 1997 ανέλαβε τη Λάτσιο (αν και αρχικά είχε συμφωνήσει με την Μπλάκμπερν), όπου πανηγύρισε πολύ μεγάλες επιτυχίες: δύο κύπελλα και δύο σούπερ καπ Ιταλίας, το Κύπελλο Κυπελλούχων και το Σούπερ Καπ Ευρώπης το 1999 και κυρίως το πρωτάθλημα του 2000, μόλις το δεύτερο -και τελευταίο μέχρι σήμερα- στην ιστορία του συλλόγου της Ρώμης.
Πριν καν αποχωρήσει από τη Λάτσιο, απ’ όπου απολύθηκε τον Ιανουάριο του 2001, ο Έρικσον είχε συμφωνήσει να αναλάβει την εθνική Αγγλίας, αντικαθιστώντας τον Κέβιν Κίγκαν. Έκανε ντεμπούτο στον πάγκο των «τριών λιονταριών» τον Φεβρουάριο του 2001, σε ένα φιλικό με την Ισπανία (3-0) και γνώρισε την καθολική αποδοχή τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, χάρη στο «εκκωφαντικό» 5-1 επί της Γερμανίας στο Μόναχο, σε ματς για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Για να περάσει στην τελική φάση, πάντως, η Αγγλία χρειάστηκε το φάουλ του Ντέιβιντ Μπέκαμ στα τελευταία λεπτά του αγώνα με την Ελλάδα στο «Ολντ Τράφορντ», που ισοφάρισε σε 2-2 και της έδωσε το εισιτήριο για το Μουντιάλ της Απω Ανατολής. Εκεί τα «τρία λιοντάρια» έφτασαν ως τα προημιτελικά, όπου ηττήθηκαν 2-1 από τη -μετέπειτα τροπαιούχο- Βραζιλία. Αντίστοιχη ήταν η τύχη τους στο EURO 2004 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, όπου και στις δύο περιπτώσεις ηττήθηκαν στα πέναλτι από την Πορτογαλία. Από ένα σημείο και μετά, ο Σουηδός επικρίθηκε για υπερβολικά συντηρητική προσέγγιση στον τρόπο παιχνιδιού μιας ομάδας που διέθετε αρκετούς ταλαντούχους παίκτες και ήδη από τις αρχές του 2006 η FA είχε ανακοινώσει ότι δεν θα ανανεώσει το συμβόλαιό του μετά τα τελικά του Μουντιάλ της Γερμανίας.
Μετά από ένα διάλειμμα ενός χρόνου, ο Έρικσον επέστρεψε στους πάγκους για λογαριασμό της Μάντσεστερ Σίτι, όπου ξεκίνησε εντυπωσιακά (μάλιστα αναδείχθηκε κορυφαίος προπονητής της Premier League για τον πρώτο μήνα της σεζόν 2007-08), αλλά δεν είχε ανάλογη συνέχεια και αποχώρησε στο τέλος της περιόδου. Ακολούθως είχε ένα αποτυχημένο πέρασμα από την εθνική ομάδα του Μεξικού, ανέλαβε για ένα διάστημα τεχνικός διευθυντής στη Νοτς Κάουντι και επανήλθε στους πάγκους ως ομοσπονδιακός τεχνικός της Ακτής Ελεφαντοστού για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010. Κοουτσάρισε για ένα χρόνο τη Λέστερ στην Τσάμπιονσιπ και ολοκλήρωσε την προπονητική σταδιοδρομία του σε ομάδες της Κίνας (Γκουανγκζού R&F, Σανγκάη SIPG, Σενζέν) και στην εθνική ομάδα των Φιλιππίνων.
Παρότι επικρίθηκε συχνά ως ένας προπονητής του αποτελέσματος και όχι του θεάματος, ο Έρικσον επηρέασε σημαντικά την τακτική εξέλιξη του ποδοσφαίρου. Ιδιαίτερα κατά τη θητεία του στη Λάτσιο, εφάρμοσε μία μίξη ζώνης και μαν-του-μαν, με υψηλής έντασης πρέσινγκ, που ενέπνευσε αρκετούς από τους ποδοσφαιριστές που είχε τότε υπό τις οδηγίες του. Ανάμεσα σε αυτούς, ο Ντιέγκο Σιμεόνε, ο Σιμόνε Ιντζάγκι, ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, αλλά και ο νυν τεχνικός της ΑΕΚ, Ματίας Αλμέιδα, πήραν στοιχεία από τις τακτικές του Σουηδού και τις χρησιμοποιήσαν στη μετέπειτα προπονητική καριέρα τους.