Γράφει ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός Κωνσταντίνος Μπούρας.
Οι ΟΡΝΙΘΕΣ τού Άρη Μπινιάρη στην Επίδαυρο παραποίησαν τον Αριστοφάνη εμφανίζοντάς τον ως μετανεωτερικό σοβαροφανή υπαρξιστή από σκηνής σοφιστή. Ο Στανισλάβσκι ερμήνευσε τις «κωμωδίες» του Τσέχωφ ως βαρύγδουπα υπαρξιακά δράματα παρακάμπτοντας τα εμφανή κωμικά στοιχεία και την ενδιάθετη φιλοσοφική ειρωνεία.
Ο Στανισλάβσκι όμως πήρε έναν άγνωστο δραματουργό (που είχε αποτύχει δραματικά με το σκηνικό ανέβασμα τού πρωτόλειου «Ιβάνοφ») και τον έκανε παγκοσμίως γνωστό (έστω κι ελαφρώς παρερμηνευμένο). Έχτισε δε μια ολόκληρη σχολή υποκριτικής, που έγινε σύστημα, διέσχισε τον Ατλαντικό και επηρέασε σημαντικά το αμερικάνικο Actors’ Studio.
Εδώ έχουμε ακριβώς το αντίθετο: παίρνουμε έναν κλασικό κωμωδιογράφο (παγκοσμίως και παγκοίνως γνωστό), μεταποιούμε το έργο του, παραποιούμε το ύφος του, αφαιρούμε τα κωμικά στοιχεία, αποδυναμώνουμε την ειρωνεία, αποσιωπούμε την παρωδία και φτιάχνουμε μία μετανεωτερική νοητική κατασκευή που φέρει την δραματουργική υπογραφή τού σκηνοθέτη, χωρίς καμία άλλη φιλοσοφική, αισθητική, ιδεολογική ή άλλη προοπτική.
Και καλά μέχρις εδώ. Γιατί δεν μας προειδοποίησαν οι υπεύθυνοι επικοινωνίας (θεσμικοί και «ιδιωτικής πρωτοβουλίας») ότι ΔΕΝ θα δούμε τούς Όρνιθες τού Αριστοφάνη αλλά τις κότες τις ξεπουπουλιασμένες τού Άρη Μπινιάρη;
Και γιατί δημοσιογράφοι και κριτικοί κάθισαν στα ορεινά μεταξύ κάτω και άνω διαζώματος; Αυτό είχε να συμβεί από πέρυσι (από την αξιοθρήνητη αμφισβητούμενη παράσταση τού Κα-τα-στρώφ).
Εξηγούμαι: εάν βλέπαμε αυτή την παράσταση σε ένα κλειστό θέατρο και όχι στο φορτισμένο ιστορικά (και τουριστικά) αρχαίο θέατρο τής Επιδαύρου, θα ήταν μία πολύ καλή, νόμιμη-αιρετική προσέγγιση στο έργο τού Αριστοφάνη, που έζησε την μεταιχμιακή Αθήνα των σοφιστών και των πολεμοκάπηλων.
Η μόνη εύστοχη παρατήρηση (εκτός πρωτοτύπου κειμένου) ήταν η αναφορά στο φαγάδικο τού Λεωνίδα στο Λιγουριό, για το οποίο προετοιμαζόταν σθεναρά το τηλεοπτικό κοινό προκειμένου να συμφάγει, να συνευρεθεί και να φωτογραφηθεί με τους πρωταγωνιστές.
Το μόνο αυτοσαρκαστικό στοιχείο αυτής της παραγωγής, που απέσπασε τα ρωμαϊκής αρένας χειροκροτήματα ενός κοινού που δεν γέλαγε ενδιάμεσα, αφού δεν υπήρχε τίποτα μα τίποτα το αστείο. Τόση απελπισία λοιπόν μάς έχει καταλάβει; Τόσο μαύρο και δυσοίωνο είναι το πολιτιστικό μας αδιέξοδο; Ακόμα κι ο Τσέχωφ θα απορούσε. Για τον Στανισλάβσκι δεν ξέρω (ρητορική η δήλωση).
«Τι προς Διόνυσον;».
Τι σχέση είχε αυτό το εργάκι με το αρχαίο δράμα;
Όσο για την προτροπή τού υστερικού πρωταγωνιστή «εάν θέλουμε να διαβάσουμε το πρωτότυπο να πάμε σε …βιβλιοθήκη», την αφήνω ασχολίαστη, γιατί αυτό, ναι, ΕΙΝΑΙ ΑΣΤΕΙΟ, εκτός παραστάσεως όμως.
Στην ορχήστρα τής Επιδαύρου εμφανίζεται ένα μπεκετικό δίδυμο καταθλιπτικών καμποτίνων (που έχουν προφανώς αποδράσει από νευρολογική κλινική) κι από τους οποίους ο ένας είναι τελείως, μα τελείως, υστερικός!!!
Για λόγους αφηγηματικής οικονομίας, δεν θα αφιερώσω άλλη φαιά ουσία σε αυτό το εξάμβλωμα.